Ὁ Ἅγιος Κορνήλιος ἦταν Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος καὶ θεοσεβούμενος.
Προσῆλθε στὸν χριστιανισμὸ μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἀπ. Πέτρου καὶ ἀποφάσισε νὰ ξεκινήσει περιοδεία γιὰ νὰ διδάξει καὶ ὁ ἴδιος τὸν χριστιανισμό. Δίδαξε στὴ Φοινίκη, Κύπρο, Ἀντιόχεια καὶ Ἔφεσσο.
Στὴν Σκήψη τῆς Μυσίας χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος. Χάρη στὴν θαρραλέα ὁμολογία του ἀνάμεσα στοὺς εἰδωλολάτρες, τὸ ἔργο τοῦ ἦταν καρποφόρο.
Αὐτὸ προκαλεῖ θύελλα ἀντιδράσεων ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ἔτσι ὁ ἔπαρχος Δημήτριος τὸν συλλαμβάνει καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ ναὸ τῶν εἰδωλολατρῶν, ποὺ ἐκείνη τὴν ὥρα ἦταν γεμάτος καὶ τὸν πιέζει νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό. Ἐκεῖνος βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ διδάξει τὸ Εὐαγγέλιο σὲ ὅσους ἦταν ἐκεῖ, καὶ νὰ προαναγγείλει ἕνα σεισμὸ ἀπὸ τὸν ὁποῖο δὲν θὰ πάθαιναν τίποτα ὁ ἔπαρχος Δημήτριος, ἡ γυναίκα του, καὶ ὁ γιὸς του ποὺ ἦταν μέσα στὸ ναό.
Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὅσοι ἦταν στὸ ναὸ σκοτώθηκαν ἐκτὸς τὴν οἰκογένεια τοῦ Ἔπαρχου ποὺ βαπτίστηκαν χριστιανοί.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Δικαιοσύνης διαπρέπων τοῖς ἔργοις, τὸν φωτισμὸν τῆς εὐσεβείας ἐδέξω, καὶ Ἀποστόλων σύμπονος ἐδείχθης ἀληθῶς· τούτοις κοινωνήσας γάρ, δι’ ἐνθέων ἀγώνων, τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκωσιν, ἀνεκήρυξας πᾶσι· μεθ’ ὧν δυσώπει, σώζεσθαι ἡμᾶς, τοὺς σὲ τιμῶντας, παμμάκαρ Κορνήλιε.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἀπαρχὴν ἁγίαν σε ἡ Ἐκκλησία, ἐξ ἐθνῶν ἐδέξατο, καταφωτίζουσαν αὐτήν, ταῖς ἐναρέτοις σου πράξεσιν, Ἱερομύστα θεόφρον Κορνήλιε.
Μεγαλυνάριον.
Πέτρου ταῖς ἀκτῖσι καταυγασθείς, ὁμότροπος ὤφθης, Ἀποστόλων καὶ μιμητής· τὸν τῆς ἀληθείας, διέσπειρας γὰρ λόγον, Κορνήλιε θεόφρον, ἀξιοθαύμαστε.