Πῆγα στὸν Γέροντα τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1977, ἡμέρα Δευτέρα, παραμονὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Χτύπησα τὴν πόρτα πολὺ πρωΐ, ὁ Γέροντας μοῦ ἄνοιξε. Ἦταν πολὺ χαρούμενος καὶ εὐδιάθετος. «Ἄ, εὐτυχῶς ποὺ ἦρθες διάκο», μοῦ λέγει, «καὶ ἔχω πανήγυρη αὔριο. Θάρθουν ψάλτες, παρήγγειλα ροφὸ καὶ ἔλειπε ἕνας διάκος. Ἦρθες ἐσύ, ἐντάξει ἡ πανήγυρη». «Ἔλεγε καὶ ἄλλα τέτοια ἀστεῖα. Ὕστερα μοῦ εἶπε: «Θὰ μείνης ἐδῶ ἀπόψε».
»Ἤξερα ὅτι ὁ Γέροντας δὲν κρατοῦσε κανέναν τὴ νύχτα μαζί του. Μόλις μοῦ τὸ εἶπε πέταξα ἀπὸ τὴν χαρά μου.
»Ἤξερα ὅτι ὁ Γέροντας δὲν κρατοῦσε κανέναν τὴ νύχτα μαζί του. Μόλις μοῦ τὸ εἶπε πέταξα ἀπὸ τὴν χαρά μου.
Για να το διαβάσετε όλο κάνετε κλικ Εδώ Αξίζει είναι Ζωντανό!!!!!