Ὁ Ἅγιος Θωμὰς ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως στὶς 23 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 607 μ.Χ., μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πατριάρχη Κυριακοῦ (595-606 μ.Χ.). Ἦταν ἀρχικὰ διάκονος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ σακελλάριος τοῦ Πατριάρχη Κυριακοῦ.
Ὁ Ἅγιος Θωμὰς χειροτονήθηκε διάκονος καὶ προβιβάσθηκε σὲ σακελλάριο ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἰωάννη Δ’ τὸν Νηστευτὴ (585-595 μ.Χ.). Διακρίθηκε πολὺ νωρὶς γιὰ τὴν εὐλάβεια, τὴ σύνεση, τὴν ἀρετή, τὴ σωφροσύνη, τὴ θεολογική του κατάρτιση, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀγῶνες του κατὰ τῶν αἱρέσεων καὶ τὴν στερέωση τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὡς Πατριάρχης ἔκτισε τὸν πατριαρχικὸ οἶκο κοντὰ στὴν Ἁγία Σοφία, τὸ μέγα τρίκλινο, στὸ κάτω μέρος τοῦ ὁποίου ἔκειτο ἡ πατριαρχικὴ βιβλιοθήκη καὶ ποὺ ἀπὸ τὸ ὄνομά του ἐκλήθη «Θωμαΐτης».
Ὁ Ἅγιος Θωμάς, ἀφοῦ ποίμανε τὸ ποίμνιο καλὰ καὶ θεάρεστα καὶ δίδαξε μὲ σωστὸ τρόπο τοὺς εὐσεβεῖς βασιλεῖς καὶ τὴν σύγκλητο καὶ καταδείχθηκε σεβάσμιος σὲ ὅλο τὸ ἱερατικὸ τάγμα, κοιμήθηκε μετὰ ἀπὸ ἀσθένεια τὸ ἔτος 610 μ.Χ.
Ἀρχαιότερα χειρόγραφα ὁρίζουν τὴν μνήμη του στὶς 18 καὶ 22 Φεβρουαρίου καὶ στὶς 19,20,22 Μαρτίου. Ὁ Παρισινὸς Κώδικας 1587 καὶ ὁ Κώδικας τῆς Πετρουπόλεως 227 κατὰ τὶς 19 καὶ 20 Μαρτίου ἀναφέρουν καὶ τὴν ἑορτὴ τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Θωμά.
Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὴν Μεγάλη Ἐκκλησία.