Εισελθόντι δε αυτώ εις Καπερναούμ προσήλθεν αυτώ εκατόνταρχος παρακαλών αυτόν και λέγων· Κύριε, ο παις μου βέβληται εν τη οικία παραλυτικός, δεινώς βασανιζόμενος. και λέγει αυτώ ο Ιησούς· εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν. και αποκριθείς ο εκατόνταρχος έφη· Κύριε, ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης· αλλά μόνον ειπέ λόγω, και ιαθήσεται ο παις μου. και γαρ εγώ άνθρωπος ειμί υπό εξουσίαν, έχων υπ΄ εμαυτόν στρατιώτας, και λέγω τούτω, πορεύθητι, και πορεύεται, και άλλω, έρχου, και έρχεται, και τω δούλω μου, ποίησον τούτο, και ποιεί. ακούσας δε ο Ιησούς εθαύμασε και είπε τοις ακολουθούσιν· αμήν λέγω υμίν, ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον λέγω δε υμίν ότι πολλοί από ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ εν τη βασιλεία των ουρανών, οι δε υιοί της βασιλείας εκβληθήσονται εις το σκότος το εξώτερον· εκεί έσταιο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων. και είπεν ο Ιησούς τω εκατοντάρχω· ύπαγε, και ως επίστευσας γενηθήτω σοι. και ιάθη ο παις αυτού εν τη ώρα εκείνη.
Μόλις μπήκε ο Ιησούς στην Καπερναούμ, τον πλησίασε ένας εκατόνταρχος και τον παρακαλούσε μ΄ αυτά τα λόγια: «Κύριε, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος στο σπίτι, παράλυτος, και υποφέρει φοβερά». Ο Ιησούς του λέει: «Εγώ θα έρθω και θα τον θεραπεύσω». Ο εκατόνταρχος του αποκρίθηκε: «Κύριε, δεν είμαι άξιος να σε δεχτώ στο σπίτι μου· πες όμως ένα λόγο, και θα γιατρευτεί ο δούλος μου. Είμαι κι εγώ άνθρωπος κάτω από εξουσία, και έχω στρατιώτες στη διοίκησή μου· λέω στον ένα «Πήγαινε» και πηγαίνει, και στον άλλο «έλα» και έρχεται, και στο δούλο μου «κάνε αυτό» και το κάνει». Όταν τον άκουσε ο Ιησούς, θαύμασε και είπε σ΄ όσους τον ακολουθούσαν: «Σας βεβαιώνω πως τόση πίστη ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες δε βρήκα. Και σας λέω, πως θα ΄ρθουν πολλοί από ανατολή και δύση και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ, το Ισαάκ και τον Ιακώβ στο τραπέζι της βασιλείας των ουρανών, ενώ οι κληρονόμοι της βασιλείας θα πεταχτούν έξω στο σκοτάδι· εκεί θα κλαίνε, και θα τρίζουν τα δόντια τους». Ύστερα είπε στον εκατόνταρχο ο Ιησούς: «Πήγαινε, κι ας γίνει αυτό που πίστεψες». Και γιατρεύτηκε ο δούλος εκείνη την ώρα.