Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Νίκανδρος ἄθλησε ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοὺ (284-305 μ.Χ.) στὴν Αἴγυπτο. Ὁ Ἅγιος εἶχε ἀναλάβει τὸ ἱερὸ ἔργο τῆς περισυλλογῆς τῶν ἄταφων ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων, τὰ ὁποία ἐνταφίαζε κρυφὰ μὲ πολὺ σεβασμό.
Ὅταν, λοιπόν, ἔβλεπε τὰ ἱερὰ λείψανα νὰ εἶναι ριγμένα κατὰ τέτοιο τρόπο καὶ νὰ εἶναι ἀτημέλητα, ἀφοῦ τὴν ἡμέρα δὲν τολμοῦσε νὰ τὰ προσεγγίζει, γιὰ νὰ μὴν συλληφθεῖ, τὰ περισυνέλεγε αὐτὰ τὴ νύχτα ἕνα πρὸς ἕνα. Ὅταν ἕνας εἰδωλολάτρης τὸν εἶδε νυχτερινὴ ὥρα νὰ ἐπιμελεῖται αὐτοῦ τοῦ ἔργου, τὸν διέβαλε στὸν ἄρχοντα τῆς πόλεως, ὁ ὁποῖος τὸν συνέλαβε καὶ τὸν βασάνιζε, γιὰ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Αὐτὸς ὅμως γιὰ νὰ μὴν Τὸν ἀρνηθεῖ, ἐγκωμίαζε περισσότερο τὸν Ἀληθινὸ Θεὸ καὶ Δημιουργὸ τοῦ παντός. Ἐξαιτίας αὐτοῦ, ἐπειδὴ προκάλεσε τὴν ὀργὴ τοῦ ἄρχοντα, δέχθηκε τὸν θάνατο μὲ ξίφος. Καὶ ἔτσι ἀφοῦ τελειώθηκε ὁ βίος του, ἔλαβε αἰώνιο στέφανο. Ἦταν τὸ ἔτος 305 μ.Χ.