Ἀργότερα, ὁ βασιλιὰς Μαξιμίνος (311 – 313), μὴ γνωρίζοντας ὅτι εἶναι χριστιανός, τὸν ἔκανε ἔπαρχο Ἀλεξανδρείας. Ἀλλὰ ὅταν ὁ βασιλιὰς αὐτὸς διέταξε διωγμοὺς στὴν πόλη αὐτή, ὁ Μηνᾶς ὄχι μόνο δὲν ἐξετέλεσε τὴν διαταγή, ἀλλὰ καὶ συνετέλεσε νὰ πληθυνθοῦν οἱ χριστιανικὲς τάξεις.
Τότε ὁ Μαξιμίνος ἔστειλε νέο ἔπαρχο, τὸν Ἀθηναῖο λόγιο Ἑρμογένη. Αὐτός, τηρώντας τὸ γράμμα τοῦ νόμου, βασάνισε σκληρὰ τὸν Μηνᾶ καὶ τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακή, γιὰ νὰ πεθάνει ἐκεῖ μέσα ἀπὸ τὶς πληγές του. Μετὰ ἀπὸ καιρό, ὅταν ὁ Ἑρμογένης ἔστειλε νὰ διαπιστώσουν ἂν καὶ πότε πέθανε ὁ Μηνᾶς, διαπίστωσαν ὅτι ὄχι μόνο δὲν εἶχε πεθάνει, ἀλλὰ καὶ οἱ πληγές του θεραπεύθηκαν. Τότε δημόσια τὸν ρώτησε πὼς ἔγινε αὐτό. Ὁ Μηνᾶς ἀπάντησε ὅτι θεραπεύθηκε τὴν ὥρα ποὺ πεσμένος στὸ ἔδαφος ἔψαλλε: «Ἐὰν πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὗ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ’ ἐμοῦ εἶ Κύριε». Ἐὰν δηλαδὴ ἀντικρίσω τὸν θάνατο, δὲ θὰ φοβηθῶ μήπως πάθω κακό, διότι σὺ εἶσαι μαζί μου, Κύριε.
Ἡ ἀπάντηση εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νὰ γίνει χριστιανὸς ὁ Ἑρμογένης καὶ κάποιος διακεκριμένος πολίτης, ὁ Εὔγραφος. Ἀργότερα, ὅλους μαζὶ τοὺς ἀποκεφάλισαν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἡ καλλικέλαδος, θεόφρον γλῶσσά σου, λαμπρῶς κηρύξασα, Χριστοῦ τὴν σάρκωσιν, συναθλητάς σοι εὐκλεεῖς, εἱλκύσατο ἐν σταδίῳ, Μηνᾶ παμμακάριστε, Ἑρμογένην τὸν ἔνδοξον, καὶ τὸν θεῖον Εὔγραφον, μεθ’ ὧν χαίρων ἠγώνισαι. Καὶ νῦν τὴν Παναγίαν Τριάδα, ὑπὲρ ἡμῶν ἐκδυσωπεῖτε.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Μηνᾶν τὸν θαυμαστόν, Ἑρμογένην τὸν θεῖον, καὶ Εὔγραφον ὁμοῦ, ἱεραῖς μελῳδίαις, τιμήσωμεν ἅπαντες, ὡς τιμήσαντας Κύριον, καὶ ἀθλήσαντας, ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ χορείαν, τὴν ἀσώματον, ἐν οὐρανοῖς πεφθακότας, καὶ θαύματα βλύζοντας.
Μεγαλυνάριον.
Ὤσπερ λιγυρόφθογγος ἀηδών, Μηνᾶ τὸν τῶν ὅλων, διαγγείλας Δημιουργόν, Εὔγραφον τὸν θεῖον, ὁμοῦ σὺν Ἑρμογένει, συμφύτους ἐπεσπάσῳ, τῷ θείῳ σκάμματι.