Ὁ Ἅγιος Ἰορδάνης, καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ μετὰ τὸν γάμο του ἐγκαταστάθηκε στὸ Γαλατᾶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Σὲ κάποια διασκέδασή του μὲ Ὀθωμανοὺς συμπατριῶτες του καὶ κατὰ τὴν διάρκεια ἑνὸς παιχνιδιοῦ, κάποιος συμπαίκτης βλασφήμησε τὸν Ἅγιο Νικόλαο. Ἀμέσως ὁ Ἰορδάνης ἀπάντησε τὸ ἴδιο κοροϊδευτικὰ εἰς βάρος τοῦ Μωάμεθ. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, καταγγέλθηκε ὡς ὑβριστὴς τῆς μουσουλμανικῆς θρησκείας καὶ ὁδηγήθηκε στὸν βεζίρη, ὁ ὁποῖος τὸν πίεσε νὰ ἀλλαξοπιστήσει γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν τιμωρία. Παρὰ τὶς ἀπειλὲς καὶ τὶς δελεαστικὲς προτάσεις, ἀκόμη καὶ νὰ ὁμολογήσει μὲν φανερὰ ὅτι ἀσπάζεται τὸν Μουσουλμανισμὸ καὶ στὴ συνέχεια νὰ ζήσει χριστιανικὰ ὅπου ἐκεῖνος ἤθελε, ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε θαρραλέα. Ἔτσι ὁ δήμιος ἀπέκοψε τὴν τίμια κεφαλὴ τοῦ Νεομάρτυρα τὸ ἔτος 1650 μ.Χ.