Την Ε´ Κυριακή των Νηστειών (2 Απριλίου) ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων κήρυξε το θείο Λόγο, κατά τη διάρκεια της θείας Λειτουργίας, στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό των Αγίων Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στη Βέροια.
Στην ομιλία του ο Σεβαμιώτατος τόνισε:
«Ὁ δέ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε».
Σέ μία σκηνή λίγο πρίν ἀπό τό πάθος μᾶς μετέφερε σήμερα τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Ὁ Ἰησοῦς προλέγει στούς μαθητές του ὅσα ἐπρόκειτο νά συμβοῦν τίς ἑπόμενες ἡμέρες γιά νά μήν σκανδαλισθοῦν καί νά μήν ἀπογοητευθοῦν.
Προλέγει τό πάθος του γιά νά τούς προετοιμάσει, ὄχι μόνο γιά τό δικό του ἀλλά καί γιά τό δικό τους. Γιατί τούς τό ἔχει διδάξει πολλές φορές, ἀλλά γνωρίζει καλά ὅτι ἀκόμη δέν ἔχουν κατανοήσει ἐπαρκῶς ὅτι ἡ ζωή τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, ἡ ζωή ὅσων πιστεύουν καί θά πιστεύσουν σ᾽ Αὐτόν δέν εἶναι μία ζωή χωρίς δυσκολίες καί προβλήματα, δέν εἶναι μία πορεία σέ πλατεία καί εὐρύχωρη ὁδό, δέν εἶναι μία ζωή χωρίς βάρη καί θλίψεις καί στενοχωρίες.
Ὁ Χριστός δέν ὑποσχέθηκε ποτέ μία τέτοια ζωή. Ζήτησε ἀπό τούς μαθητές του νά τόν ἀκολουθήσουν σέ μία ζωή ὅπως ἡ δική του· καί αὐτή ἡ ζωή διέρχεται μέσα ἀπό τή στενή καί τεθλιμμένη ὁδό τοῦ ἀγῶνος καί τῆς ἀγωνίας τοῦ πάθους καί τοῦ Σταυροῦ. Εἶναι μία ζωή στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά σηκώσει τόν ζυγό καί τό φορτίο τοῦ Ἰησοῦ. Καλεῖται νά διέλθει μέσω θλίψεων καί δοκιμασιῶν, ὅπως διῆλθε καί ἡ δική του.
Οἱ μαθητές του ὅμως δέν τό ἔχουν κατανοήσει. Καί γι᾽ αὐτό, ἐνῶ Ἐκεῖνος τούς μιλᾶ γιά τό Πάθος του, αὐτοί τοῦ ζητοῦν τή δόξα. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Χριστός τούς ἐπαναφέρει στήν πραγματικότητα μέ ἕνα αὐστηρό σχόλιο: «οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε». Δέν γνωρίζετε τί ζητᾶτε. «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε».
Τά λόγια τοῦ Χριστοῦ δέν ἀπευθύνονται ὅμως μόνο στούς μαθητές του, ἀπευθύνονται καί σέ ὅλους ἐμᾶς πού πιστεύουμε στόν Χριστό καί θέλουμε νά εἴμαστε μαθητές του.
Οἱ ἄνθρωποι ἐπιθυμοῦμε πολλά καί ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό πολλά. Ζητοῦμε ὅμως σάν τά μικρά παιδιά, πού βλέπουν μόνο τό σήμερα. Ζητοῦμε, ὅπως ζητᾶ σήμερα ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης πού αἰτοῦνται τήν πρωτοκαθεδρία καί τή δόξα, ἀλλά δέν ἔχουν συνειδητοποιήσει τήν ἀνάγκη τοῦ πάθους, δέν ἔχουν συνειδητοποιήσει ὅτι ὁ ἄνθρωπος φθάνει στήν ἀνάσταση μέσα ἀπό τόν Γολγοθᾶ καί τόν σταυρό.
Τό ἴδιο κάνουμε πολλές φορές καί ἐμεῖς. Ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τίς θλίψεις καί τίς ταλαιπωρίες τῆς παρούσης ζωῆς. Νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τούς πειρασμούς καί τίς δοκιμασίες. Καί συχνά ζηλεύουμε τούς ἀνθρώπους πού βρίσκονται μακριά ἀπό τόν Θεό καί φαίνονται νά εὐημεροῦν καί νά ἀπολαμβάνουν τή ζωή καί τήν εὐτυχία της.
Ὅμως ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πάντοτε ἀνάμικτη μέ θλίψεις καί δυσκολίες. Κανείς δέν μπορεῖ νά τίς ἀποφύγει, εἴτε βρίσκεται μακριά εἴτε βρίσκεται κοντά στόν Χριστό. Ὅσοι ζοῦν κοντά στόν Χριστό, ὅσοι θέλουν νά εἶναι πιστοί μαθητές καί ἀκόλουθοί του ἔχουν ὅμως ἕνα διπλό πλεονέκτημα. Μποροῦν ἀφενός νά ἀντιμετωπίσουν αὐτές τίς δοκιμασίες καί τίς θλίψεις ὡς τόν σταυρό πού καλοῦνται νά σηκώσουν γιά νά ἀκολουθήσουν τόν Χριστό, καί ἀφετέρου νά ἀξιοποιοῦν τή βοήθειά του ὥστε νά γίνει τό φορτίο τους ἐλαφρύ καί ὁ ζυγός τους χρηστός. Καί ἀκόμη μποροῦν νά ὑπομένουν τίς θλίψεις καί τίς ταλαιπωρίες τοῦ παρόντος βίου ὄχι χωρίς ἐλπίδα, ἀλλά μέ τήν ἐλπίδα καί τή βεβαιότητα τῆς ἀναστάσεως καί τῆς αἰωνίου ζωῆς.
Αὐτό βεβαίως δέν σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός μᾶς ἀπαγορεύει νά τοῦ ὑποβάλλουμε τά αἰτήματά μας. Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἀντίθετα μάλιστα μᾶς προτρέπει καί μᾶς παρακινεῖ νά τοῦ ζητοῦμε ὅ,τι θέλουμε «ἐν τῇ προσευχῇ» καί μᾶς ὑπόσχεται ὅτι θά μᾶς τό δώσει.
Βεβαίως ὁ Θεός ἱκανοποιεῖ παράλογα αἰτήματα ἤ αἰτήματα πού δέν εἶναι πρός τό συμφέρον τῆς ψυχῆς μας. Γνωρίζει, ἄλλωστε, καί ὁ ἴδιος τίς ἀνάγκες μας καί φροντίζει νά τίς ἱκανοποιεῖ. Συγχρόνως ὅμως μᾶς προτρέπει: «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν».
Νά, λοιπόν, ποιό αἴτημα θά πρέπει νά ἔχει προτεραιότητα. Νά τί θέλει ὁ Χριστός νά τοῦ ζητοῦμε. Θέλει νά τοῦ ζητοῦμε νά μᾶς χαρίσει τή βασιλεία του, γιατί σέ κανέναν δέν τήν χαρίζει, ἄν δέν τοῦ τή ζητήσει. Κανέναν δέν ἀναγκάζει νά εἰσέλθει σ᾽ αὐτήν, ἄν δέν τό ἐπιθυμεῖ. Γι᾽ αὐτό ἄς κάνουμε καί ἐμεῖς τό αἴτημα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ σταθερό καί πρώτιστο αἴτημά μας, ὄχι μόνο γιά νά μήν πεῖ καί σέ μᾶς ὁ Χριστός τό «οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε», ἀλλά καί γιά νά μᾶς ἀξιώσει νά τήν ἀπολαύσουμε καί ἐδῶ στή γῆ ἀλλά κυρίως στόν οὐρανό αἰωνίως.