Ἡ κοίμηση τῆς γιαγιᾶς Γιαννούλας
Τῆς Καθηγουμένης Μόνικας Μοναχῆς
(Ιερά Μονή Αγίων Νεκταρίου και Φανουρίου, Τρίκορφο Φωκίδος)
Ξημερώματα τῆς 5ης
Ὀκτωβρίου, ἡμέρα Τετάρτη, ἔφυγε ἀφήνοντας τήν τελευταία της πνοή, στό
φτωχικό της καλυβάκι ἡ γιαγιά Γιαννούλα. Ἦταν Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου,
ὅταν γιά τελευταία φορά πήγαμε νά τήν δοῦμε καί νά πάρουμε τήν εὐχή της,
γιατί ἡ γιαγιά ἔφευγε γιά τόν Χριστό πού τόσο ἐπόθησε σ᾽ ὅλη τή ζωή
της. Καί πράγματι, ὅταν φθάσαμε φαινόταν τόσο ὅτι ἡ γιαγιά ἔφευγε, πού
ξέραμε ὅτι πλέον θά τήν βλέπαμε μόνο μέσα στή νεκρική της κλίνη καί, ἐάν
θέλει ὁ Θεός, στόν Παράδεισο, στήν ἄλλη ζωή.
Τό χωριό τῆς γιαγιᾶς
Γιαννούλας εἶναι τό Καραϊσκάκη Αἰτωλοακαρνανίας. Ὅταν πρωτογνωρισθήκαμε
ἦταν πολλά χρόνια πρίν, καθώς τήν σύνταξή της, τήν διέθετε γιά νά
πηγαίνει προσκύνημα στά Μοναστήρια, ὅπου μποροῦσε. Μία χειμωνιάτικη
μέρα, ἀφοῦ ἡ γιαγιά ἔφυγε ἀπό τήν Παναγία τήν Βαρνάκοβα, ἐπισκέφθηκε τό
Μοναστήρι τοῦ Γέροντα Νεκταρίου στό Τρίκορφο Φωκίδος, τόν ὁποῖο πολύ
ἀγαποῦσε καί σεβόταν. Ὅταν ἔφτασε ἡ ὥρα νά φύγει εἶχε ἤδη νυχτώσει. Ὁ
Γέροντας κάλεσε ἕνα ταξί ἀπό τήν Ναύπακτο γιά νά τήν πάει στό χωριό
Καραϊσκάκη. Ὁ ταξιτζής δέν γνώριζε πού ἦταν τό χωριό καί πώς θα τήν
πήγαινε σέ αὐτό. Ὁ Γέροντας ἄκουσε τότε τήν γιαγιά νά λέει στόν ταξιτζή,
ὅτι θά ἀκολουθοῦσαν τό φῶς μπροστά τους καί αὐτό θά τούς πάει στό
χωριό! Τό φῶς μέ ἔχει ξαναπάει
στό χωριό, γιατί καί ἐγώ δέν ξέρω τούς δρόμους εἶπε ἡ γιαγιά. Ξαφνικά
λέει στόν ταξιτζή ἦλθε τό φῶς ξεκίνα, ὅπου στρίβει θά στρίβουμε κι
ἐμεῖς. Ἡ γιαγιά Γιαννούλα ἔβλεπε τό φῶς νά τούς ὁδηγεῖ: πήγαινε εὐθεία
τοῦ ἔλεγε, στρίψε δεξιά, τώρα ἀριστερά. Ἔβλεπε μπροστά της ἕνα φῶς πού
τούς ὁδηγοῦσε στόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς!
Ἐρχόταν συχνά προσκύνημα
στά Μοναστήρια μας, στόν Γέροντά μας καί σ᾽ ἐμᾶς, ἡ γιαγιά Γιαννούλα.
Θυμᾶμαι ὅτι ὅταν πρωτοέφθασε στό Μοναστήρι μας, -ὅπως καί κάθε φορά ἀπό
τότε-, ἔτρεχε σχεδόν γιά νά φθάσει μέσα στό Καθολικό, μπροστά στόν
Χριστό μας καί στούς Ἁγίους Του, νά Τόν προσκυνήσει, νά Τοῦ μιλήσει, νά
Τόν δεῖ, νά Τόν ἀσπασθεῖ. Καί ὄχι μόνο... Καθώς ἔμπαινε στό Ναό,
χειροκροτοῦσε, μέ τόν μεγαλύτερο ἐνθουσιασμό πού ἔχω δεῖ ποτέ...
Χειροκροτοῦσε ἀπό τήν χαρά της καί ἀπό τήν χάρη... Καί ἀφοῦ προσκυνοῦσε
τίς εἰκόνες στεκόταν μέ τά μάτια της καρφωμένα στήν μορφή τοῦ Ἰησοῦ μας
καί μετά στήν Παναγία μας καί σέ ὅλους τούς Ἁγίους μας, μέ τήν σειρά,
καί τούς μιλοῦσε, τούς μιλοῦσε, ψιθυριστά, χαμογελαστά, παρακλητικά,
χαρούμενα, ὅπως ὅταν δεῖς τόν πιό ἀγαπημένο σου καί ὅλη ἡ ὕπαρξή σου
γεμίζει. Γέμιζε τό πρόσωπό της, ὁ νοῦς, τό σῶμα της. Γέμιζε χάρη, γέμιζε
Χριστό καί ὅσοι ἤμασταν δίπλα της σά νά μᾶς διαπερνοῦσαν ἠλεκτροφόρα
σύρματα, σά νά αἰσθανόμασταν τήν χάρη πού τῆς χάριζε ὁ Χριστός!
Εἶπε ἕνας ἀπό τούς πατέρες
πού τήν κήδευσαν, στήν ἐξόδιο ἀκολουθία μιά μεγάλη ἀλήθεια: ῾῾Εἴχατε στό
χωριό σας ἕναν θησαυρό καί δέν τόν γνωρίζατε. Πολλά θά μποροῦσα νά πῶ,
ἀλλά ἐπειδή ἀφοροῦν τήν ἐξομολόγηση, δέν μπορῶ νά μιλήσω. Ἀλλά θά σᾶς πῶ
ἕνα μόνο. Τρεῖς ἡμέρες πρίν τήν κοίμησή της, ὅταν τήν ἐπισκεφθήκαμε καί
ἐνῶ ἡ γιαγιά, δέν ἔβλεπε, οὔτε ἄκουγε, σήκωσε τά χέρια της ψηλά καί μᾶς
ἔλεγε: ῾῾Δέν βλέπετε; Ὁ Χριστός μας ἔρχεται, κατεβαίνει, κατεβαίνει.
Δέν Τόν βλέπετε;᾽᾽.
Δέν ἦταν σπάνιο αὐτό μέ τή
γιαγιά Γιαννούλα. Ἔβλεπε τούς Ἁγίους αἰσθητά, ἀλλά ποτέ δέν μιλοῦσε γι᾽
αὐτό. Τήν ἐπισκεπτόμασταν ὅσο μπορούσαμε καί πάντα εἴχαμε αὐτήν τήν
παρουσία τῆς χάριτος μέσα στό πάμφτωχο καλυβάκι της. Ἦρθε ἡ στιγμή πρίν
ἀπό 4-5 χρόνια περίπου πού ἡ γιαγιά δέν μποροῦσε πιά νά ἔρχεται κοντά
μας. Πήγαινε μέ τό ταξί σέ πολλά μοναστήρια, ὄχι μόνο τῆς περιοχῆς, ἀλλά
καί μακρύτερα. Ἀπορούσαμε πῶς ζεῖ μέ τόσα λίγα χρήματα, ἀλλά γιά ἐκείνη
πάντα ἡ προτεραιότητα ἦταν τά ἀγαπημένα της μοναστήρια, οἱ μοναχοί καί
οἱ μοναχές... Ὅταν ἐκείνη σταμάτησε νά ἔρχεται γιατί δέν μποροῦσε πιά νά
μετακινεῖται, πηγαίναμε ἐμεῖς κοντά της. Τότε καταλάβαμε σέ πόση
φτώχεια ζοῦσε, ἀλλά ποτέ δέν σκέφθηκε νά ξοδεύει τή λιγοστή της σύνταξη
γιά νά περάσει καλύτερα. Ἕνα μικρό δωματιάκι μέ δύο ντιβανάκια καί μιά
σομπούλα ἦταν ὅλο τό βιός της. Μιά φιλόξενη αὐλίτσα μέ λίγες κοτοῦλες
καί μερικές γλάστρες μέ λουλούδια σέ ὑποδεχόταν, πρίν ἀπό τό ἕνα καί
μοναδικό δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ της, στό ὁποῖο κοιμόταν ἡ ἴδια καί τό
ἀνάπηρο παιδί της, ὁ Στάθης της, πού πάντα τόν ἔφερνε κοντά της ὅταν
πήγαινε σέ Ἐκκλησίες καί Μονές. Ὁ Στάθης ἔφυγε γιά τόν οὐρανό στίς 27
Ἰανουαρίου καί ἡ γιαγιά ἦταν πλέον ἥσυχη ὅτι μποροῦσε νά φύγει γιά τόν
Χριστό πού τόσο ποθοῦσε.
Κάποια Χριστούγεννα πού
ἦρθε νά προσκυνήσει πῆγε μπροστά στή μεγάλη εἰκόνα τῆς Γεννήσεως καί μέ
ἁπλότητα καί ὅλο χαρά καί χαμόγελο ἔλεγε στήν Παναγία: ῾῾Νά σοῦ ζήσει,
νά Τό χαίρεσαι᾽᾽, γιά τό Θεῖο Βρέφος. Ὦ μακαρία ἁπλότης!
Θυμᾶμαι σέ μία ἀπό τίς
τελευταῖες της ἐπισκέψεις στό Μοναστήρι μας, ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου
Νεκταρίου καί ἐνῶ βρισκόταν στό μέσο τοῦ ναοῦ, κοίταξε ψηλά πρός τόν
τροῦλο καί γεμάτη ἔκσταση ψιθύριζε: ῾῾ἀνοίγει ὁ θόλος, ἀνοίγει,
κοιτᾶξτε, ἔρχονται... κατεβαίνουν οἱ οὐρανοί...᾽᾽.
Ὅταν μιλοῦσε γιά τή ζωή της
ἔλεγε ὅτι πέρασε ἕνα Γολγοθᾶ, ξύλο, πεῖνα καί φτώχεια. Δέν ἔτρωγε
τίποτε ἄλλο ἀπό λίγο χυλό, δύο κουταλίτσες ἀλεύρι σέ λίγο νερό! Σέ ὅλη
τή ζωή της μέχρι τά 98 της χρόνια ἦταν κάτι παραπάνω ἀπό ἀσκητική καί
λιτοδίαιτη. Ὅ,τι καί νά τῆς ἔδινες, ἐκείνη τό ἔδινε ἐλεημοσύνη. Στό
σπίτι της δέν ὑπῆρχε τίποτα! Σέ μία ἀπό τίς ἐπισκέψεις μας, μᾶς χάρισε
τή μοναδική κουβερτούλα πού εἶχε. Ἀκόμη καί τίς γλάστρες της μᾶς χάριζε.
Δέν κρατοῦσε τίποτα. Πραγματικά ἀκτήμων! Καί ἐπέμενε τόσο νά πάρεις τά
δῶρα της. Τό θεωροῦσε προσβολή νά μή τά δεχθεῖς. Τῆς ἔδινες μέ τό ἕνα
χέρι κι ἐκείνη τά μοίραζε μέ τά δύο! Τόσο ἐλεήμων!
Ὅλα τά Μοναστήρια πού
πήγαινε ἔχουν νά διηγηθοῦν γιά τή γιαγιά Γιαννούλα, γιά τήν πίστη της. Ἡ
μόνη λέξη πού ἔλεγε ἦταν: ῾῾Ὁ Θεός, ὁ Θεός᾽᾽. Τά μάτια της, κοιτοῦσαν
πάντα ψηλά καί μετά πάντα τό χῶμα.
Ψιθύριζε, τό ἔλεος τοῦ
Θεοῦ... Ὅλο αὐτό ψιθύριζε. Ἰδιαίτερα τίς τελευταῖες της μέρες... Ὅπως
μᾶς διηγεῖται ἡ κ. Θ. πού τήν περιποιόταν, τό τελευταῖο βράδυ ἡ γιαγιά
τῆς ἔδινε ὅλο εὐχές καί κατά τίς 5.30 τό πρωΐ ἦταν ἡ τελευταία φορά πού
τῆς ζήτησε λίγο νά τήν ἀνασηκώσει. Τήν εὐχαρίστησε καί πάλι, πῆρε μία
ἀνάσα, ἀκόμη μία καί ἦταν ἡ τελευταία. Αὐτό ἦταν, ἔφυγε. Παρέδωσε τήν
ψυχή της ἐπικαλούμενη καί πάλι τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καί μέ τόν Χριστό στό
στόμα καί στήν ψυχή ἄφησε στά χέρια τοῦ Χριστοῦ τοῦ ζῶντος τήν τελευταῖα
ἡγιασμένη της πνοούλα. Ἀμέσως εὐωδία πλημμύρισε τό δωμάτιο τό σῶμα,
ἀκόμη καί τά σκεπάσματα τῆς γιαγιᾶς. Ἡ Αἰτωλοακαρνανία ξεπροβόδισε μιά
ὁσία καί ἁγία μορφή στόν Παράδεισο...Ἄς ἔχουμε τήν εὐχή της!