Ἡ Ἑλληνική κοινωνία
εἶναι μιά ὁμόδοξη
κοινωνία ζυμωμένη
μέ τό χριστιανικό πνεῦμα.
Η ΠΡΟΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ
«ΣΧΕΣΕΙΣ» ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
Μετά τήν ἀνακοίνωση ἀπό τόν Ἐξοχώτατο κ. Πρωθυπουργό γιά τήν ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος μέσα στήν ὁποία ἔθεσε καί τό θέμα τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας γιά τό ὁποῖο πολλοί μή εἰδικοί ἐκφράζονται εὐκαίρως ἀκαίρως ἐπαγόμεθα τά κάτωθι.
Πρέπει νά γίνει σαφές ὅτι οἱ σχέσεις Ἐκκλησίας-Πολιτείας ἀφοροῦν σέ ἤδη διακριτούς ρόλους ὅπως ὁ νῦν Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας στό βιβλίο του «Ἡ ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος/Ὑπό τό πρίσμα τῆς κοινοβουλευτικῆς ἐμπειρίας», ἐκδ. Α.Α. Λιβάνη, Ἀθήνα 2010, σελ. 65 ἑπ. ἔχει ὑποστηρίξει. «Οἱ διακριτοί ρόλοι προκύπτουν ἀπό τήν συγκρότηση τοῦ περιγράμματος τοῦ κράτους δικαίου δηλ. ἀπό τήν συνταγματική καί ἔννομη τάξη καί εὑρίσκονται στά ὅρια ἐκκοσμικεύσεως τῶν σχέσεων Κράτους καί Ἐκκλησίας ὑφισταμένου τοῦ πολυθρύλητου διαχωρισμοῦ» (Π. Μηλιαράκη-Συνταγματολόγου, ΕΠΙΚΑΙΡΑ 24-6-2016). Καί ναί μέν στό πλαίσιο τῶν ρυθμιστικῶν κανόνων πού ἰσχύουν διατηροῦνται οἱ «εἰδικές σχέσεις» Κράτους καί Ἐκκλησίας, ὅπως τό ἑορτολόγιο καί οἱ ἐπίσημες τελετές, συναρτῶνται μέ τό τυπικό τῆς Ἐκκλησίας, ἐν τούτοις αὐτές οἱ «εἰδικές σχέσεις» δέν ἀναιροῦν τήν διάκρισι μεταξύ Κράτους καί Ἐκκλησίας, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ Πολιτεία νομοθετεῖ ἐρήμην ἤ καί ἐναντίον τοῦ δόγματος καί τοῦ ἤθους τῆς Ἐκκλησίας ὅπως τά ψηφισθέντα νομοθετικά πλαίσια γιά τόν πολιτικό γάμο, τήν καύση τῶν νεκρῶν, τό αὐτόματο διαζύγιο, τήν ἀποποινικοποίηση τῆς μοιχείας, τή νομιμοποίηση τῶν ἐκτρώσεων, τό σύμφωνο συμβίωσης ἑτεροφύλων καί ὁμοφυλοφίλων κλπ. Συνεπῶς ἀπό τό γεγονός αὐτό ἀποδεικνύεται ὅτι οἱ ρόλοι Ἐκκλησίας καί Πολιτείας εἶναι ἀπολύτως διακριτοί καί βρίσκονται στά ὅρια τῆς ἐκκοσμίκευσης. Ἑπομένως ἡ ἰδεοληψία περί δῆθεν θεοκρατίας πηγάζει μόνο ἀπό σκοτεινή ἐμπάθεια καί νομική ἄγνοια ἤ μίσθαρνη στράτευση.
Στό σύγχρονο Εὐρωπαϊκό πολιτισμό δέν εἶναι μόνο ἡ Ἑλλάδα πού ἀναγνωρίζει ἐπισήμως συγκεκριμένη θρησκευτική κοινωνία, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Καί ἄλλες χῶρες πολιτισμοῦ ὅπως ἡ Μ. Βρετανία, ἡ Δανία καί ἡ Νορβηγία ἀναγνωρίζουν θρησκευτικές κοινωνίες καί μάλιστα στή Μ. Βρετανία ὁ ἀνώτατος ἄρχων εἶναι ἀρχηγός τῆς Ἀγγλικανικῆς κοινωνίας καί τῆς Πρεσβυτεριανῆς «Ἐκκλησίας» τῆς Σκωτίας καί συνεπῶς ὁ συντακτικός νομοθέτης πού θέσπισε ὅτι «ἐπικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα εἶναι ἡ θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» δέν εἰσήγαγε πολιτιστική ἤ νομική καινοτομία. Ἁπλῶς δήλωσε τόν σεβασμό του στήν μακρά παράδοση καί τήν θρησκευτική συνείδηση τῆς συντριπτικῆς πλειονοψηφίας τοῦ λαοῦ πού συγκροτεῖ τή συντεταγμένη Πολιτεία. Ταυτοχρόνως ὅμως τό ἰσχῦον Σύνταγμα θεσπίζει τό ἀπαραβίαστο καί τό ἐλεύθερο τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης μέ διάταξη τῆς παραγρ. 1 τοῦ ἄρθρου 13 πού δέν ἀναθεωρεῖται ἐπειδή ἀφορᾶ στόν σκληρό πυρῆνα τῆς συνταγματικῆς τάξης, ἐν ἀντιθέσει μέ τό ἄρθρο 3 πού ὁρίζει τίς «σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας» καί πού μπορεῖ νά ἀναθεωρηθῆ ἄν δέν ληφθῆ ὑπ’ ὄψι ὅτι μέ τήν τυχόν ἀναθεώρησή του ἀνατρέπονται οἱ νομικές σχέσεις τῶν Νομικῶν Προσώπων τῆς Ἐκκλησίας μέ τό Κράτος, παύει ἡ Συνταγματική προστασία τῶν Καταστατικῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τοῦ Τόμου ἀνακηρύξεως Αὐτοκεφαλίας τοῦ 1850 καί τῆς Πράξεως τοῦ 1928 καί βέβαια τοῦ ἰσχύοντος Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ν. 590/1977) μέ ὅτι αὐτό μπορεῖ νά σημαίνει γιά τήν εὐστάθεια τοῦ Ἔθνους καί τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀνατροπή αὐτή ἀναπόδραστα θά πρέπει νά συμπαρασύρει γιά λόγους ἰσότητος καί τήν νομική σχέση μέ τήν Ἑλληνική Πολιτεία τοῦ Κεντρικοῦ Ἰσραηλιτικοῦ Συμβουλίου (Κ.Ι.Σ.) καί τῶν Ἰσραηλιτικῶν Κοινοτήτων πού ἀποτελοῦν Ν.Π.Δ.Δ. στήν ἔννομη τάξη τῆς Ἑλλάδος, καθώς καί τῶν Μουσουλμανικῶν Μουφτειῶν πού ἀποτελοῦν Δημόσιες Ὑπηρεσίες τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, μέ δικαιοδοτική ἁρμοδιότητα.
Ἡ ἐμμονή τῶν Ἀριστερῶν κομμάτων καί κινημάτων καθώς καί τῶν νεοφιλελευθέρων στό λεγόμενο «χωρισμό» Ἐκκλησίας-Κράτους καί ἡ παρουσίαση τοῦ θέματος ὡς δῆθεν μεγάλης μεταρρυθμίσεως καθώς καί ἡ πρόταση τοῦ κ. Πρωθυπουργοῦ μᾶς ὑποχρεώνει νά ἐπαναδιατυπώσωμε κάποιες σκέψεις. Τό πρόταγμα τοῦ λεγομένου χωρισμοῦ ἐπαναλαμβάνεται ἀπό προφανῶς ἀμοίρους νομικῆς παιδείας, οἱ ὁποῖοι μέ ἐφαλτήριο τό λεγόμενο «θράσος τῆς ἀγνοίας τους», θέτουν πρός κατεδάφισι ὅ,τι συνιστᾶ τό κράτος δικαίου πού ἐπί 200 σχεδόν χρόνια πύργωσε ὁ λαός μας μέ αἷμα καί ἱδρώτα.
Τά κόμματα τῆς Ἀριστερᾶς μέ τήν γνωστή φιλοσοφικοκοινωνική βιοκοσμοθεωρία τοῦ Κομμουνιστικοῦ κοσμοειδώλου, ὅπως γνώρισε τόν χωρισμό αὐτό ὁ καταρρεύσας ὑπαρκτός σοσιαλισμός στό ἀνατολικό μπλόκ πού στήν οὐσία ἦταν διωγμός τῆς θρησκευτικῆς πίστεως, ἐλαύνονται ἀπό ἀποτυχημένα ἀθεϊστικά ἰδεολογήματα καί συναντῶνται μέ τά ὑπόλοιπα κόμματα τοῦ νεοφιλελευθέρου χώρου κάτω ἀπό τίς ντιρεκτίβες τῆς Νέας Ἐποχῆς καί τῆς Νέας Τάξεως. Ποιός δέν θυμᾶται τήν δυναμική παράσταση τοῦ ἐν Ἀμερικῇ Ἑβραϊκοῦ λόμπυ στόν τότε Πρωθυπουργό Κ. Σημίτη γιά τήν διαγραφή τοῦ θρησκεύματος ἀπό τίς ταυτότητες τῶν Ἑλλήνων ὅπως ἀνέφερε τό ἀνακοινωθέν τοῦ Μεγάρου Μαξίμου;
Μιλοῦν γιά χωρισμό Ἐκκλησίας καί Κράτους, διάβαζε Ἔθνους ἐπικαλούμενοι δῆθεν προοδευτικά συνθήματα. Οἱ ἀντιλήψεις ὅμως περί χωρισμοῦ εἶναι τοῦ περασμένου αἰώνα πού γεννήθηκαν κάτω ἀπό μισαλόδοξο ἀντιθρησκευτικό καί ἀντικληρικαλιστικό λαϊκιστικό πνεῦμα πού δέν συμβιβάζεται μέ τίς σημερινές κοινωνικές, πολιτειακές καί θρησκευτικές ἀντιλήψεις καί πού ἀναπτύχθηκε σέ προτεσταντικές καί παπικές χῶρες πού δέν ἔχουν καμμία σχέση μέ τόν πολιτισμό καί τήν Ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Τό πρότυπο τῶν δυτικῶν Κοινωνιῶν ἀλλά καί τοῦ ἀθεϊστικοῦ ἀνατολικοῦ μπλόκ πού ἱστορικά κατέρρευσε παταγωδῶς, μέ τό θρησκευτικό συγκρητισμό καί μέ τόν χωρισμό, παράγει μόνο διαλυτικά κοινωνικά φαινόμενα καί ἐπιτρέπει τήν ἅλωση τῶν κοινωνιῶν ἀπό τήν παραθρησκεία,τίς καταστροφικές λατρείες, τήν εἰδωλολατρεία, τόν σατανισμό καί τά ἐγκληματικά φαινόμενα. Οἱ ἀντιλήψεις περί χωρισμοῦ δέν συμβιβάζονται μέ τά ἑλληνικά ἰδεώδη καί τήν Ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη πού πότισε τίς ρίζες τοῦ Ἔθνους μας.
Οἱ ἀντίθετοι, οἱ ἔξω τοῦ χριστιανισμοῦ, οἱ ἀντίχριστοι, ἡ ἀπιστία γενικῶς ἀντιπαρέρχονται μία παγκόσμια πραγματικότητα, τήν πραγματικότητα τῆς ἀλλαγῆς τοῦ κόσμου ἀπό τόν Χριστιανισμό. Δέν μιλᾶμε γιά τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μιλᾶμε γιά τήν κοινωνική πραγματικότητα, γιά τήν κοινωνική διάσταση τοῦ Χριστιανισμοῦ πού ἐκπολίτισε τόν κόσμο καί ἰδιαίτερα στήν χώρα μας, μᾶς διαφύλαξε διά νά μήν εἴμαστε τό ὑπόλοιπο τῆς Εὐρωπαϊκῆς Τουρκίας σήμερα, ἐξισλαμισμένοι καί Τουρκοποιημένοι.
Ὁ Χριστιανισμός συνεπῶς κρινόμενος μόνο μέ κοσμικά κριτήρια εἶναι μιά παγκόσμια θρησκεία πού δέν μπορεῖ νά τεθεῖ στό κοινωνικό περιθώριο, οὔτε νά ἀγνοηθεῖ καί ἀσφαλῶς δέν εἶναι δυνατό νά καταπολεμηθεῖ γιατί εἶναι θεοσύστατος ὀργανισμός, ὅπως ἀπέδειξαν τά δύο χιλιάδες χρόνια τῆς ἐπί γῆς παρουσίας Του καί τά πολυεκατομμύρια τῶν μαρτύρων Του.
Ἡ Ἑλληνική κοινωνία εἶναι μιά ὁμόδοξη κοινωνία ζυμωμένη μέ τό χριστιανικό πνεῦμα. Ἡ ἀλλαγή τῶν δομῶν τῆς κοινωνίας μας, πού ἐπιχειρήθη μέ τήν ψήφιση τοῦ Νόμου περί συμφώνου συμβίωσης (Ν. 4356/2015, ΦΕΚ τ. Α΄, 181/24.12.2015) καί τήν ἀπενοχοποίηση τοῦ ἐπί 4000 χρόνια κακουργήματος τῆς παρά φύσι ἀσελγείας μέ τήν κατάργηση τοῦ ἄρθρου 347 τοῦ Ποινικοῦ Κώδικος καθώς καί μέ τό νομοθέτημα γιά οὐσιαστική προβολή τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν ὡς συγχρόνου τρόπου διαλύσεως τοῦ σώματος καί τῆς ἀντιλήψεως περί ἐκμηδενίσεως καί ἀφανισμοῦ μέ τόν θάνατο τοῦ ἀνθρώπου καί μέ τήν ἀλλαγή τοῦ νομικοῦ καί ἠθικοῦ μας πολιτισμοῦ, διότι περί αὐτοῦ πρόκειται, θά ἔχει ὀλέθριες συνέπειες γιά τό Ἔθνος μας καί τήν ἐπιβίωσή του. Γιατί τό Ἔθνος σύγκειται ἀπό τό ὁμόθρησκον, τό ὅμαιμον, τό ὁμόγλωσσον καί τό ὁμότροπον. (Ἡρόδοτος)
Ἡ πρόταση τοῦ χωρισμοῦ, περνᾶ καί ἀπό τήν θύρα τῆς εἰδικῆς ἐπιστήμης τῆς κοινωνιολογίας. Ἡ ἐφαρμογή τῆς ἀρχῆς «ἡ θρησκεία εἶναι μία ἰδιωτική ὑπόθεση» κατέληξε πάντοτε στήν καταδίωξη καί καταπίεση τῆς θρησκευτικῆς πίστεως. Ἄμεσες συνέπειες τῆς τακτικῆς αὐτῆς εἶναι ὁ προοδευτικός ἐκφυλισμός τῆς προσωπικῆς καί κοινωνικῆς ἠθικῆς, ἡ σχετικοποίηση τῆς ἐθνικῆς παραδόσεως καί ἡ εἰσβολή ξένων ἰδεολογιῶν μέ ἐπικίνδυνο γιά τήν ἐθνική ἐπιβίωση περιεχόμενο. Ἡ συλλειτουργία τῶν θεσμῶν τοῦ Ἔθνους καί τῆς Ἐκκλησίας στήν ἱστορική πορεία μας, ἔχει ὡς συνέπεια νά εἶναι ἀδύνατον νά αὐτονομηθοῦν οἱ θεσμοί αὐτοί καί νά παύσουν νά συλλειτουργοῦν χωρίς τό ἄμεσο ἐνδεχόμενο ἀρνητικῶν συνεπειῶν στήν ἐθνική πορεία καί ἐπιβίωση. Ὁ ὁμ. Καθηγητής τοῦ Α.Π.Θ. κ. Β. Γιούλτσης παρουσίασε ἐναργέστατα τήν θεωρία τοῦ φονξιοναλισμοῦ (fonctionnalisme) δηλ. τῆς συλλειτουργίας τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν. Ὅταν στήν ἀθεϊστική Γαλλία συνομολογήθηκαν «κονκορδάτα» ἀμοιβαιοτήτων πού ὁδήγησαν προοδευτικά στά διατάγματα 91/1955, 654/1968 καί 1024/1983 μέ τά ὁποῖα οὐσιαστικά ἡ ἐθνική Ρωμαιοκαθολική «Ἐκκλησία» τῆς Γαλλίας ἐπέστρεψε στά ἐπίπεδα συλλειτουργίας μέ τούς πολιτικούς θεσμούς καί ὅταν ἐπίσης στήν ἄλλοτε κραταιά Σοβιετική Ἕνωση τό διάταγμα τῆς 5/2/1918 μέ τό ὁποῖο ἐπεβλήθη ὁ χωρισμός Ἐκκλησίας καί Κράτους ἀντικατεστάθη μέ μιά σειρά διαταγμάτων ὅπως 1102/1972, 69/1973, 85/1973 καί μέ τήν γνωστή ἡμισυνταγματική ἀναθεώρηση τοῦ 1972 μέ τά ὁποῖα ἀναγνωρίστηκε ὡς «ἀνεπίσημη θρησκευτική ἐπισημότητα» ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀποτελεῖ ἤ ὄχι ἀνεπίτρεπτο κρετινισμό ἡ συνθηματολογία γιά τόν χωρισμό στήν Ἑλλάδα, ὅπου ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τήν ψυχή τοῦ Ἔθνους;
Τά παραπάνω κόμματα πού μιλᾶνε γιά χωρισμό στήν οὐσία στοχεύουν στόν θρησκευτικό ἀποχρωματισμό τῶν Ἑλλήνων, θέλουν νά πάψουν οἱ πολίτες νά εἶναι θρησκεύοντα μέλη τοῦ σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διότι εἶναι ἀντίθετοι πρός τήν χριστιανική πίστη. Τήν ἀπουσία ὅμως τοῦ θρησκευτικοῦ στοιχείου ἀπό τόν πολίτη θά τήν ὑποκαταστήσει ἕνα ἄλλο στοιχεῖο τό ὁποῖο ἔχει καί αὐτό θρησκευτικό χαρακτῆρα, γιατί δέν μπορεῖ νά γίνει ἀλλιῶς, ἀφοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο κατά τόν θεωρητικό τῶν Σοβιέτ Λουνατσάρσκι «τρία πράγματα δέν μπορεῖς νά ἀφαιρέσης τήν ἐλευθερία, τήν ἰδιοκτησία καί τήν μεταφυσική ἀγωνία» καί αὐτό τό στοιχεῖο ὀνομάζεται ἀντιχριστιανός ἤ ἀντιθρησκευτικός πολίτης ἤ ἄθεος πού στρατεύτεται στήν «θρησκεία» τῆς ἀθεΐας. Αὐτό εἶναι τό πρότυπο τοῦ πολίτου αὐτῶν πού θέλουν τόν λεγόμενο χωρισμό. Τόν ἀποκαλοῦν μέ πολλά ὀνόματα, φιλικό ἤ ἔντιμο χωρισμό ἤ βελούδινο διαζύγιο ἤ ἀναθεώρηση σχέσεων ἤ ἀναστοχασμό ἤ ἐπαναπλαισίωση, δέν ἔχει σημασία. Μέ αὐτόν τόν τρόπο λένε ὅτι τό κράτος θά εἶναι ἀνεξίθρησκο ἤ οὐδέτερο πρός τήν θρησκεία καί αὐτό θά εἶναι δῆθεν καλύτερο γιά τήν κοινωνία. Τεχνητός ὅμως χωρισμός τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας στήν κοινωνική της διάσταση καί λειτουργία μπορεῖ νά εἶναι ἀπό νομοθετικῆς πλευρᾶς δυνατός, θά ἀποτελεῖ ὅμως κατ’ οὐσίαν κατασκευή ἑνός «ἀνθρωπίνου τέρατος», ἑνός «κοινωνικοῦ θηρίου». Οἱ κοινωνίες δέν ὀργανώνονται μόνο μέ Νόμους ἤ Συντάγματα, ὀργανώνονται καί μέ ἐξωνομικούς κανόνες πού ἀπό πλευρᾶς ἀξίας καί πρακτικοῦ κοινωνικοῦ ἀποτελέσματος εἶναι οἱ σημαντικότεροι.
Ἡ Ἑλληνική κοινωνία εἶναι ὀργανωμένη μέ τέτοιους κανόνες, πού εἶναι οἱ χριστιανικοί κανόνες καί ἑπομένως εἶναι ἔγκλημα ἡ πολιτική βούληση τῶν ἀνωτέρω κομμάτων πού θέλει νά ὁδηγήσει σέ θρησκευτικό ἀποχρωματισμό τήν ἑλληνική κοινωνία στό ὄνομα τῆς δῆθεν προόδου, γιατί στήν ἑλληνική κοινωνία οἱ θεσμοί συλλειτουργοῦν ἐπειδή συλλειτουργοῦν οἱ ἀνθρώπινες προσωπικότητες. Βέβαια στίς κοινωνίες ὑπάρχουν πολίτες μέ θρησκευτική συνείδηση καί πολίτες χωρίς αὐτήν ἀλλά αὐτό ἀποτελεῖ ἐπιλογή καί ἀνάγεται σέ ἀτομικό δικαίωμα προστατευόμενο συνταγματικά. Ἡ καθιέρωση ὅμως πολιτειακά τοῦ χωρισμοῦ τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν εἶναι τραγικά ἀγεφύρωτη ἔκπτωση.
Ὁ χωρισμός χωρίς νά ληφθοῦν ὑπ’ ὄψιν ἡ συλλειτουργία τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν, ἡ ἰδιομορφία τοῦ πολιτιστικοῦ καί Ἐθνικοῦ παρελθόντος, οἱ ἀντιλήψεις καί ἡ ἰδιοσυγκρασία τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ εἶναι μία ἀφελής συνθηματολογία πού περιέχει μόνο ἄγνοια καί προκατάληψη.
Τό σύστημα τῆς συναλληλίας πού ἰσχύει σήμερα μέ τό Σύνταγμα τοῦ 1975 καί τόν Καταστατικό Χάρτη εἶναι καθεστώς χωρισμοῦ ἀφοῦ Ἐκκλησία καί Πολιτεία εἶναι κοινωνίες διάφορες, συναφεῖς ὅμως καί συνεχόμενες μέ συνεργασία κοινωνικά ἀναγκαία καί ἀναπόφευκτη. Ἡ ἱστορική ἐμπειρία ἐφαρμογῆς τοῦ συστήματος τόσο στήν χιλιόχρονη βυζαντική περίοδο καί τήν ὀθωμανική κατοχή, ὅσον καί στήν περίοδο τοῦ νεωτέρου Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἀποδεικνύει ὅτι ἡ νομική αὐτή κατάσταση δέν ἔβλαψε οὔτε τήν Ἑλληνική κοινωνία, οὔτε τά δικαιώματα τῶν ἄλλων θρησκευτικῶν Κοινοτήτων καί ἐπί τέλους θέτει τό ἐρώτημα, ἡ μετατροπή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν ὁποία πολυειδῶς ὀφείλει τό Ἔθνος ἀπό εἰδικό Ν.Π.Δ.Δ. σέ ἁπλό Σωματεῖο ἤ Ἕνωση προσώπων θά συμπαρασύρει καί τό ὑφιστάμενο νομικό καθεστώς τῶν Μουφτειῶν τῆς Μουσουλμανικῆς θρησκευτικῆς παραδοχῆς πού προβλέπεται ἀπό τήν Συνθήκη τῆς Λωζάνης καί τοῦ Κεντρικοῦ Ἰσραηλιτικοῦ Συμβουλίου καί τῶν Ἰσραηλιτικῶν Κοινοτήτων; Γιατί κάτι τέτοιο δέν προαναγγέλεται ἀπό τά παραπάνω πολιτικά κόμματα. Συνεπῶς ἀντιλαμβάνεται κανείς εὐχερῶς ὅτι οἱ κομματικοί αὐτοί σχηματισμοί μέ τήν πρότασή τους αὐτή κηρύσσουν οὐσίᾳ διωγμό κατά τῆς Μάννας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί μόνον. Τίθεται λοιπόν ἀναποδράστως σέ κάθε ἄνθρωπο καλῆς θελήσεως τό ἐρώτημα: ἐνεργοῦν μόνοι τους ἤ εἶναι διατάκτες, ὑπεργολάβοι καί ἐντολοδόχοι γνωστῶν ἀνθελληνικῶν κέντρων τοῦ διεθνιστικοῦ συστήματος καί τῆς Νέας Τάξεως πραγμάτων πού ἐπιδιώκουν τήν ὁμογενοποίηση, τήν ἠθική ἐξαχρείωση καί τόν ἐξανδραποδισμό τῶν πολιτῶν τοῦ κόσμου;
Ἡ Ἀρχή τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, ὑπερτέρα τῆς Ἀρχῆς τῆς ἀνεξιθρησκείας πού διέπει τόν θεμελιώδη Νόμο τοῦ Κράτους, τό Σύνταγμά μας (ἀρ. 13) πηγάζει ὄχι μόνο ἀπό τήν ἰδιοπροσωπεία μας ἀλλά κυρίως ἀπό τήν θρησκευτική μας πίστη καί τίς Εὐαγγελικές Ἀρχές τῆς θεοσδότου ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου καί ἀσφαλῶς ἀπό τήν αἰώνια διακήρυξη τοῦ Δομήτορος τῆς Ἐκκλησίας «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν» (Μαρκ. 8, 34). Ἡ εὐλογημένη χώρα μας εἶναι μία χώρα στήν ὁποία οἱ πάντες ἀπολαμβάνουν τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως καί ἡ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος οὐδέν πλεονέκτημα ἔχει πέραν τῆς διά τούς γνωστούς ἱστορικούς λόγους ἀναγνωρίσεως ὅτι τά Νομικά Αὐτῆς Πρόσωπα κατά τάς νομικάς των σχέσεις εἶναι εἰδικά Ν.Π.Δ.Δ. (ἄρθρ. 1 Ν. 590/1977 ΦΕΚ τ. Α 146) πού συνεπιφέρει ὅμως καί τήν ἐποπτεία καί τόν δημοσιονομικό ἔλεγχο ὑπό τῶν ἐλεγκτικῶν ὀργάνων τοῦ Κράτους! Ὅπως εὐστόχως ἀναφέρει ἡ αἰτιολογική ἔκθεση ὑπό τό ἄρθρ. 68 παρ. 1 παρ. 3 τοῦ Ν. 435/2014 : «Τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου ἔχει ἀποσαφηνίσει καί σέ Ἑλληνική ὑπόθεση (ΕΔΔΑ Holy Monasteries c Greece) καί σέ ὑποθέσεις μεταξύ ἄλλων εὐρωπαϊκῶν Κρατῶν καί Ἐκκλησιῶν μέ νομική μορφή Ν.Π.Δ.Δ., ὅτι, παρότι στά κράτη αὐτά οἱ Ἐκκλησίες εἶναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, εἶναι «μή κυβερνητικοί ὀργανισμοί» καί ἔχουν πλήρως δικαίωμα αὐτοδιοίκησης τῶν ὑποθέσεων τους ἔναντι τοῦ Κράτους μέ ἀποφάσεις τῶν διοικητικῶν ὀργάνων τους (ΕΔΔΑ Holy Synod of the Bulgarian Orthodox Church c. Bulgaria, ΕΔΔΑ Siebenhaar c. Allemagne, ΕΔΔΑ Reuter c. Allemagne, ΕΔΔΑ Muller c. Allemagne, ΕΔΔΑ Fernandez Martinez v. Spain, ΕΔΔΑ Schuth c. Allemagne, ΕΔΔΑ Obst c. Allemagne). Ἔτσι, εἰσάγεται μία γενική ρύθμιση γιά αὐτά τά εἰδικά νομικά πρόσωπα, ἦτοι τά νομικά πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης καί τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων Δωδεκανήσου καί Ἐξαρχίας Πάτμου, τῶν Ἰσραηλιτικῶν Κοινοτήτων, τοῦ Κεντρικοῦ Ἰσραηλιτικοῦ Συμβουλίου, τοῦ Ὀργανισμοῦ Περιθάλψεως καί Ἀποκαταστάσεως Ἰσραηλιτῶν Ἑλλάδος, προκειμένου νά διευκρινιστεῖ ότι αυτά δεν ταυτίζονται με τα κρατικά ν.π.δ.δ. και δεν ὑπάγονται στίς διατάξεις δημοσίου δικαίου, που ἀφοροῦν τή Γενική Κυβέρνηση καί τό δημόσιο τομέα -στενό ἤ εὐρύτερο- ἐκτός ἐάν τό ὁρίζει ρητά κάποια συγκεκριμένη διάταξη. Ὡστόσο, συνεχίζουν νά ἰσχύουν οἱ τυχόν μέχρι σήμερα ἐφαρμοζόμενες σ' αὐτά διατάξεις, ποῦ ἀφοροῦν στήν ἐποπτεία τους καί τόν δημοσιονομικό ἔλεγχό τους καθώς καί τήν πρόσληψη καί τήν κατάσταση τοῦ προσωπικοῦ τους (π.χ. τό ἄρθρο 45 παρ. 4 τοῦ ν. 590/1977 γιά τόν διαχειριστικό ἔλεγχο τοῦ κράτους στίς ἐκκλησιαστικές διαχειρίσεις ἤ τό ἄρθρο 1 τοῦ ν. 3812/2009 γιά τήν πρόσληψη ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων μέσω Α.Σ.Ε.Π.). Διευκρινίζεται ἐπίσης ὅτι σέ ὅσες περιπτώσεις τά παραπάνω θρησκευτικά νομικά πρόσωπα λαμβάνουν ἐπιχορηγήσεις καί κάθε εἴδους χρηματοδοτήσεις ἀπό τό Κράτος ἤ εὐρωπαϊκούς πόρους ὑποχρεοῦνται νά ἀκολουθοῦν τήν κείμενη νομοθεσία δημοσίου δικαίου κατά τήν διαχείριση αὐτῶν τῶν χρηματικῶν ποσῶν (π.χ, ἀνάθεση συμβάσεων ἔργων) καί ὅτι ὑπάγονται στόν ἴδιο δημοσιονομικό ἔλεγχο, ποῦ ὑπάγονται καί τά ἐπιχορηγούμενα κρατικά Ν.Π.Δ.Δ..». Τήν αὐτή ὅμως νομική προσωπικότητα μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, πάλι δι’ ἱστορικούς λόγους ἔχουν ὅπως προαναφέραμε καί τό Κεντρικό Ἰσραηλιτικό Συμβούλιο τῆς Ἑλλάδος καί οἱ Ἰσραηλιτικές κοινότητες Ν. 2456/1920 (ΦΕΚ Α΄ 173) ΑΝ2544/1940 (ΦΕΚ Α΄287), ΑΝ 846/1946 (ΦΕΚ Α΄144), ΝΔ 301/1869 (ΦΕΚ 195), ΠΔ 182/1978 (ΦΕΚ Α΄40) ἐνῶ οἱ 3 Μουσουλμανικές Μουφτεῖες Ξάνθης, Κομοτηνῆς καί Διδυμοτείχου εἶναι «δημόσιες ὑπηρεσίες τοῦ Κράτους» μέ πλήρη δικαιοδοτική ἁρμοδιότητα ἀσκουμένη κατά τίς ἐπιταγές τοῦ Μουσουλμανικοῦ δικαίου (Σαρία). Ὁ Μουφτῆς «ἀσκεῖ δικαιοδοσία μεταξύ Μουσουλμάνων Ἑλλήνων πολιτῶν τῆς περιφερείας του ἐπί γάμων, διαζυγίων, διατροφῶν, ἐπιτροπειῶν, κηδεμονιῶν, χειραφεσίας ἀνηλίκων, ἰσλαμικῶν διαθηκῶν καί τῆς ἐξ ἀδιαθέτου διαδοχῆς ἐφ’ὅσον οἱ σχέσεις ταῦται διέπονται ἀπό τόν Μουσουλμανικό Νόμο» (ἄρθρο 5 Νόμου 1920/1991 (ΦΕΚ 182 Α΄ 24.12.1990) ὅπως προβλέπει ἡ διεθνής Συνθήκη τῆς Λωζάνης τοῦ 1923 (ἄρθρα 14 καί 37-44). Κατά ταῦτα μέ ποῖο νόμιμο τρόπο θά ὑποβιβασθεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος σέ Νομικό Πρόσωπο ἰδιωτικοῦ δικαίου ἤ ἰδίου δικαίου (Θρησκευτικό Πρόσωπο) τοῦ Ν. 4301/2014 (ΦΕΚ Α΄ 223/17.1.2014) τήν στιγμή πού θά παραμείνουν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου τό Κεντρικό Ἰσραηλιτικό Συμβούλιο τῆς Ἑλλάδος καί οἱ Ἰσραηλιτικές Κοινότητες καί δημόσιες ὑπηρεσίες τοῦ Κράτους οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες; Καί μέ ποῖο νομικό τρόπο κατ’ ἐπιταγή τῆς ἀρχῆς τῆς ἰσότητος τοῦ Συντάγματος θά ὑποβιβασθοῦν οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες σέ Ν.Π.Ι.Δ. γιά νά παρακολουθήσουν τήν ὑποβάθμιση τῆς νομικῆς προσωπικότητος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὅπως πρότεινε καί ὁ Ἐλλογ. Πρόεδρος τῆς Ἕνωσης γιά τά Δικαιώματα τοῦ Ἀνθρώπου Καθηγητής κ. Κώστας Τσιτσελίκης (Ἐφημερίδα τῶν Συντακτῶν 3/10/2015) καί τά παραπάνω κόμματα καί τήν ἴδια στιγμή θά διατηρήσουν τή δικαιοδοσία ὡς ὑπηρεσίες τοῦ Κράτους ἀπονομῆς δικαίου σέ Ἕλληνες Μουσουλμάνους πολίτες; Κι ἀκόμη ὑφίσταται σήμερα νομική δυνατότης τροποποιήσεως τῆς Συνθήκης τῆς Λωζάνης καί ὑποβαθμίσεως τῆς νομικῆς προσωπικότητος τῆς Μουσουλμανικῆς μειονότητος τῆς Ἑλλάδος πού δικαίως θά διεκδικήση πλέον τήν ἐκλογή ἀντί τοῦ διορισμοῦ ἀπό τό κράτος τῶν Μουφτήδων; Σήμερα τό Ἑλληνικό Δημόσιο ἀντιμετωπίζει διεθνῶς τό πολύ εὐαίσθητο νομικό θέμα τοῦ διορισμοῦ ἀντί τῆς ἐκλογῆς ἀπό τήν Μουσουλμανική μειονότητα, στηριζόμενο στό γεγονός ὅτι οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες εἶναι δημόσιες ὑπηρεσίες τοῦ Κράτους καί ἔχει τό Δημόσιο τήν ἁρμοδιότητα τοῦ διορισμοῦ τῶν ἀσκούντων τήν σχετική διακαιοδοσία. Ἐάν ἡ Κυβέρνηση δέν ἔχει πρόβλημα μέ τήν «ἐκλογή» τῶν Μουφτήδων ἀπό τό Τουρκικό Προξενεῖο τῆς Κομοτηνῆς ἡ «Κοσοβοποίηση» τῆς Θράκης θά εἶναι θέμα ὀλίγων μηνῶν. Εἶναι πρόθυμος ὁ κ.Πρωθυπουργός καί ἡ Κυβέρνησις καί ὅσοι εἰσηγοῦνται τίς νομικές αὐτές ἀκροβασίες νά ἀναλάβουν τό ἐθνικό κόστος; Ἰδού τό μεῖζον δίλημμα!!! Γιατί καί αὐτή ἡ πρότασι εἶναι ὅπως φαίνεται εἶναι μία ἀπό τίς ὁμολογημένες αὐταπάτες τοῦ κ. Πρωθυπουργοῦ.
Αὐτοί πού ἐπιδιώκουν τόν λεγόμενο χωρισμό ἐπιζητοῦν:
Α. Ἡ Ἐκκλησία νά πάψη νά εἶναι ἡ ἐπικρατούσα θρησκεία τῶν Ἑλλήνων (στήν πρότασι τοῦ κ. Πρωθυπουργοῦ, αὐτό ἀπαλύνεται),
Β. Οἱ Κληρικοί καί οἱ ἐργαζόμενοι σέ Αὐτήν νά μήν ἔχουν κοινωνικά δικαιώματα,
Γ. Ἡ Ἐκκλησία νά μεταβληθῆ σέ ἕνα κοινό Σωματεῖο ἰδιωτικοῦ δικαίου,
Δ. Νά καταργηθοῦν οἱ Θεολογικές Σχολές στά Πανεπιστήμια καί ἡ Ἐκκλησιαστική Ἐκπαίδευση.
Ε. Νά καταργηθῆ τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στά Σχολεῖα, -ἤδη ὁ ἐπί τῆς Παιδείας Ὑπουργός ἐπιδιώκει τήν μετατροπή του σέ Θρησκειολογία ἐνῶ στή Χώρα μας εἶναι πολυομολογιακό μάθημα-, ἡ προσευχή καί ὁ Ἐκκλησιασμός.
Μέ ἕνα λόγο ἐπιδιώκεται ἡ περιθωριοποίηση τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὁποία γιά τούς ἐπιθυμοῦντας τόν λεγόμενο χωρισμό εἶναι ἄχρηστη μέσα στήν κοινωνία καί συνεπῶς ἕνας χωρισμός θά ὑποκρύπτει «κρυφό διωγμό» καί θά συνδράμει μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ὥστε ἡ Ἐκκλησία νά ὁδηγηθῆ κατά τή γνώμη τους σέ μαρασμό. Οἱ «καλοί» ὅμως αὐτοί «πόθοι» στεροῦνται σοβαρότητος γιατί ἀγνοοῦν τό πασίδηλο γεγονός ὅτι οἱ πολίτες εἶναι συγχρόνως καί θρησκευτικές προσωπικότητες καί δέν μποροῦν νά χωρισθοῦν στά δύο ὥστε τό Κράτος νά πάρει τόν «πολίτη» καί ἡ θρησκεία τόν «θρησκευτικό πολίτη».
Τό αἴτημα τοῦ χωρισμοῦ χωρίς νά λαμβάνεται ἐπιπροσθέτως ὑπ’ ὄψι ἡ ὀργάνωση τῆς Ἑλληνικῆς κοινωνίας, τά μεγάλα γεωστρατηγικά καί γεωπολιτικά προβλήματα τῆς περιοχῆς μας, ὁ τρομακτικός φονταμενταλισμός τοῦ Ἰσλάμ, εἶναι τελικά ὅπως εἴπαμε μιά ἀφελής συνθηματολογία πού περιέχει μόνο ἄγνοια καί προκατάληψι. Τό μεγάλο ἐκσυγχρονιστικό καί μεταρρυθμιστικό θέμα τῆς Πολιτείας δέν εἶναι ὁ χωρισμός τοῦ Ἔθνους ἀπό τήν Ἐκκλησία γιατί ὅπως προαναφέραμε μέ τό Σύνταγμα τοῦ 1975 ἔχουν καθορισθῆ οἱ διακριτοί ρόλοι Ἐκκλησίας καί Πολιτείας στά ὅρια τῆς ἐκκοσμίκευσης, ἀλλά ἡ ἀντιμετώπισις τοῦ τέρατος τῆς Γραφειοκρατίας, τῆς ἀσυνέχειας τοῦ Κράτους, τῆς εὐνοιοκρατίας καί κομματοκρατίας καί τῆς σοβούσης ἠθικῆς σήψεως καί διαφθορᾶς.
Ἀδαῶς φερόμενοι οἱ ἐπιζητοῦντες τόν χωρισμό ἰσχυρίζονται ὅτι θά ἀπαλλαγῆ δι’ αὐτοῦ ἡ Πολιτεία καί ἀπό τήν μισθοδοσία τοῦ κλήρου καί θά ἰδιοποιηθῆ τήν Ἐκκλησιαστική λεγόμενη περιουσία, λησμονοῦν ὅμως ἀπαράδεκτα ὅτι ἀκόμη ἡ Ἑλλάδα ἀποτελεῖ Κράτος Δικαίου καί ὅτι τήν ἀπάντησι στούς «εὐσεβεῖς πόθους» τους ἔδωσε τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ε.Δ.Α.Δ) πού ὑποχρέωσε τήν Ἑλληνική Πολιτεία νά ἄρει τίς συνέπειες τῶν Νόμων 1700/1987 καί 1811/1988. Μέ τήν ἀπόφασι 10/1993/305/483-484/9.12.1994 τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων ἐπιλύεται ὁριστικά ἡ νομική θέση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέσα στήν Ἑλληνική Πολιτεία καί ἀναγνωρίζεται ἡ δικαιϊκή ἀρχή τοὺ ἄρθρου 51 τοῦ εἰσαγωγικοῦ νόμου τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικος «Ἡ ἀπόκτηση κυριότητας ἤ ἄλλου ἐμπράγματου δικαιώματος πρίν ἀπό τήν εἰσαγωγή τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα κρίνεται κατά τό δίκαιο πού ἴσχυε ὅταν ἔγιναν τά πραγματικά περιστατικά γιά τήν ἀπόκτησή τους» καί δι’ αὐτῶν οὐσίᾳ ἡ Σύμβασις τοῦ ἔτους 1952 μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Ἑπομένως μέ τόν τυχόν χωρισμό Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἐφ’ ὅσον ἡ χώρα ἐπιθυμεῖ νά βρίσκεται ἐντός τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως καί νά εἶναι ὑποκείμενο τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ νομικοῦ πολιτισμοῦ καί Δικαίου θά πρέπει νά συνεχισθῆ ἡ μισθοδοσία τοῦ κλήρου κατά τίς συμβατικές ὑποχρεώσεις τῆς Χώρας ὡς ἀντίδοσι γιά τό 96% τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας πού κατά καιρούς ἀπό τοῦ ἔτους 1833 μέ διαφόρους τρόπους προσέλαβε, ἤ νά διακοπῆ ἡ μισθοδοσία τοῦ κλήρου καί νά ἐπιστραφῆ τό σύνολο τῆς περιουσίαςἀπό τοῦ ἔτους 1833, διά τήν νομικήν καί ἱστορικήν κατοχύρωσιν τῆς ὁποίας ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος κ.κ. Ἱερώνυμος μέ τό περισπούδαστο Ἱστορικό πόνημά του «Ἡ ἀπάντησι τῆς Ἐκκλησίας στά μυθεύματα τοῦ Ἀντικληρικαλιστικοῦ Λαϊκισμοῦ» (Ἀθήνα 2016) ἀπέδειξε τήν ἀλήθεια, ἤ νά ἀποζημιωθῆ δι’ αὐτήν ἡ Ἐκκλησία. Συνεπῶς ὁμιλοῦμε γιά τρισεκατομμύρια Εὐρώ πού καθιστᾶ τό γεγονός τῆς ἀμφισβητήσεως τῆς μισθοδοσίας τοῦ κλήρου ἐν συνδυασμῷ πρός τήν οἰκονομική πραγματικότητα, πλήρως ἀνεδαφικό καί ἀνόητο.
Παρεμπιπτόντως ἡ συγκεκριμένη ἀπόφασι τοῦ Ε.Δ.Α.Δ. ἀποτελεῖ νομολογία καί πρόκριμα γιά ὁμοειδεῖς ὑποθέσεις στό μέλλον, διότι τό Ε.Δ.Α.Δ. εἶναι τό μόνο ἁρμόδιο νά κρίνη γιά τήν παραβίαση τῆς συμβάσεως τῆς Ρώμης καί ὑπερτερεῖ τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας καί τοῦ Ἀρείου Πάγου, τῶν Ἀνωτάτων Δικαστηρίων τῆς Ἑλληνικῆς ἐννόμου τάξεως. Μέ τήν ἀπόφασι αὐτή ἐκρίθη ὁριστικά καί ἀμετάκλητα τό κεφάλαιο τῆς ἀμφισβητήσεως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας ἀπό συστάσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους ἕως σήμερα.
Μετά τά ἀνωτέρῳ καί ἡ δῆθεν νομιμοποίησις τοῦ «χωρισμοῦ» μέσῳ δημοψηφίσματος θά πρέπει νά ἐξηγήσῃ στούς ἀδαεῖς τί ἀκριβῶς νομικά ὑποδηλώνει ὁ πολλά (!!) ψευδοϋποσχόμενος αὐτός ὅρος, ὅτι δηλαδή χωρισμός σημαίνει τήν μετατροπή οὐσίᾳ τοῦ νομικοῦ χαρακτῆρος τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Νομικῶν Προσώπων ἀπό εἰδικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου σέ Ἰδιωτικοῦ Δικαίου τήν ἴδια στιγμή πού οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες εἶναι Δημόσιες Ὑπηρεσίες καί οἱ Ἰσραηλιτικές Κοινότητες Ν.Π.Δ.Δ..
Τό θέλει λοιπόν αὐτό ὁ Ἐλληνικός Λαός; Νά ὑποβαθμισθῇ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί νά παραμείνουν οἱ Ἰσραηλιτικές Κοινότητες καί οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες σάν δημόσιες νομικές ὀντότητες τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους;
Ἐπιτρέψατέ μου νά ἀμφιβάλλω, γιατί δέν ἀγωνίσθηκαν γι’ αὐτό διαχρονικά οἱ Ἕλληνες.
Μέ τήν ἀναθεώρηση τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας-Πολιτείας προτείνεται καί ἡ κατάργησις τῶν ἄρθρων 198 καί 199 τοῦ Ποινικοῦ Κώδικος πού ἀφοροῦν στήν κακόβουλη βλασφημία τῶν θείων πάσης γνωστῆς κατά τό Σύνταγμα, θρησκείας δηλ. ἐκείνης πού δέν ἔχει κρύφια δόγματα καί τῆς ὁποίας ἡ λατρεία δέν ἀντίκειται στήν δημόσια τάξη καί τά χρηστά ἤθη, ὑπό τόν τίτλον τοῦ Ποινικοῦ Νόμου «Ἐπιβουλή Θρησκευτικῆς Εἰρήνης».
Νά μοῦ ἐπιτραπεῖ νά παρατηρήσω ὅτι ἀγνοεῖται τό ζήτημα αὐτό ἤ ἠθελημένα ἀπομειώνεται. Ὁ ποινικός μας νομοθέτης δέν τιμωρεῖ τήν ἄρνησι ἤ τήν κριτική τοῦ θρησκευτικοῦ γεγονότος ἀλλά τήν κακόβουλη βλασφημία, τήν δολία δηλ. καθύβριση τοῦ θείου πού στοχεύει ὄχι στήν κριτική ἄρνηση ἤ θεώρησι ἀλλά στήν χυδαία ἀπομείωση τοῦ θρησκευτικοῦ γεγονότος πού ἀναποδράστως προκαλεῖ τήν ὀργή καί τόν βαθύτατο παραπικρασμό τῶν πιστευόντων στήν ὑβριζομένη θρησκευτική παραδοχή. Ὅπως εὐχερῶς ἀντιλαμβανόμεθα ἡ αἰτιολογική βάσι τῶν συγκεκριμένων ποινικῶν διατάξεων καί ἡ στόχευση τοῦ ποινικοῦ νομοθέτου ὁρίζεται ἀπό τό νομικό προσδιορισμό τῶν ἄρθρων «ἐπιβουλή Θρησκευτικῆς Εἰρήνης» καί εἶναι ἡ διατήρησι τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς μέσα στό κοινωνικό σύνολο καί ἡ προστασία αὐτῆς τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς ἀπό τήν διάρρηξη πού θά προκαλέσει ἀναπότρεπτα ἡ δολία ἐξύβρισι τοῦ θρησκεύματος κάποιων συμπολιτῶν πού ἀναγνωρίζεται στή χώρα. Συνεπῶς μέ τίς προβλέψεις τοῦ ποινικοῦ μας νομοθέτου δέν προστατεύεται ὁ Θεός ἀλλά τό ἔννομο ἀγαθό τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς καί ἡ δημοκρατική εὐστάθεια τῆς χώρας, διότι τό πρόσωπο τοῦ κάθε συναθρώπου μας πού θρησκεύεται ταυτίζεται καί συγκροτεῖται πνευματικά μέ τήν θρησκευτική του παραδοχή καί κατά ταῦτα ἡ κακόβουλος βλασφημία τοῦ θείου πού λατρεύει ὡς ὀντολογικό του θεμέλιο, προσβάλλει τό ἴδιο τό πρόσωπο καί προκαλεῖ εὔλογα τό θυμικό του συναίσθημα μέ ἀπροβλέπτους συνεπείας γιά τό κοινωνικό σύνολο.
Ὡς ἐπίπτωση τῆς ἀλλαγῆς τοῦ Νομοθετικοῦ πλαισίου τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἐμφανίζεται καί ἡ ἀλλαγή τοῦ περιεχομένου τῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, πού πρέπει νά γίνει δῆθεν οὐδετερόθρησκο. Δημοσιεύτηκε ὅμως στίς 11 Μαΐου 2016 (ΦΕΚ τ.Α΄, 83/11.5.2016) ὁ Νόμος 4386 «Ρυθμίσεις γιά τήν ἔρευνα καί ἄλλες διατάξεις», ὁ ὁποῖος στό ἄρθρο 55 μέ τίτλο Ρύθμιση θεμάτων τῆς Γενικῆς Γραμματείας Θρησκευμάτων Ὑπουργείου Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων στήν παράγραφο 5 νομοθετεῖ τά ἀκόλουθα: «5. Στο άρθρο 16 του Ν. 1771/1988 (Α΄171) προστίθεται νέα παράγραφος 4, ως ακολούθως: «4. Κατ’ εξαίρεση, εφόσον στα δημόσια δημοτικά σχολεία των με αριθμό 25153/26.2.1957 (Β΄86) και 78871/22.3.1962 (Β΄125) κοινών υπουργικών αποφάσεων των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Οικονομικών δεν υπηρετεί δάσκαλος του Καθολικού δόγματος ή της Εβραϊκής θρησκείας και γλώσσας για την κάλυψη των αναγκών των μαθητών του Καθολικού δόγματος ή της Εβραϊκής θρησκείας και γλώσσας αντίστοιχα, μετά από σχετική εισήγηση των αρμοδίων Περιφερειακών Διευθύνσεων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, είναι δυνατή η πρόσληψη, ανά σχολικό έτος, εκπαιδευτικού εκτός των οικείων πινάκων αναπληρωτών εκπαιδευτικών για τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών του Καθολικού δόγματος και για τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών και γλώσσας της Εβραϊκής θρησκείας. Η επιλογή και πρόσληψη του εκπαιδευτικού γίνεται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, ύστερα από πρόταση της Ιεράς Συνόδου της Καθολικής Ιεραρχίας Ελλάδος (Ι.Σ.Κ.Ι.Ε.) και του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου (Κ.Ι.Σ) αντίστοιχα». Τίθεται λοιπόν τό εὔλογο ἐρώτημα γιά τούς Ἑλληνόπαιδες ἑβραϊκῆς καί ρωμαιοκαθολικῆς θρησκευτικῆς παραδοχῆς καθώς καί γιά τούς Ἕλληνες μουσουλμανόπαιδες βάσει τοῦ Συντάγματος ἰσχύουν εἰδικά προνόμια ἔναντι τῶν Ἑλληνοπαίδων Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Πίστεως; Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι κατωτέρα ἀπό τήν Ρωμαιοκαθολική θρησκευτική κοινωνία ἤ ἀπό τήν Ἑβραϊκή θρησκευτική παραδοχή ἤ τό Ἰσλάμ; Διότι ἀπό τό κείμενο τοῦ Νόμου προκύπτει ὅτι γιά νά διοριστεῖ δάσκαλος ἤ Καθηγητής Θρησκευτικῶν τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ Δόγματος ἤ τῆς Ἑβραϊκῆς θρησκείας πρέπει νά προταθῆ ἀπό τήν Ρωμαιοκαθολική Ἱεραρχία ἤ τό Κεντρικό Ἰσραηλιτικό Συμβούλιο (Κ.Ι.Σ.) καί βεβαίως οὔτε κἄν νῦξις γίνεται γιά τό περιεχόμενο τοῦ διδασκομένου μαθήματος Ρωμαικαθολικῶν καί Ἑβραϊκῶν θρησκευτικῶν. Ἑπομένως νομοθετεῖ ἡ Πολιτεία εὐνοϊκῶς καί κατά προνομιακό τρόπο παραβιάζουσα κάθε ἀρχή ἰσονομίας στή Χώρα καί τήν Δημοκρατική ἔννομη τάξη ὑπέρ τῶν Ἑλληνοπαίδων Ρωμαιοκαθολικῆς καί Ἑβραϊκῆς θρησκευτικῆς παραδοχῆς, ἀναγνωρίζουσα τό ἔννομο ἀσφαλῶς δικαίωμα τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς «Ἱεραρχίας» τῆς Ἑλλάδος καί τοῦ ΚΙΣ νά ἐπιλέγουν τά ἁρμόδια κατά τήν κρίσι τους πρόσωπα γιά τήν διδασκαλία τῆς θρησκευτικῆς τους παραδοχῆς καί τό περιεχόμενο τοῦ διδασκομένου μαθήματος, ἐνῶ δέν ἀναγνωρίζεται τό ἴδιο δικαίωμα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος γιατί δέν ἔχει ποτέ ἐρωτηθεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ποιός θά διορίζεται σάν δάσκαλος ἤ καθηγητής τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ὅπως γίνεται μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς τούς Ἑβραίους καί τούς Μουσουλμάνους. Τό συγκλονιστικό λοιπόν θέμα πού τίθεται εἶναι τήν «πλουραλιστική» καί «δημοκρατική» εὐαισθησία τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας μόνο ἡ Ὀρθοδοξία τήν προκαλεῖ, ἡ Ρωμαιοκαθολική, ἡ Ἰσλαμική καί ἡ Ἑβραϊκή θρησκευτική παραδοχή ὄχι; Καί γιατί;
Ἑπομένως ἡ πρότασις τοῦ Ἐξοχωτάτου κ. Πρωθυπουργοῦ καί τοῦ ΣΥΡΙΖΑ γιά τήν ἀναθεώρηση τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος εἶναι ἀνεδαφική καί θά πρέπει νά ἀποσυρθῇ ἄμεσα διότι μέ τό ἰσχῦον Σύνταγμα οἱ διακριτοί ρόλοι Ἐκκλησίας καί Πολιτείας εἶναι σαφῶς ἐκκοσμικευμένοι. Τυχόν δέ ἐμμονή μετά τά ἀνωτέρω ἀπολύτως διευκρινιστικά θά ἀποτελεῖ κήρυξι διωγμοῦ καί ἀπροκαλύπτου ἐπιθέσεως κατά τῆς Ἀμωμήτου ἡμῶν Πίστεως καί τοῦ Ἔθνους.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ