Ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος γεννήθηκε στὸ Λάντερντέϊλ τὸ ἔτος 634 μ.Χ. καὶ σὲ μικρὴ ἡλικία ἔμεινε ὀρφανός. Μία βραδιὰ τοῦ 651 μ.Χ., καθὼς βρισκόταν στοὺς λόφους κοντὰ στὴ μονὴ Λίντισφεϊρν, εἶδε ἕνα ὅραμα. Εἶδε τὴν ψυχὴ ἑνὸς ἀνθρώπου νὰ ἀνεβαίνει στὸν οὐρανὸ μέσα σὲ ὑπερκόσμιο φῶς. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες πληροφορήθηκε γιὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Ἀϊδανοῦ, κτήτορα τῆς μονῆς καὶ κατάλαβε ποιὸν ἀφοροῦσε τὸ ὅραμα ποὺ εἶδε. Ὁ δεκαεπτάχρονος Κουθβέρτος μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἀποφάσισε νὰ γίνει μοναχός. Γι’ αὐτὸ κατέφυγε στὴ μονὴ Μέλροουζ καὶ ἔκανε ὑπακοὴ στὸν Ἅγιο Ἰάτα († 640, τιμᾶται 26 Ὀκτωβρίου).
Ἀπὸ πολὺ νωρὶς διαφάνηκε ἡ ἱεραποστολικὴ διάθεση τοῦ νέου μοναχοῦ, ποὺ τὸν ὠθοῦσε σὲ διάφορες ἱεραποστολικὲς ἐξορμήσεις, εἴτε μόνο του εἴτε ὡς συνοδὸ τοῦ Γέροντά του. Ἔδειξε μάλιστα ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς πιὸ ἀπομακρυσμένες καὶ δυσπρόσιτες περιοχές.
Τὸ ἔτος 661 μ.Χ. ὁ βασιλέας Ἄλκριφθ προσκάλεσε τὸν Ἅγιο Ἰάτα, γιὰ νὰ ἱδρύσει μία μονή. Ὁ Ἅγιος ὄντως πῆγε καὶ ἵδρυσε μονὴ στὸ Ράϊπον, συνοδευόμενος ἀπὸ κάποιους ὑποτακτικούς του, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Ἅγιος Κουθβέρτος. Καθὼς ὅμως ἡ Ἐκκλησία τῆς Βρετανίας συγκλονιζόταν ἀπὸ τὴν διαμάχη γιὰ τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, οἱ Ἅγιοι Ἰάτα καὶ Κουθβέρτος ἐπέστρεψαν στὴ μονὴ τῆς μετάνοιάς τους, στὸ Μέλροουζ, ὅπου ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος ἔγινε ἡγούμενος.
Μετὰ τὴν Σύνοδο τοῦ Γουΐντμπι καὶ τὴν ἐπικράτηση τῆς Ρωμαϊκῆς παραδόσεως, ὁ Ἅγιος Κολμάνος τῆς Λίντισφεϊρν († 8 Αὐγούστου), σὲ ἔνδειξη διαμαρτυρίας γιὰ τὴν περιφρόνηση τῆς Κελτικῆς παραδόσεως σχετικὰ μὲ τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, παραιτεῖται ἀπὸ τὴν Ἐπισκοπική του ἕδρα καὶ ἀποσύρεται στὴν Ἰρλανδία. Συνέπεια αὐτῆς τῆς ἐξελίξεως ἦταν νὰ γίνει Ἐπίσκοπος Λίντισφεϊρν ὁ Ἅγιος Ἰάτα, ἐνῷ ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς Λίντισφεϊρν ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος.
Ἡ ἡγουμενία του διήρκησε δώδεκα χρόνια. Τὰ πράγματα δὲν ἦταν εὔκολα. Τὰ πνεύματα ἦταν ὀξυμένα. Ὁ νέος ἡγούμενος ἔπρεπε νὰ συμφιλιώσει τὶς δύο ἀντιτιθέμενες παρατάξεις μέσα στὸ μοναστήρι καὶ νὰ συνεχίσει τὴ ἱεραποστολική του δράση. Ὁ παροιμιώδης πραότητά του, ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ διάκρισή του κατόρθωσαν νὰ διασφαλίσουν τὴν ἑνότητα τῆς μονῆς. Αὐτὴ τὴν τόσο δύσκολη περίοδο, ὁ Ὅσιος ποὺ ἦταν ἐραστὴς τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς προσευχῆς, ἀναζητοῦσε καταφύγιο σὲ μία βραχονησίδα κοντὰ στὸ μοναστήρι. Μέχρι σήμερα σώζονται σὲ αὐτὸ τὸ νησάκι τὰ ἴχνη τοῦ κελιοῦ του, στὴν θέση τοῦ ὁποίου βρίσκεται ἕνας ξύλινος σταυρός.
Καθὼς τὰ χρόνια περνοῦσαν, ὁ Ὅσιος λαχταροῦσε ὅλο καὶ περισσότερο τὴν ἀγαπημένη του ἡσυχία. Αὐτὴ ἡ δίψα τὸν ἔκανε νὰ ἀποσυρθεῖ βαθύτερα στὴ νησιωτικὴ ἔρημο τῶν νησιῶν Φέϊρν. Διάλεξε τὸ νησὶ Ἴννερ Φέϊρν, ἑπτὰ μίλια νοτιότερα τῆς Λίντισφεϊρν. Ἐκεῖ παλαιότερα περνοῦσε ἡσυχαστικὰ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὁ Ἅγιος Ἀϊδανός.
Στὴν ἔρημο τῆς ἐσώτερης Φέϊρν, ὁ Ὅσιος εἶχε μοναδικὴ συντροφιὰ τὰ θαλασσοπούλια καὶ κυρίως μία ράτσα ἀγριόπαπιας ποὺ ζεῖ ἐκεῖ, τὴν ὁποία ὁ Ὅσιος μὲ ἰδιαίτερη στοργὴ φρόντιζε. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε θεωρεῖται καὶ ὁ πρῶτος ποὺ καθιέρωσε στὴν Βρετανία κανόνες οἰκολογικῆς εὐαισθησίας. Τὸ σεβάσμιο παρουσιαστικό του, τὰ ἄφθονα δάκρυά του κατὰ τὴν προσευχή, ἡ αὐστηρή του νηστεία, ποὺ θύμιζε τοὺς Ἀββάδες τῆς Αἰγυπτιακῆς Θηβαΐδος, τὸ προφητικό του χάρισμα, ἔκαναν τὸ ἀπόμακρο ἐρημικὸ νησί, τόπο εὐλογίας γιὰ τοὺς πιστούς, ποὺ προσέτρεχαν στὸν Ὅσιο γιὰ νὰ διδαχθοῦν ἢ νὰ θεραπευθοῦν σωματικὰ καὶ ψυχικά. Ὅσο αὐτὸς κρυβόταν στὴν ἔρημο, ἀποφεύγοντας ἀξιώματα καὶ διακρίσεις, τόσο ὁ λαὸς λαχταροῦσε νὰ τὸν συναντήσει καὶ νὰ βρεθεῖ κοντά του.
Τὸ ἔτος 684 μ.Χ., στὴν Σύνοδο τοῦ Τάϊφορντ, ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τοῦ Ἕξαμ. Στὸν τόπο ποὺ ἀσκήτευε ἐμφανίσθηκε ξαφνικὰ μία ὁμάδα ἀπὸ Ἐπισκόπους, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς. Ἐπικεφαλῆς της ἦταν ὁ βασιλέας Ἴγκφριντ. Τοῦ ἀνακοίνωσαν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου. Ὁ ἐρημίτης τῆς Φέϊρν ἀρνήθηκε νὰ ἀποχωριστεῖ τὴν ἡσυχία τῆς ἐρήμου του. Ὁ βασιλέας καὶ ἡ συνοδεία του τὸν πίεσαν. Μέσα του πάλευαν ἡ ἡσυχία καὶ ἡ ὑπακοή. Νίκησε ἡ δεύτερη. Ἔτσι, τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα τοῦ ἔτους 685 μ.Χ., χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸν Ἅγιο Θεόδωρο, Ἀρχιεπίσκοπο Καντουαρίας τὸν ἐκ Ταρσοῦ († 19 Σεπτεμβρίου). Μετὰ ἀπὸ λίγο μετατίθεται στὴν ἐπισκοπὴ τῆς Λίντισφρεϊν, ἐνῷ ὁ Ἅγιος Ἰάτα ἀναλαμβάνει τὴν δική του.
Ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος ἔζησε ὡς Ἐπίσκοπος δύο χρόνια. Κατὰ τὴν ἀρχιερατεία του στήριξε, παρηγόρησε, δίδαξε, προφήτευσε καὶ θαυματούργησε. Ταξίδεψε στὰ πιὸ ἀπόμακρα σημεῖα τῆς ἐπαρχίας του, γιὰ νὰ στηρίξει τὸ ποίμνιό του ποὺ τὸ θέριζε ἡ ἐπιδημία τῆς πανούκλας. Ποτὲ ὅμως δὲν ξέχασε τὴν ἀγαπημένη του ἔρημο. Δύο μῆνες πρὶν τὴν κοίμησή του προεῖδε τὸν θάνατό του καὶ ἐπέστρεψε στὴν ὑδάτινη ἔρημό του. Φεύγοντας ἀπὸ τὴν Λίντισφρεϊν γιὰ τὸ ἐρημικό του νησί, ἕνας μοναχὸς τὸν ρώτησε πότε θὰ ἐπιστρέψει καὶ ὁ Ὅσιος προφητικὰ τοῦ ἀπάντησε: «Ὅταν θὰ ξαναφέρετε τὸ σῶμα μου ἐδῶ». Ὁ Ἅγιος Βεδέας († 27 Μαΐου) διασώζει τὰ τελευταία του λόγια: «Νὰ ἔχετε μεταξύ σας εἰρήνη καὶ θεῖο ἔλεος».Ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 687 μ.Χ., σὲ ἡλικία πενήντα τριῶν ἐτῶν. Τὸ σκήνωμά του μεταφέρθηκε στὸ μοναστήρι τοῦ Λίντισφρεϊν καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ἱερὸ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Πέτρου. Μετὰ ἀπὸ ἕνδεκα χρόνια τὸ ἱερὸ λείψανό του βρέθηκε ἄφθορο. Μετὰ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Βίκινγκς, τὸ ἔτος 875 μ.Χ., οἱ μοναχοὶ τῆς Λίντισφρεϊν, παίρνοντας τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων Ἀϊδανοῦ καὶ Ὀσβάλδου († 9 Αὐγούστου) καὶ τὸ ἄφθαρτο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Κουθβέρτου, κατέληξαν στὸ Ντάραμ, ὅπου τὰ τοποθέτησαν στὸν ἀνεγερθέντα καθεδρικὸ ναό.