Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Μούρωμ μεταφέρθηκε στὴν πόλη αὐτὴ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κωνσταντίνο τὸν Πρίγκιπα († 3 Ἰουλίου), στὶς ἀρχὲς τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ., ὅταν οἱ κάτοικοί της ἦταν ἀκόμη εἰδωλολάτρες. Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος προσπαθοῦσε νὰ τοὺς διδάξει τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν πίστευαν μέχρι ποὺ ἀποφάσισαν νὰ τὸν φονεύσουν. Ὁ Ἅγιος τότε προσευχήθηκε θερμὰ στὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἄκουσε τὴν ἱκεσία του καὶ φώτισε τὶς καρδιὲς τῶν κατοίκων τοῦ Μούρωμ, οἱ ὁποῖοι δέχθηκαν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ βαπτίσθηκαν.
Ὅταν τὴν ἕδρα τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Μούρωμ κατεῖχε ὁ Ἅγιος Βασίλειος, πῆρε τὴν εἰκόνα καὶ κρατώντας την στὰ χέρια ἔπλευσε ἐπάνω στὰ νερά, ἔχοντας γιὰ σχεδία τὸν μανδύα του μέχρι τὸ Ριαζάν, ὅπου καὶ τοποθέτησε τὴν ἱερὰ εἰκόνα σὲ ναὸ τῆς πόλεως.