Ὁ Προφήτης Δανιὴλ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τέσσερις μεγάλους προφῆτες καὶ ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 7ου μὲ τὶς ἀρχὲς 6ου π.Χ. αἰώνα. Ἀνῆκε στὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα, ἦταν ἀπὸ βασιλικὸ γένος καὶ γεννήθηκε στὴν Ἄνω Βηθαρά.
Νήπιο ἀκόμα, ὁδηγήθηκε μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς του αἰχμάλωτος στὴν Βαβυλώνα. Μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Ναβουχοδονόσορα, ὁ Δανιὴλ (ποὺ ὁ αὐτοκράτορας μετονόμασε Βαλτάσαρ) μὲ τοὺς τρεῖς Ἑβραίους νεαρούς, Ἀνανία, Ἀζαρία καὶ Μισαήλ, σπούδασαν στὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλή. Ἐπειδὴ ἡ ἀπόδοσή τους στὶς σπουδὲς ἦταν ἄριστη, ὅταν ἐνηλικιώθηκαν ὁ βασιλιὰς τοὺς ἔδωσε μεγάλη θέση στὸ κράτος. Μάλιστα ὁ Δανιὴλ εἶχε τὸ χάρισα νὰ ἑρμηνεύει ὄνειρα καὶ ἀργότερα προφήτευσε καὶ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου. Κάποτε ὅμως ὁ Ναβουχοδονόσωρ, ἔκανε δική του χρυσὴ εἰκόνα καὶ ἀπαίτησε ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀξιωματούχους καὶ τὸν λαὸ νὰ τὴν προσκυνήσουν.
Ὁ Δανιὴλ ἔλειπε σὲ ἀποστολή. Ἦταν ὅμως οἱ τρεῖς παῖδες, ποὺ δὲν προσκύνησαν τὴν εἰκόνα. Ἀμέσως καταγγέλθηκαν στὸ βασιλιά. Αὐτὸς τοὺς εἶπε ὅτι, ἂν πράγματι δὲν προσκύνησαν, τοὺς περιμένει τὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς. Τότε οἱ τρεῖς παῖδες ἀπάντησαν: «Ἄκου βασιλιά· ὁ οὐράνιος Θεός, τὸν ὁποῖο ἐμεῖς λατρεύουμε, εἶναι τόσο δυνατός, ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς βγάλει σώους καὶ ἀβλαβεῖς ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς καὶ νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὰ χέρια σου. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμα δὲν τὸ κάνει, νὰ ξέρεις ὅτι τοὺς θεούς σου δὲ λατρεύουμε καὶ τὴν εἰκόνα σου δὲν προσκυνάμε».
Πράγματι, ὅταν τοὺς ἔριξαν στὴν φωτιά, οἱ τρεῖς παῖδες βγῆκαν σῶοι καὶ ἀβλαβεῖς. Τὸ ἴδιο συνέβη ἀργότερα καὶ μὲ τὸν Δανιήλ, ὅταν ὁ Δαρεῖος τὸν ἔριξε στὸ λάκκο τῶν λεόντων, ἐπειδὴ ἔκανε τὴν προσευχή του, ἐνῶ ὁ βασιλιὰς εἶχε διατάξει γιὰ 30 ἡμέρες νὰ μὴν κάνει κανεὶς ἰδιαίτερη προσευχή.
Βλέποντας τὸ θαῦμα ὁ Δαρεῖος, κράτησε τὸν Δανιὴλ στὴν αὐλή του, ὅπου παρέμεινε καὶ πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα, πιθανότατα, στὰ Σοῦσα.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος β’.
Μεγάλα τὰ τῆς πίστεως κατορθώματα! ἐν τῇ πηγῇ τῆς φλογός, ὡς ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως, οἱ ἅγιοι Τρεῖς Παῖδες ἠγάλλοντο, καὶ ὁ Προφήτης Δανιήλ, λεόντων ποιμήν, ὡς προβάτων ἐδείκνυτο. Ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Καθαρθεῖσα Πνεύματι, ἡ καθαρά σου καρδία, προφητείας γέγονε, φαεινοτάτης δοχεῖον· βλέπεις γὰρ, ὡς ἐνεστῶτα τὰ μακρὰν ὄντα· λέοντας, ἀποφιμοῖς δὲ βληθεὶς ἐν λάκκῳ· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Προφῆτα μάκαρ Δανιὴλ ἔνδοξε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Αὐτόμελον.
Χειρόγραφον εἰκόνα μὴ σεβασθέντες, ἀλλ’ ἀγράφῳ οὐσίᾳ θωρακισθέντες, τρισμακάριοι ἐν τῷ σκάμματι τοῦ πυρὸς ἐδοξάσθητε· ἐν μέσῳ δὲ φλογός, ἀνυποστάτου ἱστάμενοι, Θεὸν ἐπεκαλεῖσθε· Τάχυνον ὦ Οἰκτίρμον, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων, εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.
Μεγαλυνάριον.
Τόκον τῆς Παρθένου προκατιδών, Δανιὴλ Προφῆτα, ὡς τῆς χάριτος ὀφθαλμός, πίστει τῶν λεόντων, ἐνέφραξας τὸ στόμα· ἔνθεν τὴν ἀρετήν σου, πάντες ᾐδέσθησαν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον.
Θάλαμον οἱ Παῖδες πνευματικόν, δρόσῳ τῆς Τριάδος, ἀπειργάσαντο ἐμφανῶς, τὴν ἑπταπλασίως, κάμινον ἐκκαφθεῖσαν, ἐν ᾗ χοροβατοῦντες, Θεὸν δοξάζουσι.