Ἦταν στείρα γιὰ πολλὰ χρόνια καὶ βυθίστηκε σὲ μεγάλη θλίψη. Ἡ ψυχή της ποθοῦσε νὰ σφίξει στὴν ἀγκαλιά της ἕνα δικό της παιδί. Ἀλλὰ ὁ καιρὸς περνοῦσε καὶ ἡ στείρωση παρέμενε. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὅμως ἡ Ἄννα, ποὺ ἦταν σύζυγος τοῦ Ἐλκανᾶ, γιοῦ τοῦ Ἱερεμεήλ, ἀπὸ τὴν Ἀρμαθαίμ, εἶχε συνεχὴ ἐλπίδα στὸν Θεό. Καὶ κάθε χρόνο, ἀνέβαινε στὸν οἶκο τοῦ Κυρίου στὴν Σηλῶ καὶ προσευχόταν μὲ δάκρυα καὶ νηστεῖες. Ὁ καλός της σύζυγος Ἐλκανᾶ, προσπαθοῦσε νὰ τὴν παρηγορήσει, ἀλλὰ ἡ Ἄννα ἦταν ἀπαρηγόρητη καὶ συνεχῶς προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ τῆς χαρίσει παιδὶ καὶ αὐτὴ θὰ τὸ ἀφιέρωνε σ’ Αὐτόν.
Ἡ θερμὴ προσευχή της εἰσακούστηκε καὶ ἡ Ἄννα συνέλαβε. Ἔκανε γιὸ καὶ τὸν ὀνόμασε Σαμουήλ. Μετὰ τὴν ἀπογαλάκτιση τοῦ παιδιοῦ, οἱ δυὸ γονεῖς ἀνέβηκαν στὴν Σηλῶ μαζὶ μὲ τὸν Σαμουὴλ καὶ μὲ ὅτι ὅριζε ὁ νόμος σ’ αὐτὲς τὶς περιστάσεις. Ἐκεῖ ἡ εὐσεβὴς Ἄννα ἔφερε τὸ παιδάκι της στὸν ἱερέα Ἠλί, γιὰ νὰ τὸ ἀφιερώσει στὴν ὑπηρεσία τοῦ οἴκου τοῦ Κυρίου. Καὶ γεμάτη χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμὸ εἶπε τὸν ὑπέροχο ὕμνο:
«Ἐστερεώθη καρδία μου ἐν Κυρίῳ, ὑψώθη κέρας μου ἐν Θεῷ μου, ἐπλατύνθη ἐπ’ ἐχθρούς μου τὸ στόμα μου, εὐφράνθην ἐν σωτηρίᾳ σου».
Μετὰ ἀπ’ αὐτό, ἡ θεία χάρη εὐλόγησε τὴν πίστη καὶ τὴν εὐσεβὴ ἀφοσίωση τῆς Ἄννας ἀκόμη περισσότερο. Τῆς χάρισε τρεῖς ἀκόμα γιοὺς καὶ δυὸ θυγατέρες. Καὶ πραγματοποιήθηκε ἔτσι ἡ προφητική της ἐνόραση, κατὰ τὴν ὁποία εἶπε: «στείρα ἔτεκεν ἑπτά, καὶ ἡ πολλὴ ἐν τέκνοις ἠσθένησεν». Γιὰ τὴν Ἄννα αὐτή, ὁ Χρυσόστομος ἀφιέρωσε πολλὲς καὶ λαμπρὲς ὁμιλίες.