|
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ
ΙΑΚΩΒΟΣ Β’
Πρὸς
Τὸ χριστεπώνυμον πλήρωμα τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
«Ἀδελφοὶ μου ἐν Κυρίῳ ἀγαπητοί» (Ἰακ. α’ 16)
«Τὰ σύμπαντα σήμερον χαρᾶς πληροῦνται, Χριστὸς ἐτέχθη ἐκ
τῆς Παρθένου».
Μὲ αἰσθήματα χαρᾶς καὶ πνευματικῆς εὐφροσύνης σύμπασα
σήμερα ἡ κτίση πανυγηρίζει τὸ μοναδικό, ἀλλὰ καὶ συνάμα κσμοσωτήριο
γεγονὸς τῆς γεννήσεως τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Μέγα τὸ θαῦμα! Ἀνέκφραστο
τὸ μυστήριο! Ἄπειρη ἡ συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ! «Ὁ Οὐρανὸς καὶ ἡ Γῆ σήμερον ἠνώθησαν
τεχθέντος τοῦ Χριστοῦ. Σήμερον Θεὸς ἐπὶ τῆς γῆς παραγέγονε καὶ ἄνθρωπος εἰς οὐρανοὺς
ἀναβέβηκε», ψάλλει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία.
Καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος θαυμάζοντας τὸ γεγονὸς τῆς
Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, θέτει στὸ στόμα τῆς Παναγίας μας τὰ ἀκόλουθα
λόγια: «Πῶς νὰ Σὲ ὀνομάσω ἐγώ, θαυμαστό μου Βρέφος; Τὶ θνητὸ ὄνομα νὰ δώσω
στὸν καρπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Νὰ Σοῦ προσφέρω θυμίαμα ἢ γάλα; Ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ
τὶς μητρικές μου φροντίδες, ἢ νὰ πέσω στὰ πόδια Σου καὶ νὰ Σὲ λατρεύω; Τὶ ἀνεξήγητη
ἀντίθεση; Ὁ οὐρανὸς εἶναι ὁ θρόνος Σου κι ἐγὼ Σὲ τοποθέτησα στὰ γόνατά μου. Σὲ
βλέπω στὴ γῆ κι ὅμως δὲν ἄφησες τὸν οὐρανό. Ὁ οὐρανὸς εἶναι ἐκεῖ, ὅπου
βρίσκεσαι Ἐσύ». Καὶ ὁ Ἅγιος τοῦ Θεοῦ καταλήγει ὅτι τὸ μυστικὸ ποὺ πέτυχε τὴν
ἕνωση τόσων ἀντιθέτων πραγμάτων εἶναι ἡ Ταπείνωση!
Ἀπὸ ταπείνωση ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος!
Ἀπὸ τὴν ταπείνωση Του ἡ γῆ ἔγινε οὐρανός!
Δὲν ἀνέβηκε ὁ ἄνθρωπος στὸν οὐρανό. Κατέβηκε ὁ Θεὸς στὴ
γῆ.
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ὑπέρτατη
πράξη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση, γιὰ νὰ
τὴ θεραπεύσει. «Ἐπτώχευσεν πλούσιος ὤν, ἵνα ἡμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ
πλουτίσω-μεν» (Β’ Κορ. η’ 9). «Ἐκένωσεν ἑαυτὸν μορφὴν δούλου λαβών» (Φιλ. β’
7), «ἵνα ἡμᾶς ὑπερυψώσῃ». Ἡ κάθοδος τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ κατέστησε δυνατὴ τὴν ἄνοδο
τοῦ ἀνθρώπου στὸν οὐρανό.
Ἀλλὰ ὅμως, ὁ ἄνθρωπος ξεχνιέται καὶ χάνει τὴν πορεία
του, διαγράφει ἀπὸ τὴ ζωή του τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀκολουθεῖ τὸ δικό του
θέλημα, ἀρνεῖται τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ συνέπειες γι᾿ αὐτὸν εἶναι τραγικές. Ὁ
φόβος, ὁ πόνος, ἡ ἀγωνία καὶ ὁ θάνατος εἶναι καθημερινά του βιώματα. Ὁ
συνάνθρωπος δὲν εἶναι ὁ ἀδελφός, ἀλλὰ ὁ ἀνταγωνιστὴς καὶ ὁ ἐχθρός. Τὸ «ΕΓΩ» ἀπολυτοποιεῖται
καὶ κάθε ἄλλη ἀξία διαγράφεται. Τὸ συμφέρον θεοποιεῖται καὶ ταυτίζεται μὲ τὸν ἀνθρώπινο
προορισμὸ καὶ γενικὰ ὁ ἄνθρωπος γίνεται ξένος πρὸς τὴ χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη.
Τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὅμως, μᾶς τὸ ξεκαθαρίζει, πῶς «οὐκ
ἔστιν, ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία» (Πραξ. δ’ 12) παρὰ μόνο στὸν Σωτῆρα
Χριστό, ποὺ γεννήθηκε ὡς ταπεινὸ Βρέφος στὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, καὶ ὅσοι τὸν
δέχθηκαν «ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (Ἰωάν. α’ 12).
Ἑπομένως, ἂν πράγματι θέλουμε τὴ χαρά, τὴν εἰρήνη,
τὴν ἀγάπη καὶ γενικὰ τὴ λύση ὅλων τῶν μεγάλων κοινωνικῶν καὶ τραγικῶν προβλημάτων
μας, δὲν ἔχουμε παρὰ ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄρχοντες καὶ λαός, καὶ μάλιστα οἱ
νέοι μας, ἀφοῦ παραμερίσουμε τὶς ἐγωιστικές μας διαθέσεις, νὰ σπεύσουμε στὸ
σπήλαιο τῆς Βηθλεὲμ καὶ ἐκεῖ μὲ πίστη, ἁπλότητα, ταπείνωση καὶ μετάνοια νὰ
προσκυνήσουμε τὸ Θεῖο Βρέφος καὶ νὰ Τοῦ ἐναποθέσουμε τὸν ἑαυτό μας, καὶ τότε θὰ
πάψουν οἱ πάσης φύσεως ταλαιπωρίες μας καὶ θὰ αἰσθανθοῦμε καὶ ἐμεῖς, ὅπως οἱ
ταπεινοὶ ποιμένες τῆς Βηθλεέμ, «χαρὰν μεγάλην».
Ἂς ἑτοιμάσουμε καὶ ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, τὴ φάτνη τῆς
καρδιᾶς μας, γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν Κύριό μας ὡς Σωτῆρα καὶ Λυτρωτή μας, ἂς τὸν
δοξολογήσουμε μὲ ὕμνους καὶ ὠδὲς πνευματικὲς καὶ ἂς τὸν ἱκετεύσουμε νὰ μᾶς
διατηρήσει ὅλους, καὶ ἰδιαιτέρως τοὺς νέους μας, ἀσάλευτους στὴν ὀρθόδοξη εὐαγγελικὴ
πίστη μας καὶ ζωή, ὥστε μαζὶ μὲ «ὅσους πεινοῦν καὶ διψοῦν τὴ δικαιοσύνη Του»,
ὅπως χαρακτηριστικὰ γράφει ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, νὰ ἀπευθύνουμε καὶ ἐμεῖς
«μὲ πνευματικὴ ἔξαρση καὶ ἄπειρη χαρὰ πρὸς ὅλα τὰ ὄντα καὶ ὅλη τὴν κτίση τὸν
Χριστουγεννιάτικο χαιρετισμὸ “Χριστὸς ἐτέχθη”, ἐνῶ ἀπὸ τὰ βάθη τῶν ὄντων καὶ τῆς
κτίσης θὰ ἀντηχεῖ συγκινητικὴ ἡ ἀπάντηση ”Ἀληθῶς ἐτέχθη”».
Διάπυρος πρὸς Χριστὸν Νηπιάσαντα
Εὐχέτης Ὑμῶν
Ὁ
Μητροπολίτης
ΙΑΚΩΒΟΣ Β’