Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010
Προφήτης Σοφονίας και ο Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Ἱερομόναχος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας (3 Δεκεμβρίου ).
ζησε τὸν 7ο αἰώνα π.Χ., ἐπὶ βασιλέως Ἰωσίου. Εἶναι ὁ ἔνατος ἀπὸ τοὺς μικροὺς λεγόμενους προφῆτες καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Συμεὼν ἢ κατ’ ἄλλους τοῦ Λευΐ. Τὸ ὄνομά του σημαίνει «ὁ Γιάχβε κρύπτει», δηλαδὴ περιφρουρεῖ, προστατεύει.
Τὸ προφητικό του βιβλίο διαιρεῖται σὲ τρία μικρὰ κεφάλαια. Στὸ πρῶτο ἀπειλεῖ τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ παρεξέκλιναν ἀπὸ τὸν Κύριο στὴν εἰδωλολατρία. Στὸ δεύτερο προλέγει τὴν καταστροφὴ τῆς Γάζας, τῆς Ἀσκαλῶνος, τῆς Ἀζώτου, τῆς Δαμασκοῦ, τῆς Αἰθιοπίας, τῆς Ἀσσυρίας καὶ ἄλλων ἀκόμα χωρῶν. Στὸ τρίτο ἐλέγχει τὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὴ διαφθορά της, ἀλλὰ καὶ τὴν ὀνομάζει ἐπιφανή, σὰν κοιτίδα λυτρώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Τέλος, χαιρετίζει μὲ ἀγαλλίαση τὴν μέλλουσα ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου στὴ Σιῶν. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς μίλησε μὲ τὸ Στόμα τοῦ προφήτη καὶ νὰ τί εἶπε γιὰ τοὺς ἄνομους ἀνθρώπους: «Ἐξάρω τοὺς ἀνόμους ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς, λέγει Κύριος... Καὶ τοὺς ἐκκλίνοντας ἀπὸ τοῦ Κυρίου καὶ τοὺς μὴ ζητοῦντας τὸν Κύριον καὶ τοὺς μὴ ἀντεχομένους τοῦ Κυρίου. Θὰ ξεριζώσω, λέει ὁ Κύριος, τους ἀνόμους ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς. Καὶ θὰ τιμωρήσω αὐτοὺς ποὺ παρεκκλίνουν ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, αὐτοὺς ποὺ δὲν ζητοῦν μὲ τὴν προσευχή τους τὸν Κύριο καὶ δὲν κρατοῦν Αὐτὸν σὰν στήριγμά τους».
Ὁ προφήτης Σοφονίας πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὸν τόπο τῶν πατέρων του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Συνιεὶς φερωνύμως τῶν μελλόντων τὴν πρόγνωσιν, ἐκφαντορικῶς προεκφαίνεις, τὴν αἰώνιον λύτρωσιν. Σιὼν γὰρ βασιλέα τὸν Χριστόν, κηρύττεις Σοφονία ἐμφανῶς· παρ’ αὐτοῦ γὰρ ἐλυτρώθημεν τῆς ἀρᾶς, Προφῆτα οἱ βοῶντές σοι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Θεῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δωρουμένῳ διὰ σοῦ, πᾶσι συγχώρησιν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐπαξίως σύνεσιν, προφητικὴν γεωργήσας, τὴν τοῦ Λόγου σάρκωσιν, προανεφώνησας κράζων· τέρφθητι, Σιὼν ἡ πόλις ἡ πανολβία, ἄνακτα, Χριστὸν ἐν πώλῳ εἰσδεχομένη· Ὃν δυσώπει Σοφονία, ὑπὲρ τῶν πίστει μακαριζόντων σε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν ἐν Νόμῳ ἐκπληρωτά, καὶ τῶν ἐν τῇ Νέᾳ Διαθήκῃ προμηνυτά· χαίροις οὐρανίων, χαρίτων μυστηπόλε, Προφῆτα Σοφονία, ἀξιοθαύμαστε.
Ἦταν Αρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας κατά τα ἔτη 607 – 609. Τὰ θερμά του κηρύγματα, ἡ ζωντανή του πίστη, ἡ ἀκούραστη φιλανθρωπία του πρὸς τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς ἐγκαταλελειμμένους, τραβοῦσαν σὰν δίχτυα μεγάλο πλῆθος εἰδωλολατρῶν καὶ τοὺς ἔφερναν στοὺς κόλπους τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας.
Γι’ αὐτὸ κινήθηκαν μὲ θανάσιμο μίσος ἐναντίον του οἱ ἱερεῖς τῆς εἰδωλολατρίας, μαζὶ μὲ τοὺς ἄρχοντές τους. Καὶ κάποια μέρα, ὑποκίνησαν πλῆθος εἰδωλολατρῶν, μεταξὺ δὲ αὐτῶν μέθυσους καὶ ἐγκληματίες, καὶ ἐπετέθηκαν κατὰ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Θεοδώρου, τὴν στιγμὴ ποὺ ἐπέστρεφε ἀπὸ συνοικία, ποὺ εἶχε πάει μὲ δύο ἱερεῖς γιὰ νὰ παρηγορήσει ψυχὲς καὶ νὰ μοιράσει ἐλεημοσύνη.
Ἀφοῦ λοιπὸν τὸν ἔπιασαν, τὸν ἔδειραν, τὸν ἔφτυσαν, τοῦ φόρεσαν ἀκάνθινο στεφάνι στὸ κεφάλι καὶ τὸν τριγυρνοῦσαν στοὺς δρόμους καὶ τὶς πλατεῖες. Ὅταν τὸ πληροφορήθηκαν οἱ ἀρχές, ἔστειλαν στρατιωτικὸ ἀπόσπασμα καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή. Αὐθημερόν, μετὰ τὴν τυπικὴ διαδικασία, ἐπειδὴ ὁ Θεόδωρος ἔμενε ἀμετακίνητος στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, καταδικάστηκε σὲ θάνατο. Καὶ βεβαίωσε τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη του, ἀφοῦ ὑπέστη καρτερικὰ καὶ γενναία, ὄχι μόνο τὰ προηγούμενα μαρτύρια, ἀλλὰ καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ.
Τὸ δὲ τίμιο λείψανό του, τάφηκε στὴ δική του πόλη τὴν Ἀλεξάνδρεια.