Ὁ Σεβασμιώτατος στό κήρυγμά του τόνισε ὅτι ἕνα πρόβλημα μέ τίς ἑορτές εἶναι ὅτι περνοῦν γρήγορα. Προετοιμαζόμαστε γιά νά τίς γιορτάσουμε καί μόλις φτάνουν, ἀμέσως μετά αἰσθανόμαστε ὅτι πέρασαν καί δημιουργοῦν λύπη.
Αὐτό συμβαίνει γιατί περνᾶ γρήγορα ὁ χρόνος καί κανένας δέν μπορεῖ νά τόν σταματήση. Ἀλλά καί ἐπειδή, ἐνῶ ἔχουμε δημιουργηθῆ γιά μεγάλα καί ὑψηλά, βλέπουμε ὅτι ὁ χρόνος δέν εἶναι ἀρκετός γιά νά πραγματοποιηθοῦν.
Λύση στό πρόβλημα αὐτό εἶναι οἱ ἅγιοι. Σήμερα, τρίτη ἡμέρα ἀπό τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἑορτάζουμε τόν ἅγιο Πρωτομάρτυρα καί Ἀρχιδιάκονο Στέφανο, ὁ ὁποῖος εἶναι καρπός τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ζοῦσε τό Πάσχα, δηλαδή τό μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, καί βίωσε τήν Πεντηκοστή, ἀφοῦ μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶδε τόν τόν Χριστό μέσα στήν δόξα Του.
Ἐτσι, στήν περίπτωσή του ἑνώθηκαν οἱ ἑορτές τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Πάσχα καί τῆς Πεντηκοστῆς.
Στήν συνέχεια τῆς ὁμιλίας του ὁ Σεβασμιώτατος ἀνέφερε ἕναν λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου πού δηλώνει αὐτήν τήν ἕνωση τῶν ἑορτῶν, ἔχοντας ὑπόψη του τούς λόγους τοῦ Χριστοῦ, «ἰδού ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» καί ὅτι θά στείλη τό Ἅγιο Πνεῦμα, «ἵνα μείνῃ μεθ᾿ ὑμῶν εἰς τόν αἰῶνα» καί εἶπε «δυνάμεθα ἀεί τά ἐπιφάνεια ἐπιτελεῖν», «ἀεί δυνάμεθα Πάσχα ἐπιτελεῖν», «δυνάμεθα ἀεί πεντηκοστή ἐπιτελεῖν».
Αὐτή ἡ ἕνωση τῶν ἑορτῶν γίνεται μέ τή Θεία Εὐχαριστία μέ τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις.
Κατέληξε ὅτι ὅλος ὁ βίος μας πρέπει νά εἶναι ἑόρτιος, νά ἑορτάζουμε τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ὡς Πάσχα καί ὡς Πεντηκοστή, τό Πάσχα ὡς Πεντηκοστή καί Γέννηση καί τήν Πεντηκοστή ὡς Γέννηση καί Πάσχα. Τότε ὑπερβαίνουμε τά ψυχολογικά καί τά συναισθηματικά καί ζοῦμε πνευματικά.
Κατά τήν ἀπόλυση τῆς θείας Λειτουργίας ὁ Σεβασμιώτατος μνημόνευσε καί εὐχαρίστησε ἰδιαιτέρως τόν μακαριστό Πρωτοπρ. π. Ἀθανάσιο Λαουρδέκη, πού μέ τήν βοήθεια τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου καί τῶν εὐλαβῶν Χριστιανῶν, ὅπως τῆς μακαριστῆς Μαρίας Γαϊτάνη, διακόσμησαν τό ἀγαπητό σέ ὅλους τούς Ναυπακτίους Παρεκκλήσιο τοῦ Πρωτομάρτυρος ἁγίου Στεφάνου, τό ὁποῖο συντηρεῖται, λειτουργεῖ καί ἀποτελεῖ ἕνα κόσμημα τῆς Ναυπάκτου.