Ὅταν κάποτε μὲ τὸ ἀφεντικό του ἦλθε στὰ Ψαρά, γιὰ νὰ φιλοτεχνήσουν τὸ τέμπλο τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ὁ Γεώργιος ἔφυγε μὲ ὁρισμένους νέους στὴν Καβάλα. Ἐκεῖ συνελήφθη νὰ κλέβει ἀπὸ ἕναν κῆπο καὶ παραδόθηκε στὸν κριτή. Γιὰ ν’ ἀποφύγει τὴν τιμωρία δέχτηκε τὸν Ἰσλαμισμό, περιτμήθηκε καὶ ὀνομάστηκε Ἀχμέτ.
Σὲ ἡλικία 10 χρονῶν, ἐπέστρεψε στὴ Χίο κλαίγοντας καὶ ὀμολογώντας τὸν Χριστό. Ὁ πατέρας του γιὰ νὰ τὸν προφυλάξει τὸν μετέφερε σ’ ἕνα κτῆμα του στὶς Κυδωνιές. Ἀργότερα, 22 χρονῶν, ἀρραβωνιάστηκε καὶ ὁ ἀδελφὸς τῆς μνηστῆς του, ἐπειδὴ εἶχε μαζί του χρηματικὲς διαφορές, τὸν πρόδωσε στὸν Τοῦρκο διοικητή, ὅτι ἐνῶ ἔγινε Μουσουλμάνος ἐπανῆλθε στὸν Χριστιανισμό.
Βασανίστηκε σκληρὰ καὶ ἀφοῦ μέσα στὴν φυλακὴ κοινώνησε τῶν ἀχράντων μυστηρίων, τὸ πρωὶ τῆς 26ης Νοεμβρίου 1807 τοῦ ἔκοψαν – μὲ μαρτυρικὸ τρόπο – τὸ κεφάλι λίγο – λίγο.
Ἔτσι ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἀπὸ τὸν ἀθλοθέτη Χριστό.