Ὅσα
ἀναφέρονται γιὰ τὸν Ἅγιο αὐτὸν στοὺς περισσότερους Συναξαριστές,
ἀνήκουν στὴ σφαίρα τῆς φαντασίας καὶ μόνο. Τὸν πατέρα του Εὐσέβιο καὶ
τὴν μητέρα τοῦ Θεοδούλη, ἀπὸ τὴν Σεβάστεια τῆς Παλαιστίνης, τοὺς θέλουν
ἐπὶ Μαξιμιανοῦ (286 – 305) νὰ πεθαίνουν στὴ φυλακή, ἐνῶ γνωρίζουμε ὅτι
τὰ χρόνια τῆς πατριαρχίας τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ ἦταν ἀπὸ τὸ 632 μέχρι τὸ 634.
Ὁ
Ἅγιος Μόδεστος, ἀνακαίνισε τὰ ἱερὰ προσκυνήματα, ποὺ καταστράφηκαν ἀπὸ
τοὺς Πέρσες καὶ ζήτησε τὴν συνδρομὴ τῶν χριστιανῶν ἀπὸ τὴν Ἀνατολή.
Ὀσιακὰ ἀφοῦ ἔζησε καὶ ἀφοῦ ἔκανε πολλὰ γιὰ τοὺς Ἁγίους τόπους, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείων ἔργων σου, τῇ ἐπιδείξει, πᾶσαν εὔφρανας, Σιὼν τὴν θείαν, τῶν Ἀποστόλων πλουτήσας τὴν ἔλλαμψιν, καὶ τῷ Σωτήρι ὁσίως ἱέρευσας, ἱεραρχίᾳ καὶ βίου λαμπρότητι. Πάτερ Μόδεστε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Θείων ἔργων σου, τῇ ἐπιδείξει, πᾶσαν εὔφρανας, Σιὼν τὴν θείαν, τῶν Ἀποστόλων πλουτήσας τὴν ἔλλαμψιν, καὶ τῷ Σωτήρι ὁσίως ἱέρευσας, ἱεραρχίᾳ καὶ βίου λαμπρότητι. Πάτερ Μόδεστε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἱεράρχης ὅσιος Πάτερ ἐδείχθεης, ἐν Σιὼν ὡς ἄγγελος, ἱερατεύσας τῷ Χριστῷ· διὸ ἀξίως δεδόξασαι, Πατριαρχῶν ἐγκαλλώπισμα Μόδεστε.
Ἱεράρχης ὅσιος Πάτερ ἐδείχθεης, ἐν Σιὼν ὡς ἄγγελος, ἱερατεύσας τῷ Χριστῷ· διὸ ἀξίως δεδόξασαι, Πατριαρχῶν ἐγκαλλώπισμα Μόδεστε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας ἄστρον λαμπρόν, καὶ Σιὼν τῆς θείας, ὁ κοσμήτωρ ὁ ἱερός· χαίροις Ἱεράρχα, Μόδεστε θεοφόρε, ἡμῶν πρὸς τὸν Δεσπότην, πρέσβυς θερμότατος.
Χαίροις Ἐκκλησίας ἄστρον λαμπρόν, καὶ Σιὼν τῆς θείας, ὁ κοσμήτωρ ὁ ἱερός· χαίροις Ἱεράρχα, Μόδεστε θεοφόρε, ἡμῶν πρὸς τὸν Δεσπότην, πρέσβυς θερμότατος.
Σήμερα
ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη τῆς Ἁγίας καὶ θαυματουργὴς Θεοφανούς.
Ἦταν σύζυγος τοῦ βασιλιὰ Λέοντα τοῦ ἐπονομαζόμενου Σοφοῦ.
Ἡ
Θεοφανώ, καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανὴ οἰκογένεια τῆς Ἀνατολῆς, καὶ κατοικοῦσε
στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀναδείχθηκε βασίλισσα καὶ παρ’ ὅλα τὰ μεγαλεία
καὶ τὸν πλοῦτο ποὺ τὴν πλαισίωνε, διατήρησε τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν
μετριοφροσύνη ποὺ τὴν χαρακτήριζε πρίν. Προτιμοῦσε νὰ εἶναι ἁπλὰ
ντυμένη καὶ νὰ βρίσκεται δίπλα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὴν χρειαζόντουσαν.
Γι’ αὐτὸ ντυνόταν ἁπλὰ γιὰ νὰ μὴν ἀναγνωρίζεται καὶ μὲ τὴν συνοδεία δύο
ἔμπιστων ὑπηρετριῶν της, γύρναγε στὰ σπίτια τῶν φτωχῶν καὶ
κατατρεγμένων καὶ πρόσφερε τὴν βοήθειά της.
Ἦταν
τόση ἡ πίστη της, ποὺ ἀξιώθηκε νὰ θαυματουργήσει. Ὅταν ἐγκατέλειπε ἡ
ἰατρικὴ ἐπιστήμη κάποιον ἀσθενή, διότι δὲν μποροῦσε νὰ τὸν θεραπεύσει,
τοῦ ἐπανέφερε τὴν ὑγεία του ἡ Ἁγία μὲ τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς της. Παρ’ ὅλο
τὶς πίκρες ποὺ δέχθηκε στὴν ζωή της ἡ Ἁγία Θεοφανὼ ὑμνοῦσε τὸν Κύριο
μὲ μία ἄσβεστη φλόγα.
Ἀναπαύθηκε ἐν εἰρήνῃ καὶ τὸ ἅγιο λείψανό της βρίσκεται στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως.
Ἀναπαύθηκε ἐν εἰρήνῃ καὶ τὸ ἅγιο λείψανό της βρίσκεται στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Προελομένη τὰ οὐράνια πόθῳ, Θεοφανὼ τὴν βιοτὴν διεξῆλθες, ἀγγελικῶς ἐν γῇ περιπολεύουσα· ὅθεν κατηξίωσαι, οὐρανίων χαρίτων, σὺν Ἀγγέλων τάξεσι, καὶ Ἁγίων χορείαις, παρισταμένη τῷ Παμβασιλεῖ· ὃν ἐκδυσώπει, εὑρεῖν ἡμᾶς ἔλεος.
Προελομένη τὰ οὐράνια πόθῳ, Θεοφανὼ τὴν βιοτὴν διεξῆλθες, ἀγγελικῶς ἐν γῇ περιπολεύουσα· ὅθεν κατηξίωσαι, οὐρανίων χαρίτων, σὺν Ἀγγέλων τάξεσι, καὶ Ἁγίων χορείαις, παρισταμένη τῷ Παμβασιλεῖ· ὃν ἐκδυσώπει, εὑρεῖν ἡμᾶς ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὴν ἐν τῷ μέσῳ ἀνακτόρων ἀναλάμψασαν
Ὡς ἐν ἐρήμῳ ἁγιότητος ταῖς λάμψεσιν,
Ὡς θεόφρονα τιμήσωμεν βασιλίδα·
Βασιλείαν γὰρ λιποῦσαι τὴν ἐπίγειον
Τὴν οὐράνιον ἐνθέως ἐκληρώσατο·
Χαίροις λέγοντες, Θεοφανὼ παμμακάριστε.
Χαίροις λέγοντες, Θεοφανὼ παμμακάριστε.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς θεοφανείας τῆς μυστικῆς, τὴν βουλὴν πληροῦσα, ὡς βασίλισσα νουνεχής, τῆς ὑπερκοσμίου, ἐπέβης βασιλείας, Θεοφανὼ Ὁσία ἀξιοθαύμαστε.
Τῆς θεοφανείας τῆς μυστικῆς, τὴν βουλὴν πληροῦσα, ὡς βασίλισσα νουνεχής, τῆς ὑπερκοσμίου, ἐπέβης βασιλείας, Θεοφανὼ Ὁσία ἀξιοθαύμαστε.