Πότε ἀκριβῶς ἔζησε δὲν μᾶς εἶναι γνωστό. Πάντως ἀπὸ τὰ βιογραφικά του στοιχεῖα συμπεραίνουμε ὅτι ὑπῆρξε μεταξὺ τοῦ 8ου καὶ 9ου αἰώνα.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἀπὸ πλούσια καὶ ἐπίσημη οἰκογένεια. Ὁ ἴδιος ἦταν πατρίκιος καὶ στρατηγός, τῶν Κιβυρραιωτῶν καὶ ἔπειτα στὸν Βυζαντινὸ στόλο.
Κάποτε ὅμως, σὲ μία φοβερὴ τρικυμία, ὁ στόλος καταποντίσθηκε καὶ διασώθηκε μόνο αὐτός. Τότε ἀφιέρωσε τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του στὸν Θεό, ἀφοῦ ἔγινε μοναχὸς καὶ ζοῦσε μὲ αὐστηρὴ νηστεία καὶ προσευχή.
Ποῦ
μόνασε πρῶτα δὲν τὸ γνωρίζουμε. Ἀργότερα κατέφυγε σὲ τόπο ἀπομονωμένο,
ἀπέναντι ἀπὸ τὴν τοποθεσία Ἱερὸ καὶ ἀπὸ ἐκει στὸ Λάτριο ὄρος, ὅπου
ἐπιδόθηκε σὲ αὐστηρότατη ἄσκηση. Ἀπὸ ἐκεῖ κλήθηκε νὰ διοικήσει τὴ Μονὴ
Κελλιβάρων, ἀλλὰ ἐνοχλούμενος καὶ ἐπιζητώντας τὴν ἡσυχία, ἀναχώρησε καὶ
κλείστηκε μέσα σὲ μιὰ τρύπα ταλαιπωρώντας τὸ σῶμα του. Ἀλλὰ οἱ μοναχοὶ
τῆς Μονῆς τὸν βρῆκαν καὶ τὸν ἐπανέφεραν στὴ Μονή, ὅπου ζοῦσε σ’ ἕνα κελὶ
καὶ μόνο μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα, τὴν Κυριακή, ἔβλεπε τοὺς ἀδελφοὺς καὶ
συνέτρωγε μὲ αὐτούς.
Προαισθάνθηκε
τὸ τέλος τῆς ζωῆς του καὶ κάλεσε ὅλους τοὺς μοναχοὺς τῆς Μονῆς καὶ ἀφοῦ
τοὺς ἔδωσε κατάλληλες πνευματικὲς συμβουλές, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.