Με πολλούς κατοίκους του Ακροποτάμου και
της ευρύτερης περιοχής, την Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016, εορτάσθηκε η
επέτειος των 100 χρόνων από την εισβολή των Βουλγάρων κατακτητών στο
χωριό Φτέρη του Παγγαίου.
Το πρωί της Κυριακής τελέσθηκε
Αρχιερατική Θεία λειτουργία Ιερουργούντος του Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου
μας κ. Χρυσοστόμου πλαισιωμένου από Ιερείς της Μητροπόλεως μας.
Μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου ο
Σεβασμιώτατος εκήρυξε τον Θείον Λόγον αναφερόμενος στο θέμα της
συγχωρητικότητος και στο εορταζόμενο θλιβερό ιστορικό γεγονός.
Πριν το τέλος της Θείας Λειτουργίας ο
Σεβασμιώτατος ετίμησε τον Ιερέα του Ακροποτάμου π. Γεώργιο Μπάτζιο με το
οφφίκιο του Οικονόμου. Στην σύντομη ομιλία του συνεχάρη τον π. Γεώργιο
για την υπακοή του και για την εργατικότητα τόσο στην ενορία του Αγίου
Δημητρίου όσο και στην διακονία του στο Κοινωνικό Παντοπωλείο της
Μητροπόλεως.
Αμέσως μετά ακολούθησε εκδήλωση
αφιερωμένη στο επετειακό γεγονός, με ομιλία του κ. Λυμπεράκη Θεόδωρου,
Δικηγόρου – Ιστορικού και τη συμμετοχή Πολιτιστικών Συλλόγων της
περιοχής. Στην Θεία λειτουργία και στην εκδήλωση παρευρέθηκαν δεκάδες
κάτοικοι της περιοχής με επικεφαλής τον Δήμαρχο Παγγαίου κ. Φίλιππον
Αναστασιάδη.
Το κήρυγμα του Σεβασμιωτάτου κατά τη Θεία Λειτουργία:
ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΤΕΡΗΣ
(π. Γεωργίου Μπάτζιου)
Η Φτέρη ήταν ένα μικρό ελληνικό χωριό,
που η ιστορία του χάνεται στα βάθη των αιώνων. Ήταν χωμένο μέσα στο Όρος
Σύμβολο, νότια του χωριού Ακροπόταμος και δυτικά του χωριού Φωλεά. Το
πιο πιθανό είναι να κτίσθηκε σε τούτο το μέρος δια την αποφυγήν των
πειρατών οι οποίοι λυμαίνονταν τα παράλια λίγο πιο νότια του χωριού.
Ονομάστηκε Φτέρη από τις πολλές φτέρες που είχε εκεί γύρω.
Οι Φτεριώτες ήταν και είναι αληθινοί
καθαρόαιμοι Μακεδόνες. Ανθρωπομορφικά θα μπορούσε κανείς να τους
κατατάξει στους μέτριους με ψηλούς ανθρώπους με τα χαρακτηριστικά της
γνήσιας Ελληνικής Μακεδονικής ράτσας που έμεινε αναλλοίωτη σε αρκετά
μέρη του Παγγαιοριτικού χώρου και αλλού. Απέναντι λοιπόν από το Παγγαίο,
στο όρος Σύμβολο και δίπλα σε ένα ποτάμι με γάργαρα νερά αποκομμένοι
από τον κόσμο και από τον φόβο των ληστών και πειρατών, οι Φτεριώτες
είχαν κτίσει ένα μικρό χωριό που το αποτελούσαν 50 με 60 πέτρινα σπίτια
και κατοικούσαν ισάριθμες οικογένειες κτηνοτρόφων.
Οι κάτοικοι της Φτέρης ζούσαν κυρίως από
την κτηνοτροφία και από την λίγη γεωργία. Ασχολούνταν πολύ με το
κυνήγι «Έτρωγαν και ζούσαν από το κυνήγι όλο το χρόνο και μόνο τα
Χριστούγεννα και το Πάσχα έτρωγαν κρέας από τα δικά τους ζώα».
Τα κυνήγια τους ήταν αγριογούρουνα,
ελάφια, ζαρκάδια, λαγοί, πέρδικες, μπεκάτσες κ.α. Παρ’ όλη την φτώχεια
τους κατάφεραν να χτίσουν μια Εκκλησιά αφιερωμένη στον αγαπημένο τους
άγιο, τον μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, και ένα μικρό σχολείο όπου μάθαιναν
γράμματα.
Ήρθαν όμως τα δύσκολα χρόνια του Ά
παγκοσμίου πολέμου και η Βουλγαρική κατοχή και το έτος 1916 έμελε να
είναι καταστροφικό για το χωριό και τους κατοίκους της Φτέρης. Στην
Καβάλα έδρευε το 4ο σώμα στρατού και προσωρινός διοικητής του ήταν ο
Συνταγματάρχης Χατζόπουλος. Πιστός στα κελεύσματα της κυβερνήσεως των
Αθηνών και ελαφρά τη καρδία, χωρίς να σκεφθεί το κακό που επρόκειτο να
πάθει η Ανατολική Μακεδονία με την απομάκρυνση των Ελληνικών Ενόπλων
Δυνάμεων από την Καβάλα, συνένεσε στο να μεταφερθεί το 4ο σώμα με όλον
τον οπλισμό του στο Γκέρλιτς της Γερμανίας.
Με την αναχώρηση του 4ου σώματος στρατού
για την Γερμανία, πέτυχε το σχέδιο των ΓερμανοΒουλγάρων, έμεινε
αφρούρητη και απροστάτευτη η Ανατ. Μακεδονία και άρχισε η κατάληψη των
εδαφών από τους Βουλγάρους και η άθλια κατοχή του Ά Παγκοσμίου πολέμου
με τις εξορίες, εκτοπίσεις, τις αγγαρείες, την πείνα, την ψείρα, τις
αρρώστιες, τους ξυλοδαρμούς, τις δολοφονίες, τις ομαδικές απελάσεις και
την εξαθλίωση σε βάρος του ντόπιου ελληνικού πληθυσμού, όπου
ξεκληρίστηκαν χωριά ολόκληρα.
«Οι Γερμανοί έδειξαν επίτηδες αδιαφορία
και με την απουσία τους, αφήκαν τις οπλισμένες χείρες των Βουλγάρων να
δράσουν ελεύθερα κατά των Ελληνικών πληθυσμών» Επίσης« οι
Βούλγαροι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και επιδόθηκαν σε συστηματικό
εκβουλγαρισμό της περιοχής. Συνεργάστηκαν με τους Τούρκους σε βάρος των
Ελλήνων».
Στην Ανατολική Μακεδονία κατά τον Ά
Παγκόσμιο πόλεμο «α) 30.000 άνθρωποι πέθαναν, β) 42.000 άνθρωποι
απήχθησαν από τους Βουλγάρους, γ) 12.000 άνθρωποι πήγαν οικειοθελώς στη
Βουλγαρία για να μην πεθάνουν από την πείνα και δ) 12.000 άνθρωποι
πέθαναν στην Βουλγαρία από την πείνα και τις στερήσεις».
Το χωριό της Φτέρης δεν γλίτωσε από τα
χέρια των Βουλγάρων και αρχάς Σεπτεμβρίου του 1916 δέχθηκε την επίθεσή
των. Την στιγμή της κατάληψης το χωριό αριθμούσε 100 κατοίκους.
Οι θάνατοι των εξορίστων στην Βουλγαρία
ανέρχονται στους 35, ενώ ακόμη 35 εξόριστοι στην Βουλγαρία μπόρεσαν να
επιστρέψουν. Τα κατεστραμμένα σπίτια του χωριού ανέρχονται στα 40, ενώ
αναφέρεται πως άρπαξαν ακόμη και όλες τις ζωοτροφές.
Ο επονομαζόμενος Κων/νος Κυριακός, που
γεννήθηκε στα Λακκοβήκια, γιατρός στο επάγγελμα, είχε ιδιοκτησίες στο
χωριό της Φτέρης και μελλίσια. Γύρω στα τέλη Φεβρουαρίου με αρχές
Μαρτίου του 1919, αφού έδωσε όρκο, έκανε την ακόλουθη κατάθεση μπροστά
στην επιτροπή που έπαιρνε συνεντεύξεις για τις θηριωδίες κατά την
Βουλγαρική κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία. «Ένα μήνα μετά την
βουλγαρική κατάληψη, έφτασε εδώ το 158ο Σύνταγμα του Τουρκικού Πεζικού,
διοικούμενο από τον συνταγματάρχη Μαχμούτ Νεντίν Μπέη, που στρατοπέδευσε
στο χωριό Μπόμπλιανη. Οι στρατιώτες διέπραξαν κάθε είδους λεηλασίες εις
βάρος των κατοίκων, κατέστρεψαν όλα τα χριστιανικά σπίτια. Βούλγαροι
και Τούρκοι αξιωματικοί έμπαιναν στα σπίτια των Ελλήνων χωρικών της
Φτέρης και δια της βίας αποσπούσαν χρήματα, προμήθειες, εργαλεία από
χαλκό κ.α. Κατόπιν τους υποχρέωναν δια της βίας να εγκαταλείψουν τα
σπίτια τους και να καταφύγουν στο Πράβι. Ακολούθως οι άνδρες εξορίστηκαν
στη Βουλγαρία και οι γυναίκες και τα παιδιά έμειναν μόνοι στο Πράβι». Ο
«Ά παγκόσμιος πόλεμος έληξε με την ανακωχή που είχε υπογράψει η
Γερμανία το Νοέμβριο του 1918».
Το μόνο που έμεινε όρθιο στο χωριό ήταν η
Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, απομεινάρι του Ά Παγκοσμίου πολέμου για να
θυμίζει ότι υπήρχε σε αυτό το χώρο κάποτε ένα Ελληνικό χωριό που το
λέγαν Φτέρη. Αλλά και αυτή η Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου δυστυχώς το
1938 κάηκε από απροσεξία ασυνείδητων κυνηγών, που μια παγερή νύχτα
άναψαν φωτιά πάνω στο γυναικωνίτη, αφού έστρωσαν μερικές λαμαρίνες πάνω
στα σανίδια της πατωσιάς, τους πήρε ο ύπνος και η Εκκλησία λαμπάδιασε
όλη και κάηκαν τα πάντα. Το μόνο που σώθηκε είναι ένα θαυμάσιο
Ευαγγέλιο εκδόσεως Βενετίας του προπερασμένου αιώνα που βρίσκεται σήμερα
στην Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου.
Πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε, αυτοί που αναστάτωναν
τους κατοίκους της περιοχής μας ησύχασαν, σταμάτησαν πια να ακούγονται
οι εκκωφαντικοί κρότοι των πολεμικών όπλων και απλώθηκε η ειρήνη. Οι
κάτοικοι των γειτονικών χωριών άφοβα πια επισκέπτονταν τη Φτέρη και
έβλεπαν με δάκρυα στα μάτια την καμμένη Εκκλησιά. Έτσι αποφάσισαν γύρω
στα 1958 να ξανακτίσουν την καμμένη Εκκλησιά για να μπορούν άνετα σε
αυτόν τον ευλογημένο τόπο να εκπληρώνουν το χρέος της προσευχής. Έτσι
από τότε κάθε χρόνο του Αγίου Γεωργίου γίνεται λαμπρή πανήγυρις.