Τήν ἐκδήλωση τίμησαν μέ τήν παρουσία τους ὁ Σεβ. Μητροπολίτης μας κ. Ἱερόθεος, ὁ Δήμαρχος Ναυπακτίας κ. Βασίλειος Γκίζας καί πολύς κόσμος.
Στήν φετινή γιορτή ἔγινε μιά ἐπιστροφή στό παρελθόν, γιά νά τονισθῆ τό πραγματικό νόημα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, πού μεθοδευμένα ἀφαιρεῖται ἀπό τίς σύγχρονες κοσμικές ἑορταστικές ἐκδηλώσεις.
Ὁ Γενικός Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος τῆς Μητροπόλεώς μας, π. Θωμᾶς Βαμβίνης, στόν πρόλογο τῆς γιορτῆς, παρουσίασε τό γενικό περίγραμμά της, ἐπισημαίνοντας τήν ἐπιλογή τῶν ὑπευθύνων τῆς ἐκδήλωσης νά ἀπαγγελθοῦν χριστουγεννιάτικα ποιήματα Ἑλλήνων ποιητῶν, πού γιά ἀρκετά χρόνια εἶχαν ἀφεθῆ στήν λήθη τοῦ παρελθόντος. Κατόπιν ἀνέφερε αὐτούς πού ἐργάστηκαν μέ τά παιδιά τῶν κατηχητικῶν γιά τήν πραγματοποίηση τῆς ἐκδήλωσης καί εὐχαρίστησε τό Παπαχαραλάμπειο Ἵδρυμα γιά τήν παραχώρηση τῆς αἴθουσας. Κατόπιν κάλεσε τήν κ. Ἀγγελική Λαουρδέκη νά παρουσιάσει τήν γιορτή.
Ἡ ἐκδήλωση ἄνοιξε μέ τρεῖς χριστουγεννιάτικους ἐκκλησιαστικούς ὕμνους, πού ἔψαλε μέ συνοδεία ἰσοκρατήματος ἡ Ἀργυρή Χριστοδουλοπούλου καί ἀκολούθησε ἡ ἐπαγγελία ἕξι ποιημάτων γνωστῶν Ἑλλήνων ποιητῶν (Κ. Κρυστάλλη, Κ. Παλαμᾶ, Γ. Δροσίνη, Τ. Ἄγρα) ἀπό παιδιά τῶν κατηχητικῶν τῆς Μητροπόλεώς μας. Στήν συνέχεια ἡ Χορωδία Παραδοσιακῆς Μουσικῆς τῆς Μητροπόλεώς μας, μέ δάσκαλο καί διευθυντή τόν Πρωτοψάλτη τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τῆς Ναυπάκτου κ. Παντελῆ Ἀναστασόπουλο, ἔψαλε παραδοσιακά κάλαντα καί κατόπιν τρία τραγούδια, πού ἦταν μιά «μελωδική εἰσαγωγή» στό θεατρικό πού ἀκολούθησε. Τήν χορωδία συνόδευε ὀρχήστρα, τήν ὁποία συγκροτοῦσαν ὁ Γιῶργος Ἀγγελόπουλος στό λαοῦτο, ὁ Δημήτρης Ἀγγελόπουλος στό βιολί, ὁ Θάνος Ἀγγελῆς στό κλαρίνο, ὁ Κωσταντίνος Ἀγγελῆς στά κρουστά καί ὁ Παντελῆς Ἀναστασόπουλος, στό κανονάκι.
Τό θεατρικό ἦταν μιά ἐλεύθερη θεατρική διασκευή τοῦ γνωστοῦ διηγήματος τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Ἡ σταχομαζώχτρα» ἀπό τήν φιλόλογο κ. Χριστίνα Καρανικόλα-Σχοινᾶ. Σέ αὐτό τό παπαδιαμαντικό ἔργο κεντρική ἡρωίδα εἶναι ἡ θεια-Ἀχτίτσα, ἡ ὁποία βιώνει τήν ἀπόλυτη ἀνέχεια καί κακοπάθεια. Ζῆ τήν φτώχεια στό ἔπακρο. Ἔχασε ὅλη τήν οἰκογένεια πού κάποτε εἶχε, σύζυγο, δυό γιούς, μιά κόρη καί ἕνας γιός της ξενιτεύτηκε χωρίς νά δίνη σημεῖα ζωῆς. Τῆς ἔμειναν μόνο τά δύο ὀρφανά τῆς κόρης της, πού ἀνέλαβε νά τά μεγαλώση, ἀφοῦ ὁ πατέρας τους τά ἐγκατέλειψε. Μέσα στήν ἀπόγνωση τῆς φτώχειας, παραμονή τῶν Χριστουγέννων, δέχθηκε μιά ἀναπάντεχη βοήθεια πού τήν συνέδεσε μέ τόν χαμένο γιό της. Αὐτό ἔφερε τήν ἀνατροπή στήν ζωή τῆς ταλαίπωρης γριούλας καί τῶν δύο παιδιῶν, τῶν ἐγγονῶν της.
Ἡ διδασκαλία τοῦ ἔργου ἔγινε ἀπό τίς φιλολόγους: Χριστίνα Καρανικόλα-Σχοινά, Θεοδώρα Σιαμπαλῆ-Τούρκα καί Μαρία Κουτούση-Σύψα. Τά σκηνικά ἐπιμελήθηκε καί φιλοτέχνησε ἡ κ. Ἑλένη Κορωναίου. Τά ἠχητικά καί τόν φωτισμό εἶχε ὁ Δημήτρης Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος ἐπίσης βιντεοσκόπησε τήν ἐκδήλωση.
Οἱ μικροί ἠθοποιοί ἀπέδωσαν θαυμάσια τούς ρόλους τους, πράγμα πού σημαίνει ὅτι οἱ ὑπεύθυνες τοῦ θεατρικοῦ τούς βοήθησαν νά κατανοήσουν τό νόημα τοῦ παπαδιαμαντικοῦ διηγήματος, καθώς καί τό ἦθος τῶν προσώπων πού ὑποδύονταν, ὥστε νά τούς ὑποδυθοῦν μέ φυσικότητα.
Μέ τό τέλος τῆς παράστασης τά παιδιά παρατεταγμένα μέ τρίγωνα καί φαναράκια πάνω στήν σκηνή, ἀφοῦ εἶπαν τά κάλαντα, δέχθηκαν ὡς φιλοδώρημα τό θερμό χειροκρότημα τοῦ κόσμου.
Στό κλείσιμο τῆς ἐκδήλωσης χαιρετισμό ἀπηύθυναν ὁ Δήμαρχος Ναυπακτίας καί ὁ Σεβ. Μητροπολίτης μας.
Ὁ Δήμαρχος, κ. Β. Γκίζας, συνεχάρη τά παιδιά καί τούς ὑπεύθυνους τῆς ἐκδήλωσης γιατί ἀπέδωσαν τό πραγματικό περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, τό ὁποῖο, δυστυχῶς, ἀπουσιάζει ἀπό τίς πολλές κοσμικές ἐκδηλώσεις τῶν ἑορταστικῶν ἡμερῶν.
Ὁ Σεβασμιώτατος ἀναφέρθηκε στό θεολογικό περιεχόμενο τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Εἶπε ὅτι φανερώνει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο καί τήν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο. Μίλησε κατόπιν γιά τόν χαρακτήρα τῆς γιορτῆς πού παρουσιάστηκε. Εἶπε ὅτι ἦταν μιά ἐπιστροφή στά παλιά, ἀφοῦ ἀκούστηκαν ποιήματα ἀπό παλαιούς ποιητές, πού διέσωζαν τό περιεχόμενο τῆς μεγάλης γιορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Ἐπεσήμανε ὅτι στόν τόπο μας παρουσιάστηκαν δύο τάσεις: ἡ μιά ἦταν τῶν λογοτεχνῶν, πού εἶχαν πιάσει τήν ψυχή τοῦ λαοῦ, τήν ψυχή τῆς Ρωμηοσύνης καί ἀπό τήν ἄλλη τῶν στοχαστῶν, τῶν ἀκαδημαϊκῶν, πού μᾶς ἔφεραν μιά ἄλλη παράδοση, ξένη πρός τήν παράδοση τοῦ λαοῦ μας. Κατόπιν παρατήρησε ὅτι σέ ὅ,τι ἀκούστηκε (ποιήματα, κάλαντα, τραγούδια) παντοῦ ὑπῆρχε ἀναφορά στήν Φάτνη, γι’ αὐτό ἀνέφερε τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης γιά τόν σκοτεινό Σπήλαιο, ὅπου γεννήθηκε ὁ Χριστός, τά ζῶα πού τόν συντρόφευαν (τόν «βοῦν» καί τόν «ὄνο»), τό ἄχυρο τῆς φάτνης καί τά σπάργανα. Τό σκοτεινό σπήλαιο εἶναι ὁ ἀφεγγής βίος τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι σάν τό βόδι εἶναι ζευγμένοι στό ζυγό τοῦ νόμου (οἱ Ἑβραῖοι) ἤ σάν τόν ὄνο κουβαλοῦν τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν τους (οἱ Ἐθνικοί εἰδωλολάτρες) καί τρῶνε τά ἄχυρα, τήν ἄλογη τροφή. Σέ αὐτό τό σπήλαιο, τόν ἀφεγγῆ βίο, γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, δεμένος στά σπάργανα (τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων), γιά νά τούς ἐλευθερώση ἀπό τό σκοτάδι καί τήν ἄλογη τροφή, ὡς ὁ λογικός Ἄρτος, ὁ Ἄρτος τῆς Ζωῆς. Ὑπογράμμισε ὅτι πρέπει νά βλέπουμε τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του ὡς ἀπελευθέρωση ἀπό τόν σκοτεινό βίο, τόν ζυγό τοῦ νόμου καί τήν ἄλογη ἀχυρώδη τροφή τῶν παθῶν.