Ἡ Ἁγία Ἀνυσία, ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (298 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἦταν θυγατέρα γονέων εὐσεβῶν καὶ πολὺ πλουσίων. Ὅταν πέθαναν οἱ γονεῖς της, ἡ Ἀνυσία στάθηκε κυρία τοῦ ἐαυτοῦ της. Οὔτε τὰ πλούτη ποὺ κληρονόμησε τὴν μέθυσαν, οὔτε ἡ ὀρφάνια της τὴν παρέσυρε. Ἀλλὰ μὲ φρόνηση καὶ ἐγκράτεια, προσπαθοῦσε πάντα νὰ μαθαίνει «τί ἐστὶν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ». Τί δηλαδή, εἶναι εὐχάριστο καὶ εὐπρόσδεκτο στὸν Κύριο.
Ἡ εὐσέβειά της αὐτή, τὴν ἔκανε γνωστὴ στοὺς εἰδωλολάτρες. Μιὰ φορὰ λοιπόν, ἐνῶ πήγαινε στὴν ἐκκλησία, τὴν συνάντησε κάποιος εἰδωλολάτρης στρατιώτης. Ἀφοῦ τὴν ἔπιασε βίαια, τὴν ἔσυρε στοὺς βωμοὺς τῶν εἰδώλων καὶ τὴν πίεζε νὰ θυσιάσει στοὺς Θεούς. Ἡ Ἀνυσία ὁμολόγησε ὅτι πιστεύει στὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, καὶ Αὐτὸν ἀγωνίζεται νὰ εὐχαριστεῖ κάθε μέρα. Ὁ στρατιώτης ἐξαγριωμένος, ἄρχισε νὰ βλασφημεῖ τὸ Θεὸ καὶ τότε ἡ Ἀνυσία τὸν ἔφτυσε στὸ πρόσωπο.
Ντροπιασμένος αὐτός, ἔσυρε τὸ σπαθί του καὶ διαπέρασε τὰ πλευρά της. Ἔτσι ἡ Ἀνυσία, πῆρε τὸ ἁμαράντινο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Χριστὸν ποθήσασα, ἀπὸ νεότητος, αὐτοῦ τοῖς ἴχνεσι, κατηκολούθησας, ἐν ἀρεταῖς ἀσκητικαῖς ἐκλάμπουσα Ἀνυσία· ὅθεν καὶ ἀθλήσασα, πρὸς νυμφῶνα οὐράνιον, χαίρουσα ἀνέδραμες, ὡς παρθένος θεόληπτος, πρεσβεύουσα ὑπὲρ τῶν βοώντων· χαῖρε σεμνὴ Ὁσιομάρτυς.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας χάρισι, κεκοσμημένη Ὁσία, μαρτυρίου ἤνυσας, γνώμῃ ἀνδρείᾳ τὸ σκάμμα· ὅθεν σε, διπλοῖς στεφάνοις ὁ σὸς Νυμφίος ἔστεψεν, ὁ κατ’ ἀξίαν νέμων τὰ γερά· ὃν δυσώπει Ἀνυσία, ὑπὲρ τῶν πίστει ἀνευφημούντων σε.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς Θεσσαλονίκης θεῖος βλαστός, καὶ ἄμωμος νύμφη, τοῦ Παντάνακτος Ἰησοῦ, ὤφθης Ἀνυσία, ἀσκήσει καὶ ἀθλήσει, ἐχθρὸν καταβαλοῦσα, τὸν πολυμήχανον.
Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κάπουρνα τῆς Δημητριάδος (Νομὸς Μαγνησίας). Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του, ὀνομάζονταν Αὐγερινὸς καὶ Κυράτζα.
Ὁ Γεδεών, κατὰ κόσμον Νικόλαος, δώδεκα χρονῶν μὲ τὴν οἰκογένειά του ἦλθε στὸ χωριὸ Γιερμὴ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Βελεστῖνο, ὅπου ἐργαζόταν κοντὰ στὸν θεῖο του. Τὸν ἅρπαξε ὅμως κάποιος Τοῦρκος καὶ τὸν ἐξισλάμισε μὲ τὸ ὄνομα Ἰμπραήμ. Ἀλλὰ ὁ Νικόλαος, κατόρθωσε καὶ δραπέτευσε καὶ ἐπανῆλθε στὴν οἰκογένειά του. Ὁ πατέρας του τὸν φυγάδευσε στὸ χωριὸ Κεραμίδι, ὅπου κοντὰ σὲ κάποιους οἰκοδόμους πῆγε στὴν Κρήτη. Ἐκεῖ ἐξομολογήθηκε σὲ κάποιον ἱερέα καὶ βρῆκε ἄσυλο στὸ ἐξωκλήσι του.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἱερέα, ὁ Νικόλαος ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ πάλι ἐξομολογήθηκε, ἔλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ στὴ Μονὴ Καρακάλου, ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Γεδεών.
Στὴν Μονὴ αὐτὴ ἔμεινε 35 χρόνια. Μὲ τὸν πόθο ὅμως τοῦ μαρτυρίου, ἦλθε στὸ Βελεστίνο, ὅπου μέσα στὴν ἀγορὰ μὲ θάρρος ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Διωκόμενος ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἦλθε στὴν Ἀγυϊά, ὅπου συνελήφθη. Οἱ Τοῦρκοι, ἀφοῦ τὸν διαπόμπευσαν στοὺς δρόμους τοῦ Τιρνάβου, κατόπιν τοῦ ἔκοψαν τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἔριξαν στὰ ἀποχωρητήρια.
Ἐκεῖ, μέσα σὲ φρικτοὺς πόνους, παρέδωσε τὸ πνεῦμά του στὶς 30 Δεκεμβρίου 1818. Ἡ τίμια κάρα τοῦ μάρτυρα, ἀποθησαυρίστηκε στὴν ἁγία Τράπεζα τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τοῦ Τυρνάβου, Παναγίας Φανερωμένης.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίων ἰσότιμος, καὶ Ἀθλητῶν κοινωνός, καὶ θεῖον ἀγλάϊσμα, τῆς Καρακάλλου Μονῆς, ἐδείχθης μακάριε· σὺ γὰρ στερρῶς ἀθλήσας, τὸν ἐχθρὸν ἐτροπώσω· ἔνθεν Ὁσιομάρτυς, Γεδεὼν ἐδοξάσθης, πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων, ἡμῶν τῶν εὐφημούντων σε.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν ἀσκήσει πρότερον, ἐνδιαπρέψας θεόφρον, τῇ ἀθλήσει ὕστερον, θεοπρεπῶς ἐδοξάσθης· πόνοις γάρ, ἐγκαρτερήσας τοῖς ἀφορήτοις, ᾔσχυνας, ἐχθροῦ εἰς τέλος τὰς μεθοδείας· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Ὁσιομάρτυς Γεδεὼν ἔνδοξε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής· χαίροις τῶν Μαρτύρων, θιασώτης καὶ ζηλωτής· ἐν γὰρ ἀμφοτέροις, νομίμως διαπρέψας, Ὁσιομάρτυς ὤφθης, Γεδεὼν ἔνθεος.