Οἱ
Ἅγιοι Ἀπόστολοι Ἰάσων καὶ Σωσίπατρος ἀνήκουν στὴ χορεία τῶν Ἀποστόλων
τοῦ Κυρίου καὶ κατάγονταν ὁ μὲν Ἰάσων ἀπὸ τὴν Ταρσὸ ἢ τὴν Θεσσαλονίκη,
κατὰ τὸ παλαιὸ χειρόγραφο, ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ
Ἁγιορείτης, ὁ δὲ Σωσίπατρος ἀπὸ τὴν Ἀχαΐα.
Τὸ
ὄνομα τοῦ Ἰάσων ἀπαντᾶ σὲ δύο ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Στὶς
Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καὶ στὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολὴ τοῦ Παύλου.
Ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος, μετὰ τοὺς Φιλίππους, ἦλθε στὴν Θεσσαλονίκη, ὅπου
δίδαξε ἐπὶ τρεῖς ἑβδομάδες. Ἡ διδασκαλία του ἐπέσυρε τὸ μίσος τῶν
Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι στράφηκαν ἐναντίον του, παρακινώντας καὶ τοὺς
ἀγοραίους τῆς πόλεως. Ἐπειδὴ φιλοξενοῦνταν στὸ σπίτι τοῦ Ἰάσονος, οἱ
Ἰουδαῖοι τὸν ἀναζήτησαν ἐκεῖ. Δὲν τὸν βρῆκαν ὅμως, γι’ αὐτὸ ἔσυραν τὸν
Ἰάσονα καὶ τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς στοὺς πολιτάρχες, δηλαδὴ στοὺς
δημοτικοὺς ἄρχοντες. Στὴν ἀφήγηση αὐτὴ τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων
ἀναφέρεται γιὰ πρώτη φορὰ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰάσονα. Στὴν πρὸς Ρωμαίους
Ἐπιστολὴ ὁ Παῦλος ἀναφέρει τὸν Ἰάσονα μὲ ἐκείνους ποὺ ἀπηύθυναν
χαιρετισμοὺς στοὺς παραλῆπτες τῆς Ἐπιστολῆς.
Ἀπὸ
τὴν Ἁγία Γραφή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔχουμε τὶς πρῶτες πληροφορίες καὶ
συγκεκριμένα στὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολή, ὁ Ἰάσων καὶ ὁ Σωσίπατρος
χαρακτηρίζονται «συγγενεῖς» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτὸς
δημιούργησε ὁρισμένα ἐρωτήματα. Κατὰ πᾶσα πιθανότητα σημαίνει ὅτι ὁ
Παῦλος καὶ ὁ Ἰάσων ἦταν ὁμότεχνοι, πάντως ὄχι συγγενεῖς ἐξ αἵματος. Ἐν
τούτοις, ὅπως δέχονται οἱ ἐρευνητές, ὁ ἀναφερόμενος στὶς Πράξεις τῶν
Ἀποστόλων καὶ στὴν Ἐπιστολὴ εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο. «Τούτου τοῦ Ἰάσονος», λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «καὶ Λουκᾶς μέμνηται. Οὐ γὰρ ἁπλῶς συγγενῆν μέμνηται, εἰ μὴ καὶ τὴν εὐσέβειαν εἶεν ἑοικότως αὐτῷ». Μὲ τὸ ἴδιο πνεῦμα ὁμιλεῖ καὶ ὁ Θεοφύλακτος: «Εἰ μὴ γὰρ τοιοῦτοι ἦσαν, οὐκ ἂν αὐτῶν ἐμνήσθη».
Στὸ ἴδιο συμπέρασμα καταλήγουν ὁ Θεοδώρητος Κύρου, ὁ Οἰκουμένιος καὶ
ὅλοι οἱ νεότεροι ἑρμηνευτές· δέχονται δηλαδὴ ταυτισμὸ τοῦ Ἰάσονος τῶν
Πράξεων καὶ τῆς Ἐπιστολῆς.
Ὁ
Ἰάσων φαίνεται ὅτι διατηροῦσε μικρὸ ἐργαστήριο ὑφαντουργίας, στὸ ὁποῖο ὁ
Παῦλος βρῆκε ἐργασία. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ συνεργάτης τοῦ Ἀποστόλου ἦταν
ἐγκατεστημένος στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἴσως μονίμως. Τὸ Μηναῖον τῆς
Ἐκκλησίας φέρει τὸν Ἰάσονα Ταρσέα ὡς πρὸς τὴν καταγωγή. «Τούτων ὁ μὲν Ἰάσων Ταρσεὺς ἦν, ὃς καὶ πρῶτος ἐκεῖθεν ζωγρεῖται πρὸς τὴν εὐσέβειαν». Ἴσως ἡ ἄποψη αὐτὴ σχηματίσθηκε ἀπὸ τὴν φράση τοῦ Παύλου «οἱ συγγενεῖς μου» καὶ κυρίως ἀπὸ παρερμηνεία σχετικῆς φράσεως τῶν λεγομένων «Πράξεων τῶν Ἁγίων», ἔργο κατὰ πᾶσα πιθανότητα τοῦ 9ου αἰῶνος μ.Χ. Οἱ «Πράξεις τῶν Ἁγίων» ἀναφέρουν ὅτι ὁ Ἰάσων καταστάθηκε ἀπὸ τὸν Παῦλο, Ἐπίσκοπος Ταρσοῦ. «Ἐξ ἀρχῆς», λέγει τὸ κείμενο τῶν «Πράξεων τῶν Ἁγίων», «ὁμοῦ Ἰάσων τῆς Ταρσοῦ μητρόπολιν κυβερνῶν ἐμπεπίστευτο παρὰ Παύλου ὡς οἰκείαν πατρίδα». Ἀλλὰ τὸ «οἰκείαν πατρίδα»
δὲν ἀναφέρεται στὸν Ἰάσονα, ἀλλὰ στὸν Ταρσέα Παῦλο, ποὺ ἐμπιστεύθηκε
τὴν πατρίδα του στὸν Ἰάσονα. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη ὁ Ἰάσων καταγόταν ἀπὸ τὴν
Ταρσό, δὲν θὰ ἦταν Χριστιανὸς πρὶν ἀπὸ τὴν ἐγκατάστασή του στὴ
Θεσσαλονίκη. Τοῦτο εἶναι εὔκολο νὰ τὸ ἰσχυρισθοῦμε, διότι ἐὰν εἶχε
γνωρίσει τὴν χριστιανικὴ πίστη στὴν Ταρσό, βρισκόμενος στὴν Θεσσαλονίκη
ἔπρεπε τουλάχιστον νὰ εἶχε προλειάνει τὸ ἔδαφος. Τὸ μόνο βέβαιο εἶναι
ὅτι ὁ Ἰάσων ζοῦσε στὴν Θεσσαλονίκη καὶ ὅτι ἔγινε μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου
Παύλου.
Ἡ
γνώμη τοῦ Holzner ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἦλθε ἀπὸ τοὺς Φιλίππους στὴ
Θεσσαλονίκη κομίζοντας Ἐπιστολὲς πρὸς τὸν Ἰάσονα, συνηγορεῖ ὑπὲρ τῆς
ἀπόψεως ἐκείνης ὅτι ὁ Παῦλος δὲν γνώριζε τὸν Ἰάσονα καὶ ὅτι ὁ Ἰάσων
γνώρισε τὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸ τὸν Παῦλο. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὰ πρῶτα
χρόνια τῆς ἱεραποστολικῆς δράσεώς του, ἐπισκεπτόταν καταρχὴν τοὺς
Ἰουδαίους καὶ ἔπειτα ἀπευθυνόταν στοὺς Ἐθνικούς. Ἔτσι καὶ στὴ
Θεσσαλονίκη, ὅπως εἶναι γνωστό, πρῶτα ἐπισκέφθηκε τὴ συναγωγή, ὅπου καὶ
μίλησε. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἑρμηνευτὲς ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Ἰάσων ἦταν
Ἰουδαῖος. Τὸ ὄνομα Ἰάσων ἦταν συνηθισμένο στοὺς Ἕλληνες, τὸ ἔπαιρναν
ὅμως καὶ πολλοὶ Ἑλληνιστὲς Ἰουδαῖοι. Ἡ πληροφορία τοῦ Δωροθέου Τύρου,
ὅτι ὁ Ἰάσων ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα Μαθητὲς τοῦ Κυρίου ἔχει
ἀποκρουσθεῖ.
Ἡ
δράση τοῦ Ἰάσονος, ἀρχίζει ἀμέσως μετὰ τὴν μεταστροφή του στὸν Χριστό.
Φιλοξενεῖ τὸν Παῦλο στὸ σπίτι του, προσφέρει στὸν δάσκαλο καὶ στοὺς
πρώτους Χριστιανοὺς τὴ βοήθειά του, διαθέτει τὸ ἴδιο του τὸ σπίτι γιὰ
τὶς συνάξεις καὶ ὑφίσταται διώξεις χάρη τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ ἀναζήτηση τοῦ
Παύλου ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ ἡ σύλληψη τοῦ Ἰάσονος στὴ Θεσσαλονίκη ἦταν
πράξη ἀνεύθυνη. Ἂν πράγματι οἱ κατηγορίες ὅτι ἐνεργοῦσε κατὰ τοῦ
Καίσαρος ἦταν ἐπιβεβαιωμένες, τότε ἔπρεπε νὰ γίνει ἔρευνα ὄχι ἀπὸ τὸν
ὄχλο, ἀλλὰ ἀπὸ τὶς ἀρχές. Οἱ πολιτάρχες, ὕστερα ἀπὸ ἐξέταση στὴν ὁποία
ὑπέβαλαν τὸν Ἰάσονα καὶ τοὺς ἀδελφούς, τοὺς ἄφησαν ἐλεύθερους καὶ τοὺς
διαβεβαίωσαν ὅτι δὲν ἐπρόκειτο νὰ ἐνοχληθοῦν. Παρ’ ὅλα αὐτά, ἡ θέση τοῦ
Ἰάσονος δὲν ἔπαυσε νὰ εἶναι ἐπισφαλής.
Ὅλα
αὐτὰ ἀποτελοῦν προοίμιο ἄλλων διώξεων ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ὑποστεῖ ὁ Ἰάσων.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐπαινώντας τὸν Ἀπόστολο Ἰάσονα, τὸν χαρακτηρίζει
θαυμαστό: «Θαυμαστὸς ὁ ἀνὴρ εἰς κινδύνους ἑαυτὸν ἐκδοὺς καὶ ἐκπέμψας αὐτούς».
Μετὰ τὰ συμβάντα στὴ Θεσσαλονίκη, ὁ Παῦλος ἀναχωρεῖ γρήγορα γιὰ τὴν Βέροια. «Οἱ δὲ ἀδελφοὶ διὰ νυκτὸς ἐξέπεμψαν τόν τε Παῦλον καὶ Σίλαν εἰς Βέροιαν».
Πρωτοστάτης γιὰ τὴ φυγάδευση τοῦ διδασκάλου τους ἦταν ὁ Ἰάσων, ὁ ὁποῖος
ἔμεινε στὴ Θεσσαλονίκη διοργανώνοντας τὴν πρώτη Ἐκκλησία.
Ὅταν
οἱ Ἀπόστολοι Τιμόθεος καὶ Σίλας πῆγαν στὴν Κόρινθο, ὁ Ἰάσων τοὺς ἔδωσε
χρήματα γιὰ τὸν Παῦλο. Καὶ ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφε τὴν πρὸς
Ρωμαίους Ἐπιστολή, ὁ Ἰάσων ἦταν στὴν Κόρινθο καὶ ἀπηύθυνε χαιρετισμοὺς
στοὺς Χριστιανοὺς τῆς κοινότητος τῆς Ρώμης.
Μία
παράδοση φέρει τὸν Ἀπόστολο Ἰάσονα Ἐπίσκοπο τῆς γενέτειρας τοῦ
διδασκάλου του, τὸν δὲ Ἀπόστολο Σωσίπατρο Ἐπίσκοπο Ἰκονίου. Ἄλλη πάλι
παράδοση, τὴν ὁποία ὅμως ἀποκρούουν οἱ ἑρμηνευτές, θέλει τὸν Ἰάσονα
Ἐπίσκοπο Ἰκονίου. Τόσο ὁ Ἰάσων ὅσο καὶ ὁ Σωσίπατρος ἦλθαν στὴν Κέρκυρα,
ὅπου ἀνέπτυξαν πλούσια δράση.
Καὶ
οἱ δύο συνεργάτες τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἐξαιτίας τῆς ἱεραποστολικῆς
τους δραστηριότητας, συκοφαντήθηκαν, συνελήφθησαν καὶ ρίχθηκαν στὴ
φυλακὴ ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Κερκυλλίνο. Στὴν φυλακὴ μετέστρεψαν ἑπτὰ ληστὲς
στὸν Χριστό, οἱ ὁποῖοι ἀργότερα μαρτύρησαν γιὰ τὴν πίστη τους. Οἱ δύο
Ἀπόστολοι παραδόθηκαν ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα στὸν ἔπαρχο Καπριανό, ὁ ὁποῖος μὴν
μπορώντας νὰ τοὺς μεταπείσει, τοὺς ἔριξε στὴν φυλακή.
Τὰ
βασανιστήρια ποὺ ὑπέστησαν ἀπὸ τὸν ἔπαρχο οἱ δύο Ἀπόστολοι, συγκίνησαν
τὴν θυγατέρα τοῦ ἡγεμόνος, Κέρκυρα, ἡ ὁποία ἀσπάσθηκε τὸν Χριστιανισμό.
Οἱ δύο Ἀπόστολοι ρίχθηκαν σὲ ἕνα σιδερένιο καζάνι, ὅπου ὑπῆρχε πίσσα καὶ
ρητίνη. Ὁ Ἰάσων ἐξῆλθε ἀβλαβής, ἐνῷ ὁ Σωσίπατρος πέθανε. Ἀπὸ τὴ
δοκιμασία αὐτὴ τῶν δύο Ἀποστόλων, ὁ ἡγεμόνας μετανόησε, κατηχήθηκε,
βαπτίσθηκε καὶ μετονομάσθηκε Σεβαστιανός.
Ὁ Ἀπόστολος Ἰάσων, ὅπως ἀναφέρουν οἱ «Πράξεις τῶν Ἁγίων»,
ἔζησε μέχρι τὰ βαθειὰ γεράματα, διακονώντας τὴν Ἐκκλησία τῆς Κέρκυρας
καὶ χτίζοντας ναούς. Οἱ Κερκυραίοι γιὰ τὴν προσφορὰ τῶν δύο Ἀποστόλων,
τοὺς εὐλαβοῦνται καὶ πρὸς τιμὴν τους ὑπάρχει περικαλλὴς ναός, ποὺ
θεωρεῖται ὁ ἀρχαιότερος στὴν πόλη. Οἱ τίμιες κάρες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἰάσονος καὶ Σωσιπάτρου φυλάσσονται μὲ εὐλάβεια στὴν ἱερὰ μονὴ Ὁσίου Λουκᾶ Βοιωτίας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Δυὰς
ἡ ὁμότροπος, τῶν Ἀποστόλων Χριστοῦ, Ἰάσων ὁ ἔνδοξος, Σωσίπατρος ὁ
κλεινός, συμφώνως τιμάσθωσαν· οὗτοι γὰρ δεδεγμένοι, τὸν τῆς χάριτος
λόγον, ηὔγασαν ἐν Κερκύρᾳ, εὐσεβείας τὸ φέγγος, πρεσβεύοντες τῷ Κυρίῳ,
ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Χειρόγραφον εἰκόνα.
Τοῖς
δόγμασι τοῦ Παύλου καταυγασθέντες, γεγόνατε φωστῆρες τῆς οἰκουμένης,
τρισμακάριοι· καταυγάζετε γὰρ ἀεὶ κόσμον θαύμασιν, Ἰάσων, ἡ πηγὴ τῶν
ἰαμάτων, Σωσίπατρε, Χριστοῦ Μαρτύρων κλέος, Ἀπόστολοι θεοφόροι,
προστάται τῶν ἐν ἀνάγκαις, καθικετεύσατε Θεῷ, τοῦ σωθήναι τὰς ψυχὰς
ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον. Χαίροις
Ἀποστόλων ἡ ξυνωρίς, τῆς σεπτῆς Τριάδος, δημηγόροι καὶ ὑπουργοί, σὺν τῷ
Σωσιπάτρῳ, Ἰάσων θεοφόρε· ὑμεῖς γὰρ ἀληθείας, ὤφθητε στόματα.