π. Λίβυος
Καθιερωμένος πλέον βραδινός περίπατος. Χωριό. Ήσυχοι δρόμοι. Έρημοι, αλλά με μια βαθιά ανθρωπιά, μια και περπατήθηκαν με σεβασμό από τις αγωνίες των ανθρώπων. Στην επιστροφή ανηφόρα. Νιώθω το αριστερό μου πόδι και πάλι να μην υπακούει. Βλάβη στην σπονδυλική στήλη. Κουτσαίνοντας και αργοπορώντας, προσπαθώ να φτάσω σπίτι. Ένας φόβος, μια αγωνία, ένα γιατί πάει να ξεπηδήσει στην ψυχή. Μα δεν το αφήνω να πολυκαιρίσει. Το σταματώ και κάπως μαλώντας το διορθώνω. «Και γιατί όχι σε σένα; Σε ένα κόσμο οδύνης, πόνου και δακρύων, τι ανήλικα ζητάς; Να μην πονάς; Γιατί ρε φίλε ποιος είσαι εσύ;»
Την ίδια στιγμή που εσύ απαιτείς να αποφύγεις την οδύνη και γογγύζεις για τα βάσανα σου, δεκάδες χιλιάδες παιδιά πεθαίνουν σε ανόητους πολέμους, θάβονται κάτω από την γη σε σεισμούς, τεμαχίζονται σε τροχαία, και υποφέρουν απο φρικτές αρρώστιες. Άνθρωποι δεν προλαβαίνουν καν να χορτάσει η ματιά τους ομορφιά, και εμείς ζητάμε τι; Να μην πονέσουμε; Δεν ξέρω εάν υπάρχει μεγαλύτερος εγωισμός.
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ Εδώ