Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010
Όσιος Παύλος ὁ Απλός (7 Μαρτίου)
Ὁ Ἅγιος Παῦλος ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἐκλήθη Ἁπλός, διότι ἦταν ἀγράμματος γεωργὸς ἀλλὰ συγχρόνως ἄκακος καὶ ἁπλοϊκὸς στὸ ἦθος. Ἡ σύζυγός του ἦταν ὡραία μὲν στὴ μορφή, κακότροπη δὲ στὴν ψυχή. Αὐτὴ μοιχευμένη μὲ ἄλλους, συνελήφθη κάποια μέρα ἀπὸ τὸν Ὅσιο, ὅταν αὐτὸς ἐπέστρεφε ἀπὸ τοὺς ἀγρούς. Ἔτσι ὁ Ὅσιος ἄφησε τὴν γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του στὴν φροντίδα τοῦ μοιχοῦ καὶ κατέφυγε στὴν Αἰγυπτιακὴ ἔρημο, στὸ κελὶ τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ζητώντας νὰ γίνει μοναχός. Ὅταν τὸν εἶδε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, τοῦ εἶπε ὅτι ἕνας ἄνθρωπος ἑξήντα χρονῶν εἶναι γέροντας καὶ δὲν δύναται νὰ ὑπομείνει τοὺς πειρασμούς. Ἔτσι τοῦ ἔκλεισε τὴν θύρα τοῦ κελιοῦ. Ὁ Ὅσιος Παῦλος ἔμεινε ἔξω ἀπὸ τὸ κελὶ τοῦ μεγάλου καθηγητοῦ τῆς ἐρήμου ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες ἄσιτος, χωρὶς τροφὴ καὶ νερό. Ἡ ὑπομονὴ τοῦ Ὁσίου Παύλου ἔκαμψε ἔτσι τὸ ἀνένδοτο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, ὁ ὁποῖος τὸν κράτησε κοντά του καὶ καθημερινὰ τὸν παιδαγωγοῦσε καὶ τὸν δοκίμαζε, μὲ σκοπὸ νὰ τὸν ἀναγκάσει νὰ μεταβεῖ σὲ κοινόβιο, ὅπου ὁ ἀσκητικὸς βίος θὰ ἦταν πιὸ ἄνετος γιὰ τὸν Ὅσιο, λόγω τῆς ἡλικίας του. Ὅμως ὁ Ὅσιος Παῦλος παρέμεινε κοντὰ στὸν Ἅγιο Ἀντώνιο μὲ ὑπακοή, ἐργαζόμενος καθημερινὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ.
Τόσο πολὺ πρόκοψε στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν εὐσέβεια ὁ Ἁπλοὺς Παῦλος, ὥστε ὅταν καθόταν ἔξω ἀπὸ τὸ ναὸ καὶ ἔβλεπε τοὺς ἀδελφοὺς νὰ εἰσέρχονται σὲ αὐτόν, μποροῦσε νὰ διακρίνει σὲ ποιὰ ψυχῆ ἀναπαυόταν ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἔβλεπέ τούς ἀδελφοὺς λαμπροὺς στὴν ὄψη καὶ φαιδροὺς στὸ πρόσωπο, τὸν δὲ Ἄγγελο ἑκάστου νὰ χαίρει μαζί του. Κάποια φορὰ εἶδε ἕναν μοναχὸ μαῦρο στὴν ὄψη καὶ ζοφώδη καὶ γύρω του δαίμονες ποὺ τὸν περιέβαλλαν, ἐνῷ ὁ φύλακας Ἄγγελός του τὸν ἀκολουθοῦσε ἀπὸ μακριὰ λυπημένος. Μόλις ὁ Ὅσιος Παῦλος εἶδε τὸ θέαμα αὐτὸ ἄρχισε νὰ κλαίει καὶ νὰ χτυπᾷ μὲ τὰ χέρια τὸ στῆθος του. Βλέποντας οἱ μοναχοὶ τὴν ἀθρόα μεταβολὴ τοῦ Ὁσίου καὶ τὸ κατώδυνο πένθος, προσῆλθαν καὶ ρωτοῦσαν νὰ μάθουν τὴν αἰτία καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ ἔλθει στὴ σύναξη. Ἐκεῖνος παρέμεινε ἔξω καὶ ὅταν οἱ μοναχοὶ ἀπελύθησαν ἀπὸ τὴν σύναξη καὶ ἔβγαιναν ἔξω, βλέπει καὶ πάλι τὸν μοναχὸ ἐκεῖνο ποὺ πρὶν ἦταν ζοφώδης καὶ περικυκλωμένος ἀπὸ δαίμονες, νὰ ἐξέρχεται μὲ λαμπρὸ τὸ πρόσωπο καὶ λευκὸ τὸ σῶμα, τὸν δὲ Ἄγγελό του νὰ εἶναι κοντά του καὶ νὰ χαίρει μαζί του. Τότε ὁ Ὅσιος εὐχαρίστησε καὶ εὐλόγησε τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ λέγοντας: «Ὢ τῆς ἀφάτου τοῦ Δεσπότου ἠμῶν φιλανθρωπίας καὶ ἀγαθότητος!». Καὶ ἀφοῦ ἀνῆλθε σὲ σημεῖο ὑψηλὸ φώναζε λέγοντας: «Δεῦτε καὶ ἰδέτε τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, ὡς φοβερὰ καὶ πάσης ἐκπλήξεως γέμοντα».
Ὁ Ὅσιος ἐξήγησε στὸν ἀδελφὸ πῶς τὸν εἶχε δεῖ πρὶν τὴν εἴσοδό του στὸ ναὸ καὶ πῶς τὸν εἶδε μετά. Τότε ὁ μοναχὸς ἐκεῖνος μὲ εἰλικρίνεια ἄρχισε νὰ ὁμολογεῖ ὅτι ἦταν ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς καὶ ζοῦσε στὴν ἁμαρτία τῆς πορνείας. Μόλις δὲ εἰσῆλθε στὸ ναὸ ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Προφήτη Ἠσαΐα, μᾶλλον δὲ τοῦ Θεοῦ λαλοῦντος διὰ αὐτοῦ, νὰ λέγει: «Λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε. Ἀφέλετε τᾶς πονηρῖας ἀπὸ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπὸ τῶν πονηριῶν ὑμῶν, μάθετε καλὸν ποιείν… καὶ ἐὰν ὦσιν αἳ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ. Καὶ ἐὰν θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε». Αὐτά, ἀφοῦ ἄκουσε, κατανύγηκε ἡ καρδία του, ἀναστέναξε ἐκ βάθους καρδίας καὶ εἶπε πρὸς τὸν Θεό: «Δέσποτα, Κύριε ὁ Θεός, ποὺ ᾖλθες στὸν κόσμο νὰ σώσεις τούς ἁμαρτωλούς, χάρισέ μου αὐτὰ ποὺ ἄκουσα διὰ τοῦ Προφήτου ἐγὼ ὁ ἀνάξιος καὶ ἁμαρτωλός. Καὶ νά, δίδω τὸν λόγο στὸν καρδιογνώστη Θεό, ὅτι ἀποτάσσομαι κάθε παρανομία καὶ αἰσχρὰ πράξη, ποὺ μέχρι τώρα δούλευα καὶ δὲν θὰ προσθέσω ἄλλες στὸν βίο μου. Ἀλλὰ θὰ δουλεύω σὲ Σένα, Κύριε, μὲ ὅλη τὴν ἰσχύ μου καὶ ὅλη μου τὴ διάνοια». Καὶ ἀναφώνησε τότε ὁ Ἁπλοὺς Παῦλος, ὅτι ὅπως ὁ κασσίτερος μαυρίζει καὶ γίνεται πάλι λαμπρός, ἔτσι καὶ οἱ πιστεύοντες, ποὺ ἂν ἁμαρτήσουν μαυρίζουν τὴν ψυχή τους, ὅταν μετανοοῦν λαμπρύνονται ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς πίστεως καὶ τῆς μετάνοιας.
Ἔτσι ἀφοῦ διήνυσε μὲ εὐσέβεια καὶ ἄσκηση τὸν βίο του, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας.