Οἱ Ἅγιοι αὐτοί, ἦταν στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ Διοκλητιανοῦ (290). Καὶ τὸ μαρτύριο τους ἔγινε ὡς ἑξῆς:
Ὁ ἡγεμόνας τῆς Θήβας στὴν Αἴγυπτο Ἀρριανός, συνέλαβε 37 χριστιανούς. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ὁ Ἀπολλώνιος, δείλιασε τὰ βασανιστήρια καὶ ἔδωσε τέσσερα φλουριὰ καὶ τὰ ροῦχα του στὸν Φιλήμονα, ποὺ ἔπαιζε σουραύλι καὶ νὰ θυσιάσει αὐτὸς στὰ εἴδωλα ἀντὶ αὐτοῦ.
Ὁ Φιλήμονας φόρεσε τὰ ροῦχα, συγχρόνως συνδέθηκε νοητὰ καὶ μὲ τὴν χριστιανικὴ πίστη. Καὶ ὅταν διατάχθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, αὐτὸς ὁμολόγησε τὸν Χριστό.Τότε ὁ ἡγεμόνας πρόσταξε νὰ ἔλθει ὁ Φιλήμονας νὰ παίξει μὲ τὸ σουραύλι του, γιὰ νὰ ἑλκυσθεῖ ὁ δῆθεν Ἀπολλώνιος. Ἀλλὰ ὁ Φιλήμονας φανερώθηκε καὶ ὁ ἡγεμόνας ἔμεινε ἔκπληκτος. Τοῦ εἶπε ὅμως ὅτι δὲν εἶναι χριστιανός, διότι δὲν ἔχει βαπτισθεῖ. Τότε ὁ Φιλήμονας προσευχήθηκε θερμὰ καὶ ἀμέσως ἔβρεξε δυνατά. Ἡ βροχὴ αὐτή, πληροφορήθηκε ὁ Φιλήμονας ὅτι, ἦταν βάπτισμα γι’ αὐτόν. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ἀπολλώνιος ἔγινε αἰτία νὰ πιστέψει ὁ Φιλήμονας, ὁ ἡγεμόνας τὸν ἔφερε μπροστά του καὶ αὐτὸς ὁμολόγησε τὸν Χριστό.
Αὐτὸ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα, ὁ Ἀρριανὸς νὰ τοὺς βασανίσει σκληρὰ καὶ κατόπιν νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσει. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀρριανὸς τυφλώθηκε.
Στὸν
ὕπνο του ὅμως, φάνηκε ὁ Φιλήμονας καὶ τοῦ εἶπε ν’ ἀλείψει στὰ μάτια του
χῶμα ἀπὸ τὸν τάφο του καὶ θὰ θεραπευτεῖ. Πράγμα ποὺ ἔγινε. Τότε πίστεψε
στὸν Χριστὸ ὁ Ἀρριανὸς μὲ τέσσερις σωματοφυλακές του καὶ ἀργότερα ὅλοι
μαζὶ μαρτύρησαν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν
ἑξαστέλεχον, Μαρτύρων φάλαγγα, ᾀσμάτων ἄνθεσιν ἀνευφημήσωμεν, ὡς
καθαιρέτας τοῦ ἐχθροῦ, καὶ στύλους τῆς ευσεβείας, Θύρσον καὶ Φιλήμονα,
καὶ στερρὸν Ἀπολλώνιον, Ἀρριανὸν Καλλίνικον, καὶ τὸν ἔνδοξον Λεύκιον·
αὐτοὶ γὰρ οὐρανίων χαρίτων, κόσμῳ πυρσεύουσι τὴν αἴγλην.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοὺς
φωστῆρας ἅπαντες, τῆς Ἐκκλησίας, συνελθόντες σήμερον, ἐν ἐγκωμίοις
ἱεροίς, ἀνευφημοῦντες ὑμνήσωμεν, ὡς Ἀθλοφόρους Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Δῆμος
ἁγιόλεκτος καὶ σεπτός, πρόκειται εἰς αἶνον, Ἀθλοφόρων θεοστεφῶν, ὧν τὰς
ἀριστείας, πνευματικῶς τιμῶντες, τὴν τούτων μυηθῶμεν, θείαν ἀνάβασιν.