Εἶναι πιὰ διαπιστωμένο καὶ ἀποδεκτὸ ἀπ’ ὅλους, ὅτι κανένα πρᾶγμα δὲν καταστρέφει τόσο τὴν ὑγεία καὶ δὲν σακατεύει τὸν ἄνθρωπο σὲ τέτοιο βαθμό, ὅσο οἱ καταχρήσεις καὶ οἱ ἠθικὲς παρεκτροπές.
Αὐτὲς εἶναι ποὺ κλονίζουν πρόωρα τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνουν νὰ φαίνεται γερασμένος, καὶ ἀπ’ αὐτὴν ἀκόμη τὴ νεανική του ἡλικία.
Ἀντίθετα ἐκεῖνοι ποὺ κάνουν βίωμά τους ἀπὸ νωρὶς τὰ λόγια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ «ὑμεῖς ἔστε ναὸς Θεοῦ ζῶντος», καὶ ζοῦν μία ζωὴ συγκρατημένη καὶ σέβονται τὸ σῶμά τους, γιατί τὸ θεωροῦν ἔμψυχο ναὸ τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ μποροῦν νὰ χαίρονται τὴν ὑγεία τους καὶ νὰ δουλεύουν εὐτυχισμένοι σ’ ὁλόκληρη τὴν ζωή τους.
Τὴν ἀλήθεια αὐτὴ βεβαιώνουν οἱ μυριάδες τῶν ἀσκητῶν ἁγίων, ποὺ ἔζησαν μὲ ἐγκράτεια, ἀλλὰ καὶ θολερότητα μέχρι τὰ βαθιὰ τους γηρατειά.
Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ξεχωριστοὺς καὶ γνωστοὺς στὴν Κύπρο μας ἁγίους, εἶναι καὶ ὁ ἱερὸς Αὐξέντιος.
Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τριακόσιους Ἀλαμανούς, ὅπως λέγονται, ἁγίους, ποὺ ᾖρθαν στὸ νησί μας τὸν 12 αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἦταν μάλιστα καὶ ὁ ἀρχηγός τους. Ὁ μακάριος αὐτὸς Ὅσιος ὑπῆρξε μία μορφὴ ἐξαιρετικὴ καὶ ἀσκητική. Μιὰ προσωπικότητα ἱερὴ καὶ φωτεινή. Ἕνα παράδειγμα φλογερῆς ἀγάπης καὶ ἀφοσίωσης στὸν Χριστό. Ἀπὸ παιδὶ γνώρισε τὴ στρατιωτικὴ τέχνη, μὰ καὶ τὴν δόξα καὶ τὰ κέρδη τῆς παλικαριᾶς. Ἡ καρδιὰ του ὅμως δὲν παρασύρθηκε. Δὲν ξεγελάστηκε ἀπὸ τὰ ἐφήμερα ἀγαθά. Δὲν νικήθηκε. Διψοῦσε κάτι ἀνώτερο, ὑψηλότερο, ἁγιότερο. Καὶ σὰν τέτοιο δὲν ἔβρισκε ἄλλο ἀπὸ τὴν ἀφιέρωσή του στὸν Χριστό.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἡ Εὐρώπη συγκλονιζόταν ἀπὸ ἕνα κήρυγμα: Οἱ Ἅγιοι Τόποι, οἱ τόποι ποὺ γεννήθηκε, μεγάλωσε, περπάτησε καὶ δίδαξε ὁ Σωτῆρας τῶν ἀνθρώπων, ὅπως καὶ οἱ τόποι ποὺ θαυματούργησε, ἀλλὰ καὶ συλλήφθηκε κι ὑβρίστηκε καὶ σταυρώθηκε καὶ πέθανε καὶ τάφηκε, βρισκόντουσαν κάτω ἀπὸ τὴν μωαμεθανικὴ ἐξουσία. Καὶ οἱ κατακτητές, βάρβαροι καὶ σκληροί, ὑπέβαλλαν σὲ μύριους ἐξευτελισμοὺς ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀποτολμοῦσαν νὰ πᾶνε μέχρι τὴν Ἁγία Γῆ, γιὰ νὰ ἐπισκεφθοῦν καὶ νὰ προσκυνήσουν τὰ ἱερὰ προσκυνήματα. Οἱ Ἅγιοι Τόποι πρέπει νὰ ἐλευθερωθοῦν. Ὅσοι νοιώθουν τὴν καρδιά τους νὰ πυρώνεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἂς ἔλθουν νὰ ἑνωθοῦν μαζί μας γιὰ τὸν ἱερὸ τοῦτο πόλεμο. Τὸν πόλεμο ποὺ ἀποβλέπει στὴν ἀπελευθέρωση τῶν Ἁγίων Τόπων. Χιλιάδες πολεμιστὲς πίστεψαν στὸ προσκλητήριο σάλπισμα καὶ ἑνώθηκαν σὲ μία μεγάλη στρατιά, τὴ Β’ Σταυροφορία. Ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς τοὺς φλογεροὺς ὁραματιστὲς ποὺ κατατάχτηκαν καὶ σχημάτισαν τὴν ἱερὴ στρατιὰ ἦταν καὶ τριακόσιοι Ἕλληνες, ποὺ ἐργάζονταν στὴν Γερμανία. Μὲ ἀρχηγὸ τὸν πιστὸ καὶ θαρραλέο Αὐξέντιο σμίχτηκαν καὶ αὐτοὶ γιὰ τὴν μεγάλη προσπάθεια. Δυστυχῶς ἡ στρατιὰ αὐτή, ὅπως ξέρουμε, ἀπέτυχε στὸν σκοπό της. Τὰ διάφορα τάγματα διαλύθηκαν καὶ διασκορπίστηκαν. Ὁ ἱερὸς Αὐξέντιος στὴν περίπτωση αὐτὴ κάλεσε τὰ παλικάρια του κι ἀφοῦ τοὺς μίλησε μὲ παλμὸ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ θυσία του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ὑπέδειξε, ἂν ἤθελαν νὰ μὴ γυρίσουν πίσω, ἄλλα νὰ τραβήξουν πρὸς τὰ μέρη τοῦ Ἰορδάνη, γιὰ νὰ ζήσουν μία ζωὴ ἀσκητική, μιὰ ζωὴ ὁλοκληρωτικῆς ἀφιέρωσης στὸν Θεό.
Ἡ πρόταση ἔγινε ἐνθουσιαστικὰ δεκτή. Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ὅλοι τους ἔσπευσαν νὰ τὴν κάμουν ἔργο. Ἀφοῦ πῆγαν ὅλοι μαζὶ καὶ προσκύνησαν στὴν Ἱερουσαλήμ, ὕστερα γύρισαν στὴν ἔρημό τοῦ Ἰορδάνη μὲ σκοπό, νὰ ἀφιερωθοῦν στὸν Θεὸ καὶ νὰ ζήσουν ἐκεῖ τὴν μοναχικὴ καὶ ἀσκητικὴ ζωή. Ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ προσευχή, ἡ μελέτη τῶν Γραφῶν, ἡ εὐποιΐα κι ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη πρὸς ἐκείνους, ποὺ εἶχαν ἀνάγκη τῆς βοήθειάς τους, ἦταν ἡ καθημερινή τους φροντίδα. Τὸ περιβάλλον ὅμως τοῦ Ἰορδάνη δὲν τοὺς βοηθοῦσε γιὰ τὴν ζωὴ ποὺ διάλεξαν νὰ ζήσουν. Γι’ αὐτὸ μιὰ μέρα κατέβηκαν στὴν παραλία μὲ τὸν σκοπὸ νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν τόπο ἐκεῖνο. Ἐδῶ βρῆκαν ἕνα καράβι, μπῆκαν μέσα, κι ᾖρθαν στὴν Κύπρο μας, ποὺ ἦταν τότε ὀνομαστὴ γιὰ τὴ θεοσέβειά της. Τὸ πλοῖο σταμάτησε στὴν Πάφο. Μιὰ παράδοση, λέει, πὼς τσακίστηκε πάνω στοὺς βράχους ἐξ αἰτίας μιᾶς δυνατῆς τρικυμίας. Οἱ ἐπιβάτες ὅμως δὲν ἔπαθαν τίποτε καὶ βγῆκαν ὅλοι στὴν στεριά. Ἀπ’ ἐδῶ σκορπίστηκαν σὲ διάφορα μέρη κι ἔζησαν ὁ καθένας τους τὴ μακαριὰ ζωὴ μὲ τὸ δικό του τρόπο.
Ὁ Αὐξέντιος, ἀφοῦ περιῆλθε τὸ νησί, κατέληξε σὲ μία σπηλιὰ στὴν περιοχὴ τῆς Καρπασίας μεταξὺ τῶν χωριῶν Κώμης Κεπὴρ καὶ Ἐπτακώμης.
Ἡ ζωὴ του ὑπῆρξε μία ζωὴ θερμῆς ἀγάπης καὶ στ’ ἀλήθεια ὁλοκληρωτικῆς προσφορᾶς στὸν Χριστό. Κάθε ἡμέρα ὕστερα ἀπὸ θερμὴ καὶ ἄγρυπνη προσευχὴ ποὺ κρατοῦσε ὤρα πολλή, ἄρχιζε νὰ διαβάζει ἢ καὶ νὰ ἀποστηθίζει τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ ἐπιτύχει στὴν προσπάθειά του αὐτὴ ἀγωνιζόταν νὰ κρατάει στὸ νοῦ του τὴν κάθε περικοπὴ χωρὶς βία, ἀλλὰ μὲ ὑπομονὴ καὶ πραότητα καὶ ταπεινοφροσύνη. Τὰ λόγια του Κυρίου «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾶος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. ια’ 29) ἀντηχοῦσαν κάθε στιγμὴ στ’ αὐτιά του.
Γιὰ ν’ ἀποφεύγει τοὺς πονηροὺς καὶ ἀκάθαρτους λογισμούς, ποὺ ὁ Σατανᾶς τοῦ ἔριχνε στὴν σκέψη, γιὰ νὰ τοῦ λερώνει τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ὁ οὐρανοπολίτης ἀθλητὴς μὲ φόβο Θεοῦ στοχαζόταν πάντα τὴν μέλλουσα κρίση. «Πρόσεχε», ἔλεγε ὁ ἴδιος στὸν ἑαυτό του, «ἔπεχε, σεαυτῶ, Αὐξέντιε. Ἐνθυμοῦ τὸ Δικαστήριο. Ἐνθυμοῦ τὶς δοκιμασίες τῆς αἰώνιας τιμωρίας». Μὲ τὰ συνθήματα αὐτὰ καὶ μὲ παρόμοιες εὐλαβεῖς σκέψεις κρατοῦσε τὴν καρδιὰ του ἄγρυπνη καὶ προσεχτικὴ ἀπὸ τὴν ἐπίθεση τῶν λῃστῶν, ποὺ λέγονται πονηροὶ διαλογισμοί. Ὅταν ἡ ἀγάπη τοῦ θεοῦ τὸν ἀπάλλασσε ἀπὸ τὰ «πεπυρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ», τότε ἡ προσευχὴ τοῦ Ὁσίου γινόταν καὶ πιὸ θερμή. «Κύριε», ἔλεγε τότε μὲ πόνο ψυχῇς ὁ ἀσκητής, «γενηθήτω ἡ καρδία μου ἄμωμος ἐν τοὶς δικαιώμασί σου, ὅπως ἂν μὴ αἰσχυνθῶ» (ψαλμ. ριη’ 80). Δηλαδή, Κύριε, εἴθε ἡ καρδιά μου μὲ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν ἐνίσχυσή σου νὰ γίνει ἄμεμπτη στὴν προσπάθειά μου νὰ κρατήσω τὰ δικαιώματά σου. Νὰ γίνει ἄμεμπτη γιὰ νὰ μὴ ντροπιαστὼ μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους καὶ μπροστὰ στὸ φοβερό σου κριτήριο σὰν ἕνας ἔνοχος ἄνθρωπος καὶ παραβάτης. «Ἐλθέτω σὰν μοὶ οἱ οἰκτιρμοί σου, καὶ ζήσομαι, ὅτι ὁ νόμος σου μελέτη μου ἐστίν» (Ψαλμ. ριη’ 77). Ἂς ἔλθουν σὲ μένα οἱ οἰκτιρμοί σου, Κύριε, γιὰ νὰ μοῦ δώσουν ζωή, γιατί καὶ μέσα στὶς θλίψεις μου δὲν σὲ λησμόνησα. Ὁ νόμος σου ἀποτελεῖ γιὰ μένα τὴ διαρκὴ σκέψη καὶ ἀπασχόληση τοῦ μυαλοῦ μου.
Πολλὲς φορὲς ὁ πονηρὸς δημιουργοῦσε τέτοια ταραχὴ στὸ ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου καὶ τέτοιο θόρυβο ποὺ νόμιζε κανεὶς πὼς γινόταν σεισμός. Σεισμὸς ποὺ ἀπειλοῦσε νὰ καταρρίψει καὶ νὰ ἰσοπεδώσει τὰ πάντα. Καὶ τὶς στιγμὲς αὐτὲς ὁ Ἅγιος εἰρηνικὸς κι ἀτάραχος ἔψαλλε δυνατὰ καὶ μελωδικὰ τὸν ψαλμὸ τῆς βαθιᾶς ἐμπιστοσύνης καὶ πίστεως στὸν Θεό. «Ὁ Θεὸς ἡμῶν καταφυγὴ καὶ δύναμις, βοηθὸς ἐν θλίψεσι ταῖς εὐρούσαις ἡμᾶς σφόδρα, διὰ τοῦτο οὐ φοβηθησόμεθα ἐν τῷ ταράσσεσθαι τὴν γῆ καὶ μετατίθεσθαι ὄρη ἐν καρδίαις θαλασσῶν» (ψαλμ. με’ 2 – 3). Δηλαδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἡ καταφυγὴ καὶ ἡ δύναμή μας εἶναι ὁ παντοδύναμος βοηθός μας στὶς θλίψεις πού μᾶς βρῆκαν. Γιὰ τοῦτο τὸν λόγο ὁτιδήποτε καὶ ἂν συμβεῖ, καὶ ἂν ἀκόμη συμβοῦν οἱ ἀνατροπὲς καὶ οἱ καταστροφὲς ποὺ θὰ γίνουν στὴ συντέλεια τοῦ κόσμου, ἐμεῖς δὲν θὰ φοβηθοῦμε. Δὲν θὰ φοβηθοῦμε ἔστω καὶ ἂν ἡ γῆ θὰ σείεται συθέμελα κι ἂν τὰ βουνὰ θὰ κόβονται ἀπ’ τὴ ρίζα τους καὶ θὰ πέφτουν μέσα στὴν θάλασσα.
Ὁ Ὅσιος ὑπέμεινε καὶ ἄλλους πολλοὺς καὶ σκληροὺς πειρασμούς. Μὲ τὴν προσευχὴ ὅμως, τὴν αὐστηρὴ νηστεία καὶ τὴν ἐγκράτειά του, τοὺς ἀποδίωκε καὶ ἔβγαινε νικητὴς καὶ θριαμβευτής, ζωντανὸ δοχεῖο τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Τοῦτο μαρτυρᾶνε τὰ πάμπολλα θαύματα, ποὺ ἔκανε ὅσο ζοῦσε. Τοῦτο βεβαιώνουνε ἀκόμη καὶ τὰ θαύματα ποὺ γίνονται μὲ τὴν χάρη του ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατό του. Ἕνα ἀπ’ αὐτὰ τὰ Θαύματα εἶναι καὶ τοῦτο:
Ἐκεῖ στὴ σπηλιὰ ὅπου ἔζησε χρόνια ὁ Ἅγιος, ἀναπαύτηκε κιόλας. Οἱ χριστιανοὶ τῶν γύρω χωριῶν μὲ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια μαζεύτηκαν τότε γιὰ νὰ κηδέψουν τὸ ἅγιο σκήνωμά του καὶ νὰ πάρουν μὲ τὸν τελευταῖο ἀσπασμὸ τὴν εὐλογία του. Μὲ συντριβὴ καρδιᾶς ἐνταφίασαν τὸ σῶμα στὴν γῆ, ἐνῷ ἡ ἡρωικὴ ψυχὴ του πέταξε ὁλόλευκη στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ χαρεῖ καὶ νὰ ζήσει ἐκεῖ τὴν ἀσφαλὴ κι ἄμεμπτη ζωὴ τῶν νικητῶν τῆς πίστεώς μας.
Ὕστερα ἀπὸ καιρὸ οἱ κάτοικοι τῶν δυὸ χωρίων βρῆκαν στὴ σπηλιὰ τὸ ἅγιο λείψανό του. Δὲν δυσκολεύτηκαν νὰ τὸ ἀναγνωρίσουν. Ἡ εὐωδία καὶ τὸ μύρο ποὺ ξέχυνε ἦταν χαρακτηριστική. Ὁ πόθος τῶν κατοίκων τῶν δυὸ χωριῶν νὰ μεταφέρουν τὸν θησαυρὸ ποὺ βρῆκαν στὸ χωριό τους γιὰ νὰ τὸν ἔχουν πάντα κοντά τους, σκόνταψε στὸ ποῦ νὰ τὸν μεταφέρουν. Καὶ τὰ δυὸ χωριὰ τὸν ἀπαιτοῦσαν. Κανένας δὲν ὑποχωροῦσε γιὰ τὸ ἄλλο. Ἡ χαρὰ ποὺ γέμισε τὶς καρδιὲς μὲ τὴν εὕρεση τοῦ λειψάνου, χάθηκε γιὰ μία στιγμὴ καὶ τὴ θέση της πῆρε μία ζωηρὴ συζήτηση, ποὺ ἀπειλοῦσε νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ ἐπικίνδυνη φιλονικία. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη μιὰ πρόταση ποὺ ρίχτηκε ἀπὸ κάποιο ἔδωκε τὴ διέξοδο καὶ τὴ λύση στὸ πρόβλημα ποὺ δημιουργήθηκε:
- Νὰ δώσουμε ἕνα βόδι τὸ ἕνα χωριὸ καὶ ἕνα βόδι τὸ ἄλλο. Νὰ τὰ ζέψουμε σ’ ἕνα ἁμάξι, στὸ ὁποῖο νὰ βάλουμε τὸ ἅγιο λείψανο κι ὅπου σταματήσουν τὰ βόδια, ἐκεῖ νὰ κτίσουμε ἕνα ναὸ καὶ νὰ τὸ ἀποθέσουμε, εἶπε ἡ φωνή.
Αὐτὸ καὶ ἔγινε. Τὰ βόδια ἔσυραν τὸ ἁμάξι καὶ σταμάτησαν στὴν Κώμη Κεπήρ. Ἐκεῖ ἐναποτέθηκε τὸ ἅγιο λείψανο καὶ βρίσκεται μέχρι σήμερα, γιὰ νὰ θυμίζει σ' ὅλους τὴ δύναμη τῆς ἐγκράτειας καὶ τῆς ἠθικῆς καθαρότητας, τὴν ἀνυπέρβλητη δύναμη τῆς ἀρετῆς.
Τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ἠθικὴ καθαρότητα, τὴν ἀρετὴ μὲ μία λέξη καλεῖται νὰ κάμει βίωμα καὶ σκοπὸ τῆς ζωῆς του καὶ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος. Τὸ ἀπαιτεῖ ἡ ἔξοδός μας ἀπὸ τὴ συμφορὰ καὶ τὸν ὄλεθρο στὸν ὁποῖο μᾶς ἔχουν ρίξει οἱ καταχρήσεις καὶ οἱ ἠθικὲς παρεκτροπὲς τοῦ καιροῦ μας. Τὸ ζητᾶ ἡ εἰρηνικὴ ζωὴ ποὺ νοσταλγοῦμε ὅλοι μας. Τὸ θέλει αὐτὸ τοῦτο τὸ συμφέρον μας. Γιατί ὅπως πολὺ σοφὰ τονίζει ὁ μεγάλος τῆς ἐρήμου ἀσκητής, ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος καὶ τὸ μαρτυρεῖ καὶ ὁ Ἅγιός μας μὲ τὸ παράδειγμά του, «ὁ μὲν πλοῦτος καὶ συλᾶται καὶ ὑπὸ τῶν δυνατωτέρων ἁρπάζεται, ἡ δὲ ἀρετὴ τῆς ψυχῆς, μόνη ἐστι κτῆσις ἀσφαλὴς καὶ ἀσύλητος καὶ μετὰ θάνατον σῴζουσα τοὺς κεκτημένους αὐτήν».
Ἀλήθεια! Μόνη αὐτὴ καὶ ὑψώνει καὶ σῴζει.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’.
Χαίρει
ἔχουσα ἡ Καρπασέων Κώμη λάρνακα τῶν σῶν λειψάνων, παναοίδιμε πάτερ
Αὐξέντιε. Ὡς γὰρ ποτὲ πολεμίους κατήσχυνας, καὶ τῶν δαιμόνων τὸ θράσος
ἐνίκησας καὶ κατηύφρανας ἡμᾶς τοὺς πιστῶς σοι κράζοντας, ἱκέτευε,
δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.