Τέκνα μου ἀγαπητά καί περιπόθητα,
Ὁ καινούργιος χρόνος εἶναι μιά περιοδική πρόκληση πού μᾶς ἀναγκάζει νά βγοῦμε γιά λίγο ἀπό τόν καθημερινό λήθαργο καί νά σκεφθοῦμε τήν παροδικότητά μας. Παροδικότητα σημαίνει, πολύ ἁπλά, τό ὅτι βρισκόμαστε σέ μιά τεράστια «αἴθουσα ἀναμονῆς», περιμένοντας τό τραῖνο νά περάσει. Κι ἐνῶ οὔτε τό ἴδιο τραῖνο παίρνουμε ὅλοι, οὔτε συγχρόνως φεύγουμε, ἐν τούτοις αὐτό τό γεγονός μᾶς ἑνώνει βαθύτερα ἴσως ἀπό κάθε ἄλλη συγγένεια.
Αὐτή ἡ κατά κόσμον παροδικότητά μας δέν εἶναι ἐλάτωμα τῆς φύσεως, οὔτε ἀστοργία τοῦ Κτίστου. Εἶναι, σέ τελική ἀνάλυση προνόμιο εὐεργετικό. Γιατί, εἶμαι θνητός σημαίνει : δέν εἶμαι δεμένος οὔτε στάσιμος σέ τοῦτο τόν κόσμο, ἀλλά διερχόμενος. Ὁ διερχόμενος ὅμως ἔχει ἐλευθερία κινήσεων, ἔχει δυνατότητες ἐκλογῆς, ἔχει πλοῦτο παραστάσεων καί βιωμάτων. Ὁ διερχόμενος ἔχει, πρό πάντων, προορισμό καί τέλος πρός τό ὁποῖο κατευθύνεται, πορευόμενος. Ὅλες λοιπόν αὐτές οἱ ἱερές ἔννοιες : προορισμός, ἀποστολή, σκοπός, πορεία, τέλος, εἶναι ἄρρηκτα δεμένες μέ τήν παροδικότητά μας.
Ἄν δέν ἤμασταν παροδικοί, δέν θά εἴχαμε δυναμική πορεία, ἀλλά μόνο τήν τυφλή ἀνακύκληση τοῦ ἀλόγου στό μαγγανοπήγαδο! Ἄν δέν ἤμασταν διερχόμενοι, δέν θά ὁδεύαμε πρός τό τέλος. Θά ἤμασταν στάσιμοι, θά ἤμασταν καθηλωμένοι. Κι ὅποιος δέν πορεύεται πρός τό τέλος δέν τελειοῦται ποτέ. Δέν ὁλοκληρώνεται.
Ἄν δοῦμε ἀπό αὐτή τήν ὀπτική γωνία τά πράγματα, ἀσφαλῶς θά άναθεωρήσουμε κάποιες ἐσφαλμένες ἐκτιμήσεις, ἰδιαιτέρως σήμερα πού ἡ ζωή χειμάζεται ἀπό τήν ἀπληστία καί τήν ἀναλγησία. Καί θά διορθώσουμε μερικές πολύ διαδεδομένες ἁπλοϊκότητες, πού δέν μαρτυροῦν μονάχα ρηχότητα καί ἐπιπολαιότητα, ἀλλά συγχρόνως ὁλιγοπιστία καί ἀσυγχώρητη ἀφέλεια. Τόν χρόνο τόν θεωροῦμε μοῖρα τοῦ θνητοῦ ἀνθρώπου, καί τήν αἰωνιώτητα προνόμιο τοῦ ἄχρονου Θεοῦ. Ὅμως τά πράγματα δέν εἶναι τόσο ἁπλά, οὔτε μονοσήμαντα. Ὁ κόσμος καί ὁ ἄνθρωπος ἐκτίσθηκαν μέσα στό χρόνο καί λειτουργοῦν μέσα στό χρόνο, ἀλλά ὁ προορισμός των εἶναι ὑπέρχρονος. Ὁ δέ ἄχρονος καί αἰώνιος Θεός εἶναι βέβαια ἔξω ἀπό τούς περιορισμούς τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου, ὅμως γεμίζει μέ τήν πανταχοῦ παρουσία Του τό κάθε μόριο τῆς δημιουργίας καί τήν πιό ἐλάχιστη χρονική στιγμή. Γι’ αὐτό οὔτε ὁ Θεός εἶναι ξένος πρός τόν χρόνο – οὔτε ὁ ἄνθρωπος ἄσχετος μέ τήν αἰωνιότητα καί τήν ἀθανασία. Καί δέν ὑπάρχει παρηγορία μεγαλύτερη ἀπό τοῦ νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ αἰωνιότητα δέν εἶναι ἀπρόσιτη, ἀλλά κτίζεται ἀπό ρινίσματα τῆς καθημερινότητάς μας. Γιατί καί σ’ αὐτό εἶναι ἀπερίφραστος καί ἀδιάψευστος ὁ λόγος τῆς Γραφῆς : «ὁ κόσμος παράγεται καί ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ, ὁ δέ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τόν αἰώνα» (Α΄ Ἰωάν. 2,17).
Ἄς εὐχηθοῦμε νά μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός καί κατά τό 2013 νά μή ζητήσουμε ὡς «ἄνω θρώσκοντες», ὡς «ἄνω βλέποντες» τίποτε περισσότερο ἀπό τό θέλημά Του.
Αὐτῷ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.
Χρονιά πολλά καί εὐλογημένα!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Ὁ καινούργιος χρόνος εἶναι μιά περιοδική πρόκληση πού μᾶς ἀναγκάζει νά βγοῦμε γιά λίγο ἀπό τόν καθημερινό λήθαργο καί νά σκεφθοῦμε τήν παροδικότητά μας. Παροδικότητα σημαίνει, πολύ ἁπλά, τό ὅτι βρισκόμαστε σέ μιά τεράστια «αἴθουσα ἀναμονῆς», περιμένοντας τό τραῖνο νά περάσει. Κι ἐνῶ οὔτε τό ἴδιο τραῖνο παίρνουμε ὅλοι, οὔτε συγχρόνως φεύγουμε, ἐν τούτοις αὐτό τό γεγονός μᾶς ἑνώνει βαθύτερα ἴσως ἀπό κάθε ἄλλη συγγένεια.
Αὐτή ἡ κατά κόσμον παροδικότητά μας δέν εἶναι ἐλάτωμα τῆς φύσεως, οὔτε ἀστοργία τοῦ Κτίστου. Εἶναι, σέ τελική ἀνάλυση προνόμιο εὐεργετικό. Γιατί, εἶμαι θνητός σημαίνει : δέν εἶμαι δεμένος οὔτε στάσιμος σέ τοῦτο τόν κόσμο, ἀλλά διερχόμενος. Ὁ διερχόμενος ὅμως ἔχει ἐλευθερία κινήσεων, ἔχει δυνατότητες ἐκλογῆς, ἔχει πλοῦτο παραστάσεων καί βιωμάτων. Ὁ διερχόμενος ἔχει, πρό πάντων, προορισμό καί τέλος πρός τό ὁποῖο κατευθύνεται, πορευόμενος. Ὅλες λοιπόν αὐτές οἱ ἱερές ἔννοιες : προορισμός, ἀποστολή, σκοπός, πορεία, τέλος, εἶναι ἄρρηκτα δεμένες μέ τήν παροδικότητά μας.
Ἄν δέν ἤμασταν παροδικοί, δέν θά εἴχαμε δυναμική πορεία, ἀλλά μόνο τήν τυφλή ἀνακύκληση τοῦ ἀλόγου στό μαγγανοπήγαδο! Ἄν δέν ἤμασταν διερχόμενοι, δέν θά ὁδεύαμε πρός τό τέλος. Θά ἤμασταν στάσιμοι, θά ἤμασταν καθηλωμένοι. Κι ὅποιος δέν πορεύεται πρός τό τέλος δέν τελειοῦται ποτέ. Δέν ὁλοκληρώνεται.
Ἄν δοῦμε ἀπό αὐτή τήν ὀπτική γωνία τά πράγματα, ἀσφαλῶς θά άναθεωρήσουμε κάποιες ἐσφαλμένες ἐκτιμήσεις, ἰδιαιτέρως σήμερα πού ἡ ζωή χειμάζεται ἀπό τήν ἀπληστία καί τήν ἀναλγησία. Καί θά διορθώσουμε μερικές πολύ διαδεδομένες ἁπλοϊκότητες, πού δέν μαρτυροῦν μονάχα ρηχότητα καί ἐπιπολαιότητα, ἀλλά συγχρόνως ὁλιγοπιστία καί ἀσυγχώρητη ἀφέλεια. Τόν χρόνο τόν θεωροῦμε μοῖρα τοῦ θνητοῦ ἀνθρώπου, καί τήν αἰωνιώτητα προνόμιο τοῦ ἄχρονου Θεοῦ. Ὅμως τά πράγματα δέν εἶναι τόσο ἁπλά, οὔτε μονοσήμαντα. Ὁ κόσμος καί ὁ ἄνθρωπος ἐκτίσθηκαν μέσα στό χρόνο καί λειτουργοῦν μέσα στό χρόνο, ἀλλά ὁ προορισμός των εἶναι ὑπέρχρονος. Ὁ δέ ἄχρονος καί αἰώνιος Θεός εἶναι βέβαια ἔξω ἀπό τούς περιορισμούς τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου, ὅμως γεμίζει μέ τήν πανταχοῦ παρουσία Του τό κάθε μόριο τῆς δημιουργίας καί τήν πιό ἐλάχιστη χρονική στιγμή. Γι’ αὐτό οὔτε ὁ Θεός εἶναι ξένος πρός τόν χρόνο – οὔτε ὁ ἄνθρωπος ἄσχετος μέ τήν αἰωνιότητα καί τήν ἀθανασία. Καί δέν ὑπάρχει παρηγορία μεγαλύτερη ἀπό τοῦ νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ αἰωνιότητα δέν εἶναι ἀπρόσιτη, ἀλλά κτίζεται ἀπό ρινίσματα τῆς καθημερινότητάς μας. Γιατί καί σ’ αὐτό εἶναι ἀπερίφραστος καί ἀδιάψευστος ὁ λόγος τῆς Γραφῆς : «ὁ κόσμος παράγεται καί ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ, ὁ δέ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τόν αἰώνα» (Α΄ Ἰωάν. 2,17).
Ἄς εὐχηθοῦμε νά μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός καί κατά τό 2013 νά μή ζητήσουμε ὡς «ἄνω θρώσκοντες», ὡς «ἄνω βλέποντες» τίποτε περισσότερο ἀπό τό θέλημά Του.
Αὐτῷ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.
Χρονιά πολλά καί εὐλογημένα!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
από:
Συνοδοιπορία.