Το πανέμορφο βουνό του Ελικώνα διάλεξαν για κατοικία τους οι Ελικωνιάδες, οι νύμφες στην αρχή και οι θεότητες μετέπειτα της μουσικής, της ποίησης και της πνευματικής δημιουργίας. Τραγουδούσαν και χόρευαν γύρω από τις πηγές του, τα ρυάκια του, τις βαθυπράσινες κοιλάδες του, τις ψηλές γκριζογάλανες βουνοκορφές του.
Το βουνό αυτό σήμερα καθαγιάζεται από μια σειρά μοναστηριών, που ζωογονούν τον προσκυνητή, τον ξεκουράζουν από την βιοπάλη και την καθημερινή χίμαιρα και τον κάνουν να πλησιάζει περισσότερο προς τον ουράνιο Δημιουργό και να σιγοψιθυρίσει: «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας» (Ψαλμ. 91, 5).
Γύρω-γύρω στον Ελικώνα ένα πλήθος από διαμαντένια πετράδια μοναστηριών στολίζουν το θεοκόσμητο στέμμα του. Η Ευαγγελίστρια στο Ζαγαρά, η Μακαριώτισσα στη Δομβραίνα, ο όσιος Σεραφείμ και οι Ταξιάρχες στον Πρόδρομο, ο άγιος Νικόλαος ο Νέος στην κοιλάδα των Μουσών, η αγία Παρασκευή στην Κορώνεια και ο άγιος Νικόλαος ο Νέος στον Υψηλάντη. Τα μοναστήρια αυτά όχι μόνο στολίζουν τον Ελικώνα, αλλά και τον καθιστούν πνευματικό κέντρο, εργαστήριο καρδιακής αδιάλειπτης προσευχής, θεϊκής επιγνώσεως και αρετής. Οι ψυχές των προσκυνητών ανασαλεύουν, δονούνται από την χάρη που σ' αυτά κατοικεί και τα πνεύματά τους συναντούν στις ουράνιες επάλξεις τους αγίους μας, στα ονόματα των οποίων είναι αφιερωμένα τα μοναστήρια του ευλογημένου αυτού βουνού.
Το μοναστήρι του αγίου Νικολάου του Νέου στον Υψηλάντη κτισμένο σ' ένα ουράνιο εξώστη, δεσπόζει στο άλλοτε στενό της Πέτρας, που σχηματιζόταν ανάμεσα στο Τιλφούσιο όρος και τη λίμνη της Κωπαΐδας. Μοιάζει με λευκή πινελιά στα καταπράσινα ψηλώματα του ιερού βουνού του Ελικώνα. Μοιάζει με φωλιά που έκτισαν φιλέρημα στρουθία, γλυκύλαλα αηδόνια των μεγαλείων του Θεού, στ' απόμερα και δυσπροσπέλαστα μέρη, στα οποία μόνα τους εκτελούν τη θεϊκή τους συμφωνία και αντί για χειροκρότημα δέχονται την ευαρέσκεια των αιωνόβιων δένδρων με το ευχαριστιακό θρόϊσμα των φύλλων τους.
Το πανέμορφο μοναστήρι του άϊ-Νικόλα στου Βρασταμίτες - παλαιά ονομασία του χωριού Υψηλάντης - βρίσκεται σκαρφαλωμένο στο βουνό κάπου τέσσερα χιλιόμετρα ψηλότερα απ' αυτό με δρόμο αρκετά φιδογυριστό. Ένας άλλος δρόμος ανεβαίνει στο μοναστήρι από το διπλανό χωριό, το Σωληνάρι. Η θέα από το μοναστήρι είναι μοναδική. Ο κάμπος, σήμερα της Κωπαΐδας, ξετυλίγεται σαν ιερό ειλητάριο μπρός στα μάτια μας. Ο γιγαντόσωμος βράχος που καλύπτει τη μεγάλη μοναστηριακή αυλή, τά άφθονα νερά που αναβλύζουν από τα σπλάχνα του και τα πανύψηλα πλατάνια που το σκιάζουν δημιουργούν μια παραδεισένια ατμόσφαιρα.
Η κτιριακή δομή του μοναστηριού θυμίζει τα περισσότερα ελληνικά ορθόδοξα μοναστήρια με το Καθολικό στο κέντρο τους και τριγύρω τα κελλιά, οι ξενώνες, τα εργαστήρια και οι βοηθητικοί χώροι. Αυτά που μοιάζουν με κάστρα απομονωμένα από τον έξω κόσμο, γι' αυτό και ονομάζονται «μάνδρες». Το μοναστήρι του άϊ-Νικόλα αποτελείται από το γραφικό Καθολικό του και λίγα δίπλα του κελλιά. Οι ξενώνες, κτίσματα σύγχρονα, βρίσκονται λίγο μακρύτερα, πριν την είσοδο των προσκυνητών στο μοναστήρι. Οι πολύχρωμες γλάστρες με τα πανέμορφα, ποικιλόχρωμα και ευωδιαστά άνθη, η γραφική γωνιά του «Εσταυρωμένου Ιησού» οι καλοσκαμμένες και περιποιημένες αλτάνες με την προσεγμένη βλάστηση δείχνουν μια αρχοντιά και προκαλούν αισθήματα θαυμασμού κα ψυχικής αναπαύσεως.
Το Καθολικό ανήκει στον τύπο του τετρακιόνιου εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλλο ναού του σύνθετου τύπου, χωρίς νάρθηκα, ενώ οι ασβεστωμένες όψεις των τοίχων ακανόνιστη αργολιθοδομή, χωρίς κεραμοπλαστικά αλλά με σποράδην τούβλα. (Ιορδάνης Δημακόπουλος, Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία, Τρίτο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, σελίδες 21-22, Αθήνα 1983). Να σημειώσουμε εδώ ότι από το 1967 το Καθολικό έχει ανακαινισθεί με επένδυση πέτρας. Η διαμόρφωση της δυτικής πλευράς είναι σαφές ότι ανήκει στην Τουρκοκρατία (χαμηλό, τοξωτό άνοιγμα εισόδου, με το ημικύκλιο σε υποχώρηση και κοχλιάριο με παράσταση του Αγίου). Στην Τουρκοκρατία ανήκουν, πιθανότατα, και οι κτισμένοι με τούβλα κίονες του εσωτερικού, με γοτθικές πέτρινες βάσεις του 13ου -14ου αιώνος, σε δεύτερη χρήση, και του τέλους του 18ου ή των αρχών του 19ου αιώνος πρέπει να είναι και οι λαϊκές τοιχογραφίες του κτιστού τέμπλου.
Αντίθετα ασυνήθιστα υψηλές για μνημείο της Τουρκοκρατίας είναι οι τρίπλευρες εξωτερικά κόγχες του Ιερού. Η μορφή των πλίνθινων δίλοβων παραθύρων, σε δύο απ' αυτές, που εγγράφονται μέσα σε τοξωτά πλαίσια, απαντάται όμως και σε μνημεία της Τουρκοκρατίας, ενώ τα πλάγια τεταρτοκυκλικά πτερύγια του δίλοβου παραθύρου της βόρειας κεραίας θυμίζει πολύ παλαιότερα μνημεία της περιόδου 11ου έως 15ου αιώνος.
Εκείνο όμως που δείχνει ιδιαίτερη σπουδαιότητα στο μνημείο είναι 12 κομμάτια αρχιτεκτονικών γλυπτών από τους πεσσίσκους, το επιστύλιο και, πιθανόν, τον κοσμήτη μεσοβυζαντινού τέμπλου, που έχουν χρησιμοποιηθεί στις ποδιές των παραθύρων του Ιερού, στα ανώφλια των δύο μικρών, χαμηλών παραθύρων της βόρειας και νότιας κεραίας και στη διαμόρφωση δύο μεγάλων σταυρών στους άξονες των ίδιων κεραιών, καθώς και γλυπτός σταυρός με εντοιχισμένη πώρινη πλάκα. Τρία από τα αρχιτεκτονικά γλυπτά έχουν θεωρηθεί από τον Megaw παρόμοια των γλυπτών του τέμπλου της Σκριπούς, ενώ ο σταυρός είναι ανάλογος με εκείνους του μετώπου των σαρκοφάγων στο Δερβενοσάλεσι και ανάγονται, πιθανότατα, στις τελευταίες δεκαετίες του 9ου αιώνος. (Π.Βοκοτόπουλος, Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική στη Δυτική Στερεά Ελλάδα και την Ήπειρο, σελίδες 189-190).
Το θεματολόγιο στα αρχιτεκτονικά γλυπτά περιλαμβάνει, στις κύριες όψεις, σειρές επτάφυλλων, στυλιζαρισμένων ανθεμίων, μέσα σε κύκλους, με ανά αποστάσεις σταυρούς, ενώ αστράγαλοι διατρέχουν τις ακμές των πεσσίσκων και των επιστυλίων.
Το σχέδιο και η εκτέλεση στα ανθέμια είναι εντελώς όμοια με τη διακόσμηση κιωνόκρανου, σε δεύτερη χρήση, σε κιονίσκο δίλοβου παραθύρου στον Άγιο Νικόλαο στα Κανάλια Μαγνησίας, μνημείου του 12ου ή των αρχών του 13ου αιώνος, κατά τον Ν. Νικονάνο. Συμπεραίνεται ότι τμήματα του μνημείου ανήκουν, πιθανότατα, στη μεσοβυζαντινή περίοδο.
Στο μικρό, αλλά ιστορικό Καθολικό οι γλυκές, λαϊκής τέχνης μορφές των αγίων μάς υποδέχονται, για να μας χαρίσουν λίγο από την ουράνιο γαλήνη που αυτοί απολαμβάνουν και για τη δωρεά της σε μάς που διαρκώς ικετεύουν τον ειρήναρχο Κύριό μας.
Η παράδοση, που συμφωνεί με την ιστορική ανάλυση των αρχαιολόγων που αναφέραμε, θέλει μοναστήρι να κτίστηκε από τον ένδοξο αυτοκράτορα του Βυζαντίου Βασίλειο Β/ το Βουλγαροκτόνο (963-1025) και τον ένδοξο στρατηγό του Νικηφόρο Ουρανό. Σε τούτο συνηγορούν, όπως είπαμε, και τα εντοιχισμένα γλυπτά πάνω από τις θύρες και τα παράθυρα του Καθολικού, που μοιάζουν με εκείνα της Παναγίας στη Σκριπού, η οποία κτίστηκε εξακριβωμένα στα 874 μ.Χ.
Ο Θύμιος Δάλκας στο βιβλίο του: «Λειβαδιά, ιστορικοί περίπατοι» (σελίς 155, Αθήνα 1982) σημειώνει ότι αν αυτά διαβαστούν όπως εκείνος νομίζει, δηλαδή, «Μνήσθητι Κύριε την ψυχή της δούλης σου Μορφίας» και άν τα τέσσερα γράμματα στο τέλος της δεύτερης σειράς εκληφθούν σαν χρονολογία από κτίσεως κόσμου θα σημαίνουν! 6476-5508 ίσον 966μ.Χ. Έτσι μας επιτρέπεται να συμπεράνουμε ότι το μοναστήρι βρισκόταν σε λειτουργία τον δέκατο αιώνα. Αν το σκεπτικό αυτό είναι σωστό τότε η μονή αυτή του αγίου Νικολάου είναι παλαιότερη της φερωνύμου του αγίου μονής των Καμπιών, η οποία χρονολογείται από τον ενδέκατο αιώνα. Μεγάλο τότε το ενδιαφέρον παρουσιάζει η ταχύτατη εξάπλωση της μνήμης του οσιομάρτυρος Νικολάου στον ελλαδικό χώρο, αφού ο ένδοξος αυτός διοικητής της Λαρίσης μαρτύρησε στα Βούναινα το 902 μ.Χ. Έτσι το μοναστήρι του Υψηλάντη αποτελεί την αρχαιότερη έκφραση διαδόσεως της μνήμης του Αγίου Νικολάου του Νέου και ακολουθεί το μη υπάρχον σήμερα ψηφιδωτό του αγίου στο μοναστήρι του οσίου Λουκά, των αρχών του ενδεκάτου αιώνος.(Robert Schultz and Sidney Barsley, The monastery Saint Luke of Stiris in Phokis and the dependent monastery of Saint Nikolas in the fields near Skripou in Beoetia, σελίς 61, London 1901).
Ο άγιος Νικόλαος ο νέος εικονίζεται έφιππος τόσο σε τοιχογραφία του τέμπλου όσο και του υπέρθυρου της κεντρικής εισόδου του Καθολικού.
Στην καμαρωτή πέτρα της κεφαλής της εξώπορτας της μονής υπάρχει μιά πολύ μεταγενέστερη χρονολογία με έτος 1820, που πιθανόν πρόκειται για χρονολογία επισκευής της μονής.
Το μεγαλύτερο όμως γεγονός στην ιστορία του μοναστηριού αποτελεί η υπογραφή στα κελλιά του της λευτεριάς της Ρούμελης στις 14 Σεπτεμβρίου 1829. Την ημέρα αυτή οι πασάδες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας Οτζάκ και Ασλάμπεης ταπεινωμένοι από τη στρατηγική ικανότητα του Δημήτρη Υψηλάντη και την παλληκαριά των Βοιωτών και λοιπών αγωνιστών αναγκάστηκαν να δώσουν εγγράφως τη λευτεριά της Ρούμελης. Το σημαντικό αυτό γεγονός έλαβε χώρα εδώ, στο μοναστήρι του άϊ-Νικόλα, στο οποίο είχε στήσει το στρατηγείο του ο Υψηλάντης, ο οποίος μετά τη θριαμβευτική μάχη της Πέτρας ανέτρεψε τα σχέδια των Οθωμανών και τους υποχρέωσε να πουν το ναί στην ελεύθερη Ρούμελη.
Το μοναστήρι στις μέρες μας ήταν εγκαταλειμένο ως το 1967, τότε που μοναχικές υπάρξεις ξεκίνησαν πάλι το αγώνα τους για πνευματική τελείωση με τη συμπαράσταση και ευλογία του οσιομάρτυρος Νικολάου.
Σήμερα η μικρή γυναικεία αδελφότητα με την ακάματη ηγουμένη της, τη Γερόντισσα Θεοφυλάκτη, φυλάσσει Θερμοπύλες και πασχίζει για τη σωτηρία της και την ανακούφιση των ευλαβών της μονής προσκυνητών. Αυτών που ελκύει η χάρη του θαυματουργού αγίου και που μένουν εκστατικοί μπρός στο μεγαλείο τού τόπου με τα χιλιόχρονα πλατάνια, τα κρυστάλλινα τρεχούμενα νερά και την απόλαυση της θέας του πλουμιστού Κωπαϊδικού χαλιού στρωμένου ανάμεσα στις βουνοκορφές των Βοιωτικών ορών.
Από το βιβλίο:
Ο ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Ο ΝΕΟΣ Ο ΕΝ ΒΟΥΝΕΝΟΙΣ ΚΑΙ Η ΦΕΡΩΝΥΜΟΣ ΑΥΤΟΥ ΜΟΝΗ ΕΝ ΥΨΗΛΑΝΤΗ ΒΟΙΩΤΙΑΣ
Βίος, Ακολουθία,
του Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια
Μεγάλου Υμνογράφου της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας
ΑΘΗΝΑ 2006
(Εκδίδεται προνοία και αναλώμασι Γεροντίσσης Θεοφυλάκτης, Καθηγουμένης)