Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ ζωή του βρίσκεται στοὺς ἀρχαίους Κώδικες καὶ μεταγενέστερους, ὅπως στοὺς Λαυριωτικοὺς Β81 φ. 1 – 155,1 23 φ. 228α – 278, Λ. 66 φ. 32α – 58 καὶ στὸν Βατοπεδινὸ 618 φ. 143α – 159.
Ἡ ἐπιγραφὴ τῆς βιογραφίας του ἔχει ὡς ἑξῆς: «Βίος καὶ πολιτεία τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Νήφωνος τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει μὲν ἀσκήσαντος, γενομένου δὲ ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς κατὰ Ἀλεξάνδρειαν».
Στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα Β 81, λέγεται ἐπίσκοπος Ἀλμυρουπόλεως καὶ ὅτι ἀπεβίωσε 23 Δεκεμβρίου. Ἀκολουθία του βρίσκεται στὸν Κώδικα Δ. δ. II τῆς Κρυπτοφέρης (Βλ. Κατάλογο Roechi σελ. 389). Ἐλεύθερη ἀπόδοση τῆς ζωῆς του ἀπὸ τὸ βυζαντινὸ χειρόγραφο, βρίσκεται στὸ βιβλίο «Ἕνας Ἀσκητὴς Ἐπίσκοπος», ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ (1993).
Ἀπὸ αὐτούς, οἱ μὲν Θεόδουλος, Σατορνῖνος, Εὔπορος, Γελάσιος καὶ Εὐνικιανός, ἦταν ἀπὸ τὴ Γορτυνία τῆς Κρήτης. Ὁ Ζωτικός, ἀπὸ τὴν Κνωσό. Ὁ Ἀγαθόπους ἀπὸ τὸ λιμένα Πανούρμου. Ὁ Βασιλειάδης (ἢ Βασιλείδης) ἀπὸ τὴν Κυδωνία. Ὁ Εὐάρεστος καὶ ὁ Μόβιος (ἢ Πόμπιος, ἢ Πόντιος) ἀπὸ τὸ Ἡράκλειο.
Ὅλοι μαρτύρησαν τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ., ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Δέκιος. Καὶ οἱ δέκα μὲ πολὺ ζῆλο ἐργάζονταν γιὰ τὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου στὸ νησί. Καταγγέλθηκαν στὸν ἔπαρχο Κρήτης, ποὺ ἦταν συνώνυμος τοῦ αὐτοκράτορα, ὀνομαζόταν δηλαδὴ καὶ αὐτὸς Δέκιος. Ὁ ἔπαρχος, ὅταν εἶδε τὴν ἀνθηρὴ νεότητά τους καὶ τὸ ἀρρενωπό τους παράστημα, προσπάθησε νὰ τοὺς παρασύρει μὲ πολλὲς ὑποσχέσεις ἐγκόσμιων ἀπολαύσεων καὶ ἡδονῶν. Ἀλλὰ ὅταν εἶδε ὅτι τίποτα δὲν πετύχαινε, διέταξε νὰ τοὺς μαστιγώσουν, καὶ κατόπιν τοὺς λιθοβόλησαν.
Οἱ γενναῖοι μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ ὑπέμειναν ἡρωικὰ τὰ βασανιστήρια, ἐνθυμούμενοι τὰ λόγια τοῦ ψαλμωδοῦ: «Ἀνδρίζεσθε καὶ κραταιούσθω ἡ καρδίᾳ ὑμῶν, πάντες οἱ ἐλπίζοντες ἐπὶ Κύριον». Δηλαδή, νὰ ἔχετε γενναῖο καὶ ἀνδρεῖο φρόνημα, καὶ ἡ καρδιά σας ἂς γίνεται κραταιὰ καὶ ἀτρόμητη, ὅλοι ἐσεῖς ποὺ ἐλπίζετε στὸν Κύριο.
Κατόπιν, μὲ διαταγὴ τοῦ ἐπάρχου, οἱ στρατιῶτες ἔκοψαν μὲ τὰ ξίφη τους τὶς τίμιες κεφαλὲς τῶν δέκα χριστιανῶν Ἁγίων.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Κρήτης τὰ εὔοσμα, ἄνθη τιμήσωμεν, τὰ διαπνέοντα, ὀσμὴν τὴν ἔνθεον, Θεόδουλον καὶ Ζωτικόν, Γελάσιον Σατορνῖνον, Εὔπορον Εὐάρεστον, Ἀγαθόποδα Πόμπιον, Εὐνικιανὸν ὁμοῦ, Βασιλείδην τε ἔνδοξον, βοῶντες πρὸς αὐτοὺς ὁμοφρόνως· χαῖρε Δεκὰς ἡ τῶν Μαρτύρων.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑωσφόρος ἔλαμψεν ἡ τῶν Μαρτύρων, σεβασμία ἄθλησις, προκαταυγάζουσα ἡμῖν, τὸν ἐν Σπηλαίῳ τικτόμενον, ὃν ἡ Παρθένος ἀσπόρως ἐκύησεν.
Μεγαλυνάριον.
Ὅμιλος θεόλεκτος καὶ σεπτός, πίστει συνημμένος, καὶ ἀγάπῃ εἰλικρινεῖ, ὤφθησαν ἐν Κρήτῃ, οἱ Δέκα Ἀθλοφόροι, ἐχθρῶν τὰς μυριάδας καταπαλαίσαντες.