Ο Μητροπολίτης Αργολίδας Νεκτάριος την Τετάρτη 4 Οκτωβρίου το
απόγευμα, επισκέφτηκε την Ιερά Μονή Αγίας Μαρίνας στην πόλη του Άργους
και μίλησε για την ζωή και το βίο τριών Αλλογενών Αγίων της Ορθοδοξίας.
Πρόκειται
για τους Άγιο Μωυσή τον Αιθίοπα ,τον Νεομάρτυρα Άγιο Αχμέτ τον Τούρκο
και τον μοναχό Νικόλαο (Γιουσούφ) πάλι Τούρκο. Ο μητροπολίτης με γλαφυρό
τρόπο μίλησε για την μαρτυρική ζωή των Αγίων και τόνισε για την
τεράστια υπομονή και αγάπη για το Χριστό που είχαν οι τρείς Αλλογενείς
Άγιοι
Η
ηγουμένη της Ιεράς Μονής μοναχή Χρυσοστόμη , ευχαρίστησε τον
Μητροπολίτη για την επίσκεψη στο μοναστήρι καθώς και για την
εποικοδομητική ομιλία του. Προηγήθηκε εσπερινός και παράκληση στην Αγία
Μαρίνα.
ΑΓΙΟΣ ΜΩΥΣΗΣ Ο ΑΙΘΙΟΠΑΣ
Ο όσιος Μωυσής ήταν αγορασμένος δούλος κάποιου πλούσιου κτηματία. Είχε χαρακτήρα σκληρό και δύστροπο και καθημερινά δημιουργούσε πολλά προβλήματα, ώσπου το αφεντικό του αγανάκτησε και τον πέταξε στον δρόμο. Ο Μωυσής βρήκε καταφύγιο σε μια ληστοσυμμορία και με την τεράστια σωματική του δύναμη δεν άργησε να επιβληθεί και να γίνει ο αρχηγός της.
Ο όσιος Μωυσής ήταν αγορασμένος δούλος κάποιου πλούσιου κτηματία. Είχε χαρακτήρα σκληρό και δύστροπο και καθημερινά δημιουργούσε πολλά προβλήματα, ώσπου το αφεντικό του αγανάκτησε και τον πέταξε στον δρόμο. Ο Μωυσής βρήκε καταφύγιο σε μια ληστοσυμμορία και με την τεράστια σωματική του δύναμη δεν άργησε να επιβληθεί και να γίνει ο αρχηγός της.
Κάποτε,
κυνηγημένος από τα όργανα της εξουσίας, για τα πολλά του εγκλήματα,
πήγε να κρυφτεί βαθειά στην έρημο όπου ζούσαν οι πιο ονομαστοί ασκητές. Η
συναναστροφή του με τους αγίους τον έκανε σιγά - σιγά να ημερεύσει. Τον
επισκίασε η Χάρη του Θεού, γιατί η μετάνοια είναι ώρα Χάριτος, μαλάκωσε
η καρδιά του, μετανόησε πραγματικά και ζήτησε την λύτρωση. Η αλλαγή του
ήταν ριζική και σε σύντομο χρονικό διάστημα έφτασε στα μέτρα των
μεγάλων Πατέρων της ερήμου. Μετά το βάπτισμα αξιώθηκε να λάβει και την
Χάρη της Ιεροσύνης.
Σε
ηλικία 75 ετών έφυγε από την πρόσκαιρη αυτή ζωή με τρόπο βίαιο και
μαρτυρικό. Ειδωλολάτρες ληστές εισέβαλαν στο σπήλαιο που ασκήτευε και
τον σκότωσαν με μαχαίρια.
ΑΓΙΟΣ ΑΧΜΕΤ
Ο Άγιος Αχμέτ (ή Αχμέδ) καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη και ασκούσε το επάγγελμα του γραφέα του αρχιλογιστού «δευτεράρη». Κατά το θρήσκευμα στην αρχή ήταν Μουσουλμάνος και Τούρκος στην καταγωγή. Κατά τον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο Αχμέτ στό σπίτι του είχε δύο Ορθόδοξες Χριστιανές σκλάβες, Ρωσίδες στην καταγωγή. Τη νέα, την είχε ως «σύζυγο», μία και ήταν άγαμος και την ηλικιωμένη ως υπηρέτρια. Στην τελευταία επέτρεπε να πηγαίνει τις γιορτές στην εκκλησία των Ορθοδόξων. Αυτή, όταν επέστρεφε στό σπίτι έφερνε και στη νέα αντίδωρο και πολλές φορές αγιασμό. Η νέα, χωρίς καμία προφύλαξη από τον Αχμέτ έτρωγε το αντίδωρο και έπινε τον αγιασμό.
Ο Άγιος Αχμέτ (ή Αχμέδ) καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη και ασκούσε το επάγγελμα του γραφέα του αρχιλογιστού «δευτεράρη». Κατά το θρήσκευμα στην αρχή ήταν Μουσουλμάνος και Τούρκος στην καταγωγή. Κατά τον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο Αχμέτ στό σπίτι του είχε δύο Ορθόδοξες Χριστιανές σκλάβες, Ρωσίδες στην καταγωγή. Τη νέα, την είχε ως «σύζυγο», μία και ήταν άγαμος και την ηλικιωμένη ως υπηρέτρια. Στην τελευταία επέτρεπε να πηγαίνει τις γιορτές στην εκκλησία των Ορθοδόξων. Αυτή, όταν επέστρεφε στό σπίτι έφερνε και στη νέα αντίδωρο και πολλές φορές αγιασμό. Η νέα, χωρίς καμία προφύλαξη από τον Αχμέτ έτρωγε το αντίδωρο και έπινε τον αγιασμό.
Όταν
ο Αχμέτ συζητούσε με την «σύζυγό» του, αισθανόταν να βγαίνει από το
στόμα της άρρητη ευωδία. Η ευωδία αυτή τον είχε προβληματίσει, γι' αυτό
και ζητούσε επιμόνως να μάθει από πού προερχόταν. Αυτή, μη γνωρίζοντας
το συμβαινόμενο, του απαντούσε, ότι δεν έτρωγε ποτέ κάτι, που νά είχε
κάποια ιδιαίτερη ευωδία. Ο Αχμέτ όμως, με κανένα λόγο δεν μπορούσε να
πιστέψει, γι' αυτό και επέμενε να μάθει από που προερχόταν αυτή η
παράξενη ευωδία. Η μοσχοβολιά ήταν χαρακτηριστική και η ίδια πάντοτε. Η
στενοχώρια του ήταν μεγάλη, γιατί δεν μπορούσε να μάθει τι έτρωγε η
«συζυγός» του.
Μια
μέρα, που κατάλαβε κι αυτή, ότι η ευωδία οπωσδήποτε προερχόταν από το
αντίδωρο που έτρωγε στην Εκκλησία, του εξήγησε καθαρά, λέγοντας: «αυτό
που τρώγω και αισθάνεσαι εσυ εύωδία, όταν συζητάμε, δεν είναι τίποτε
άλλο, παρά το αντίδωρο που παίρνω στην Εκκλησία των Χριστιανών, όταν
τελειώνει η θεία λειτουργία. Το αντίδωρο είναι αγιασμένο ψωμί από το
Χριστό, που το μοιράζει ο Πατριάρχης ή οι ιερείς στους πιστούς, όταν
τελειώνει το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.
Πρέπει
ακόμη να σου διευκρινίσω, ότι μετά το αντίδωρο - πολλές φορές - πίνω
και αγιασμό». Ο Αχμέτ, δεν πίστεψε στα λεγόμενα της και την ρώτησε πως
μπορεί να συμβαίνει ένα τέτοιο θαύμα και εκείνη του απάντησε: «Η
θρησκεία μας είναι ζωντανή. Για μας τους Χριστιανούς, Θεός μας, είναι ο
Χριστός. Είναι ο γιος του Θεού, που κατέβηκε απ' τον ουρανό και έγινε
άνθρωπος Για να μας σώσει από την αμαρτία. Όταν ζούσε στη γη έκανε
αμέτρητα θαύματα.
Το
σπουδαιότερο, το οποίο και πρέπει, αν θέλεις να κρατήσεις στο μυαλό
σου, είναι ότι, από αγάπη για μας, σταυρώθηκε άδικα από τους Εβραίους
και την τρίτη ημέρα αναστήθηκε. Η Ανάστασή Του είναι το μεγαλύτερο
γεγονός στην ιστορία της ανθρωπότητας. Σ' εμάς τους Ορθοδόξους
Χριστιανούς, με τη δύναμη του Χριστού τα θαύματα συνεχίζονται και
σήμερα. Στο Χριστό μας όλα είναι δυνατά. Στο θαύμα, που διαπίστωσες
τόσες φορές με το αντίδωρο, έχω να προσθέσω και ένα άλλο πιο απλό και
ξεκάθαρο. Το νερό που πίνουμε πολλές φορές στην εκκλησία - θα σου φανεί
παράδοξο - είναι αγιασμένο. Δηλαδή δεν αλλοιώνεται, δε βρωμίζει, όσα
χρόνια κι αν περάσουν.
Το
νερό αυτό, που εμείς το λέμε αγιασμό, απόκτα αυτή την ιδιότητα, μετά
από ειδικές ευχές που διαβάζει ο Πατριάρχης ή οι Ιερείς. Μάλιστα, το
κρατάμε σε μπουκαλάκια για ευλογία - στα εικονοστάσια των σπιτιών μας
και πίνουμε, αφού προετοιμασθούμε κατάλληλα, προς καθαρισμό ψυχών και
σωμάτων. Το θαύμα τούτο, αν θέλεις, μπορείς να το δεις και να το
ερευνήσεις. Είναι ένα ακόμα ζωντανό θαύμα της πίστεώς μας, κυρίως, για
μας τούς απλοϊκούς». Ο Αχμέτ, μόλις άκουσε όλα αυτά, έμεινε κατάπληκτος.
«Συμβαίνουν τέτοια πράγματα στη θρησκεία σας; Ειλικρινά, εγώ δεν μπορώ
να τα καταλάβω», είπε και απομακρύνθηκε.
Πέρασαν
ημέρες και νύχτες αρκετές, χωρίς να παύσει να σκέπτεται, όσα άκουσε από
τη Χριστιανή «σύζυγο» του και τελικά αποφάσισε να ερευνήσει το παράδοξο
γι' αυτόν γεγονός. Έτσι ντύθηκε με ρούχα χριστιανικά και πήγε στην
Εκκλησία του Πατριαρχείου για να παρακολουθήσει πως γίνονταν η Θεία
Λειτουργία των Χριστιανών.
Καθώς,
λοιπόν, βρισκόταν στο Ναό και παρακολουθούσε τη θεία λειτουργία, με
ξεχωριστό θαυμασμό και αναρίθμητες απορίες, είδε, σε μια στιγμή, τον
ιερέα, καθώς πήγαινε προς την Ωραία Πύλη, «υπερυψωμένων υπεράνω του
δαπέδου της Εκκλησίας και ολόφωτων», τον δε Πατριάρχη να «εκπέμπει» από
τα δάκτυλά του, οσάκις ευλογούσε τούς Χριστιανούς, φωτεινές ακτίνες, που
έπεφταν επάνω στα κεφάλια τους. Εκείνο όμως, που πραγματικά τον
συγκλόνισε, ήταν το ότι, οι ακτίνες φώτιζαν μόνο τα κεφάλια των
Χριστιανών και δε φώτιζαν το δικό του κεφάλι. Παρ' ότι αυτό συνέβη δύο -
τρεις φορές, το αποτέλεσμα, που με αγωνία και δέος διαπίστωνε, ήταν το
ίδιο. Αμέσως, ήλθαν στο μυαλό του, όλα όσα είχε ακούσει από τη «σύζυγό»
του περί της πίστεώς της. «Αλήθεια, σκεπτόταν, είχε δίκαιο. Είναι
ζωντανή η θρησκεία των Χριστιανών. Τι χαρά είναι αυτή που αισθάνομαι
τώρα!». Βγαίνοντας από την εκκλησία, τόσο είχε συγκλονισθεί με όλα τα
θαυμαστά που είχε δει, ώστε νόμιζε ότι δεν ήταν ο παλαιός Αχμέτ.
Μετά
τα θαύματα αυτά, ο Αχμέτ, συνεπαρμένος - όπως ήταν - δεν ήθελε άλλες
αποδείξεις για να πιστέψει στο Χριστό και να απαρνηθεί τη μωαμεθανική
θρησκεία. Έτσι, χωρίς κανένα δισταγμό, γεμάτος χαρά, πήγε κρυφά στον
ιερέα της περιοχής του και ζήτησε να βαπτισθεί. Ο Ιερέας, αφού είδε την
μετάνοιά του και την ακλόνητη πίστη του και απόφαση του να γίνει
Χριστιανός, τον κατήχησε και μετά τον βάπτισε εις το όνομα της Αγίας
Τριάδος.
Μετά
τη βάπτισή του έζησε βίο ενάρετο και με ιδιαίτερα χαρά και συγκίνηση
κοινωνούσε τα Άχραντα Μυστήρια και λάμβανε αντίδωρο και αγιασμό.
Δυστυχώς, δε διασώθηκε πoιο χριστιανικό όνομα του δόθηκε κατά το
μυστήριο του Βαπτίσματος. Πάντως, μετά την αναγέννησή του, ο
νεοφώτιστος, πρώην μωαμεθανός, δοξολογούσε τον Κύριο, διότι τον είλκυσε
με τη χάρη του και τον οδήγησε στην ορθή πίστη.
Ο
νους του, όταν προσευχόταν, μετεωρίζετο και ζούσε, καθαρά και ζωντανά,
τα θαύματα που αξιώθηκε να δει, την εύλογη μένη εκείνη ημέρα που
εκκλησιάσθηκε, ως αλλόθρησκος και μολυσμένος στον Ιερό Ναό του
Πατριαρχείου. Καίτοι μετά το βάπτισμά του έζησε ως πιστός Χριστιανός,
έχοντας μυστηριακή ζωή, εν τούτοις μέχρι του μαρτυρίου του παρέμεινε ως
κρυπτοχριστιανός. Αυτός ίσως είναι και ο λόγος που δέ διασώθηκε μέχρι
σήμερα το Χριστιανικό του όνομα. Αυτό το γνώριζαν ελάχιστοι. Ο Ιερέας, η
Χριστιανή σκλάβα του και ενδεχομένως μετρημένοι κληρικοί και
Χριστιανοί.
Μια
μέρα, οι μεγιστάνες μωαμεθανοί της Κωνσταντινούπολης είχαν συγκέντρωση
και βρισκόταν σ' αυτή και ο Αχμέτ. Για να ευρίσκεται δε και ο Αχμέτ σε
μια τέτοια συγκέντρωση, πρέπει να δεχθούμε, ότι ο Αχμέτ δεν ήταν ένας
τυχαίος Τούρκος μουσουλμάνος. Ήταν μεγιστάνας, πλούσιος. Ήταν εκλεκτό
μέλος της κοινωνίας της Κωνσταντινουπόλεως. Τον ρώτησαν λοιπόν, «περί
του τι είναι το μεγαλύτερο πράγμα εις τον κόσμον» και τότε, ο Αχμέτ, με
δυνατή φωνή είπε: «Μεγαλωτάτη από όλα είναι η πίστη των Χριστιανών».
Η
ομολογία του, ότι είναι Χριστιανός, κεραυνοβόλησε τους πρώην
ομοθρήσκους του. Χωρίς, πια, κανένα φόβο, άρχισε να ελέγχει το ψεύδος
και την πλάνη των μωαμεθανών. Τότε, κατόπιν διαταγής του τοπικού
άρχοντα, αφού τον συνέλαβαν, τον βασάνισαν και τον αποκεφάλισαν στις 3
Μάιου του έτους 1682 μ.Χ., στην τοποθεσία που ονομαζόταν Κεαπχανέ -
Μπαξέ.
Άγιος Νικόλαος της Όπτινα, ο Τούρκος ομολογητής
Ένας κρυμμένος θησαυρός στο κοιμητήριο της σκήτης είναι και ο μοναχός Νικόλαος, πιο γνωστός στους πατέρες με την προσωνυμία “ο Τούρκος”, λόγω της προφοράς του και της μελαχρινής του όψης. Την πραγματική του καταγωγή γνώριζαν μόνο οι πατέρες Αμβρόσιος, Ανατόλιος και η ελαχιστότητά μου, που είχα το ευτύχημα να είμαι και ο πνευματικός του πατέρας. Ο Γιουσούφ Ογλού ήταν κάποτε πασάς, στρατηγός και διοικητής των τουρκικών δυνάμεων.
Ένας κρυμμένος θησαυρός στο κοιμητήριο της σκήτης είναι και ο μοναχός Νικόλαος, πιο γνωστός στους πατέρες με την προσωνυμία “ο Τούρκος”, λόγω της προφοράς του και της μελαχρινής του όψης. Την πραγματική του καταγωγή γνώριζαν μόνο οι πατέρες Αμβρόσιος, Ανατόλιος και η ελαχιστότητά μου, που είχα το ευτύχημα να είμαι και ο πνευματικός του πατέρας. Ο Γιουσούφ Ογλού ήταν κάποτε πασάς, στρατηγός και διοικητής των τουρκικών δυνάμεων.
Ποιος
θα το περίμενε ποτέ ότι ένας τέτοιος άνθρωπος θα τελείωνε τη ζωή του
όχι απλά στη Ρωσία, αλλά σε μοναστήρι σαν μοναχός, και μάλιστα σαν
νεομάρτυρας; Πιστεύω ούτε και ο ίδιος. Κατά τη διάρκεια του
Ρωσοτουρκικού πολέμου (1853-1856) ήταν διοικητής του τουρκικού στρατού.
Οι Τούρκοι υπέβαλαν τους αιχμαλώτους σε φρικτά βασανιστήρια. Ο πασάς,
που, σαν θεατής, παρακολουθούσε από κοντά τα διαδραματιζόμενα,
κυριολεκτικά θαύμαζε την αντοχή και τη σταθερότητα των νεαρών αυτών
Ρώσων στρατιωτών. Ρώτησε να μάθει γιατί νέα παιδιά προτιμούσαν, όχι
απλώς να πεθάνουν με έναν τόσο φρικτό θάνατο, αλλά τον δέχονταν με χαρά,
παρά να αρνηθούν τη χριστιανική τους πίστη, για να χαρούν την ομορφιά
της ζωής. Και επειδή φαίνεται πως ήταν άνθρωπος με καλή διάθεση, ζήτησε
να γνωρίσει καλύτερα την χριστιανική πίστη.
Μια
ημέρα φώναξε έναν ορθόδοξο ιερέα και τον εβάπτισε στα κρυφά.
(Μπαίνοντας στο ναό του αγίου Νικολάου του Καραντίν για τη βάφτισή του,
αναγνώρισε την εκκλησία που είχε δει σε όνειρο πριν από δεκαετίες και,
στην εικόνα του αγίου Νικολάου, αναγνώρισε τον ιερέα που τον είχε
κοινωνήσει στο όνειρό του.) Στη συνέχεια έφυγε για την Περσία. Οι
Τούρκοι, μόλις έμαθαν ότι πρόδωσε το Ισλάμ, έψαχναν να τον σκοτώσουν.
Τελικά τον συνέλαβαν ζωντανό και με αιχμηρά αντικείμενα -λεπίδες και
ξυραφάκια- εχάραξαν σταυρούς σε όλο το μήκος της πλάτης και του στήθους
του. Στο τέλος, για να τον αποτελειώσουν, του τσάκισαν ένα προς ένα όλα
τα κόκαλα. Μέσα σε αυτούς τους φρικτούς πόνους ο Γιουσούφ σωριάστηκε
λιπόθυμος. Νομίζοντάς τον για νεκρό, τον πέταξαν τροφή στα σκυλιά. Ο
Κύριος όμως τον προστάτευε. Ανάκτησε τις αισθήσεις του.
Από
το μέρος εκείνο έτυχε να διαβαίνουν Ρούσσοι έμποροι και τον
περιμάζεψαν. Εκείνος τους είπε πως του επιτέθηκαν ληστές. Από συμπόνια
τον έφεραν μαζί τους στον Καύκασο και τον παρέδωσαν σε μια ευσεβή
γυναίκα, να τον φροντίσει. Έγινε καλά. Αλλά ήταν πλέον αγνώριστος. Σε
όλη του τη ζωή παρέμεινε διπλωμένος στα δύο. Ντυμένος φτωχικά και με ένα
μπαστούνι στο χέρι, κατάφερε και πέρασε στην Οδησσό. Από εκεί ταξίδεψε
σε όλα τα προσκυνήματα της Ρωσίας, μέχρι που τα βήματά του τον οδήγησαν
στην Όπτινα.
Κατά
την παραμονή του εδώ αρρώστησε και οι πατέρες τον μετέφεραν στο
νοσοκομείο της μονής. Επειδή ρωσικά λίγα ήξερε, ζήτησε να του φέρουν
κάποιον που να μιλάει τα γαλλικά, γιατί ήθελε να εξομολογηθεί. Την εποχή
αυτή, αν και ζούσα έγκλειστος, κάνοντας υπακοή, δέχθηκα να τον
εξομολογήσω. Αφού μου εξιστόρησε όλη του τη ζωή, στο τέλος με ύφος
αυστηρό ζήτησε, όσο ακόμη βρισκόταν στη ζωή, να μην εκμυστηρευτώ σε
κανέναν το παραμικρό γεγονός που είχε σχέση με τη ζωή του. Μέσα σε λίγο
χρόνο ανέκτησε την υγεία του και αμέσως μετά έγινε η κουρά του σε μοναχό
με το όνομα Νικόλαος».
Ιερά Μονή Αγίας Μαρίνας
Τη νότια πλευρά του κάστρου του Άργους, στολίζει το κατάλευκο μοναστήρι της Αγίας Μαρίνας. Ένα σχετικά μικρό συγκρότημα, που κυριολεκτικά κρέμεται στην άκρη του βουνού της Λάρισας. Πάνω του στέκεται αγέρωχο το ιστορικό κάστρο του Άργους. Το 1965, δύο μοναχές, οι αδελφές Σαμιώτη, μετά τον θάνατο της μητέρας τους, αποσπάστηκαν από τη συνοδεία του αδελφού τους Θεόκλητου, Ηγούμενου της γειτονικής Μονής, της αφιερωμένης στη Γέννηση του Ιησού Χριστού, και εγκαταστάθηκαν στην Αγία Μαρίνα.
Τη νότια πλευρά του κάστρου του Άργους, στολίζει το κατάλευκο μοναστήρι της Αγίας Μαρίνας. Ένα σχετικά μικρό συγκρότημα, που κυριολεκτικά κρέμεται στην άκρη του βουνού της Λάρισας. Πάνω του στέκεται αγέρωχο το ιστορικό κάστρο του Άργους. Το 1965, δύο μοναχές, οι αδελφές Σαμιώτη, μετά τον θάνατο της μητέρας τους, αποσπάστηκαν από τη συνοδεία του αδελφού τους Θεόκλητου, Ηγούμενου της γειτονικής Μονής, της αφιερωμένης στη Γέννηση του Ιησού Χριστού, και εγκαταστάθηκαν στην Αγία Μαρίνα.
Εκεί
έχτισαν τα πρώτα μικρά οικήματα. Ο ναός και ο γύρω χώρος τους
παραχωρήθηκε από το Σύλλογο των Παπουτσήδων του Άργους. (Εκ παραδρομής
αναφέρεται σε πολλά σημειώματα ότι την αγόρασαν απ’ αυτούς. Ποτέ δεν
ήταν ιδιοκτησία τους αλλά τους είχε παραχωρηθεί με απόφαση του
Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Τιμίου Προδρόμου, όπως θα δούμε παρακάτω.)
Αρωγός στις προσπάθειές τους στάθηκε ο Μητροπολίτης Αργολίδος
Χρυσόστομος ο Β΄ Δεληγιανόπουλος. Γυναικεία Μονή έγινε το 1972 με
επίσημο διάταγμα. Ο ναός είναι μια μικρή κεραμοσκέπαστη βασιλική, με
εσωτερικό θόλο και με διαστάσεις 6,5 x 8,5 μέτρα. Το τέμπλο της είναι
απλό και ξύλινο. Έχει μόνο φορητές εικόνες λαϊκής τεχνοτροπίας που είναι
έργα του 1830- 1870. Ο δυτικός τοίχος του ναού είναι μεσότοιχος ενός
άλλου κτιρίου, που προστέθηκε αργότερα και το οποίο χρησιμεύει ως
αρχονταρίκι. Στη θέση του παλιότερα υπήρχε στέρνα για την αποθήκευση
νερού. Νοτιοδυτικά του ναού έχει κτισθεί το νέο κτίριο των κελιών.
Στο
προαύλιο της Μονής, ένας εξώστης – σχεδόν μετέωρος- πάνω από το Άργος
και τον Αργολικό κάμπο, ανάμεσα σε όμορφα λουλούδια και ψηλά κυπαρίσσια,
ο επισκέπτης μπορεί να ξεκουραστεί κάτω από την πλατύφυλλη κληματαριά.
Στο ανατολικό τμήμα της πεντακάθαρης και ολάνθιστης αυλής, που με πολλή
αγάπη φροντίζει η μικρή αδελφότητα, μετά από έγκριση της Αρχαιολογίας,
το 1970 κτίσθηκε ένας μικρός ναός, αφιερωμένος στην Παναγία τη
Γιάτρισσα, στην Αγία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου και στην Αγία Μαρία την
Αιγυπτία. Αυτός ο ναός κτίστηκε κυρίως, ως πράξη ευλάβειας και τιμής
στην Παναγία (Θεοτόκο) του κάστρου, η οποία είχε κτισθεί από τον
επίσκοπο Άργους Νικήτα, το 1174.