α) Ορισμένοι δικαιώνουν τον εαυτό τους ενώπιον του Θεού. Επικαλούνται τα αγαθά έργα ή την «αναμαρτησία» τους και θεωρούν δεδομένη την πνευματική τους προκοπή. Είναι τόσο σίγουροι για τον εαυτό τους, ώστε κρίνουν και κατακρίνουν όλους τους άλλους για τα σφάλματά τους. Συχνά αγωνίζονται να σώσουν και την εκκλησία!
Περιφρονούν και διαβάλλουν επισκόπους, συνόδους, ιερείς, θεολόγους, επιστήμονες και όποιον δε συμφωνεί με τη γνώμη τους. Δείχνουν τα «πνευματικά τους μπράτσα». Με τον τρόπο όμως αυτό, δημιουργείται αίσθημα πνευματικής αυτάρκειας και εγκυμονούν κίνδυνοι φαρισαϊκής συνείδησης και ψευδούς θρησκευτικής ζωής.
β) Γι’ αυτό η συναίσθηση της εσωτερικής εμπαθούς κατάστασης, η αυτογνωσία και η αυτομεμψία, η εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού και η εκζήτηση του θείου ελέους αποτελούν μεγάλα βήματα για την προσέλκυση της χάριτος του Θεού και την εν Χριστώ σωτηρία. Γράφει ο Γέροντας Παΐσιος: «Ο Θεός θέλει από μας την αγαθή μας διάθεση, που να την εκδηλώνουμε με τον έστω και λίγο φιλότιμο αγώνα μας, και τη συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας. Όλα τα άλλα τα δίνει εκείνος. Δεν χρειάζονται μπράτσα στην πνευματική ζωή… ΄Οσοι αγωνίζονται και συναισθάνονται την αμαρτωλότητά τους και τις ευεργεσίες του Θεού και εμπιστεύονται τον εαυτό τους στην μεγάλη Του ευσπλαχνία, ανεβάζουν την ψυχή τους στον Παράδεισο με πολλή σιγουριά και λιγότερο κόπο σωματικό».
γ) Στο αποστολικό ανάγνωσμα της Κυριακής (Α΄Τιμ. 1,15-17) ο Απόστολος Παύλος γράφει στο μαθητή του Τιμόθεο με τρόπο χαρακτηριστικά αφοπλιστικό: «Ο Ιησούς Χριστός ήλθε στον κόσμο για να σώσει τους αμαρτωλούς· και πρώτος ανάμεσά τους είμαι εγώ». Θεωρεί τον εαυτό του έσχατο πάντων, όπως αναφέρει σε άλλο σημείο. Τοποθετείται ο ίδιος πρώτος ανάμεσα στους αμαρτωλούς, παρότι μετανόησε, -διότι προηγουμένως «εδίωκε την εκκλησία του Χριστού»-, βαπτίσθηκε, φωτίσθηκε, έφθασε έως τρίτου ουρανού και είχε εμπειρίες θείας μεθέξεως. Η παραπάνω φράση ενσωματώθηκε στη ακολουθία της θείας Μεταλήψεως και διαβάζεται από όσους πρόκειται να κοινωνήσουν, δημιουργώντας ανάλογη συνείδηση.
δ) Χαριτωμένος και χαρισματούχος ο Απόστολος δεν περιχαρακώνεται στα στεγανά όρια νομικών διατάξεων. Αφήνει το Πνεύμα του Θεού να κατευθύνει τη σκέψη και τη ζωή του. Είναι ελεύθερος εν Χριστώ. Γι’ αυτό, παρόλο που δεν θεωρούσε υποχρεωτική την περιτομή για τους εξ εθνών χριστιανούς, και σε πολλά σημεία καταφέρεται εναντίον εκείνων που επέμεναν σ’ αυτήν για άλλους λόγους, περιέτεμε τον Τιμόθεο τέκνον Έλληνα και πιστής Ιουδαίας, «δια τους Ιουδαίους τους όντας εν τοις τόποις εκείνοις» ( Πραξ. 16, 1-3). Η πνευματική διάκριση και η επιθυμία να οικονομήσει τα πράγματα προς όφελος των ανθρώπων αποτελούσαν πλοηγό των ενέργειών του.
ε) Στη σημερινή περικοπή ο Απόστολος δεν ενδιαφέρεται τόσο να εξάρει το μέγεθος της δικής του αμαρτωλής κατάστασης και να φανερώσει το ταπεινό του φρόνημα. Θεωρεί τον εαυτό του πρώτο αμαρτωλό σε σχέση με την μακροθυμία, το έλεος και την ευσπλαχνία του Θεού. Διότι τελικά σε αυτή ελπίζουν όλοι οι «νουν Χριστού έχοντες», ακόμη και εκείνοι που έφθασαν δια της ασκήσεως σε ύψη αρετής και αγιότητας. Αλλά και οι δίκαιοι αισθάνονται δέος μπροστά στο μέγεθος της αγάπης και της φιλανθρωπίας του Θεού.
στ) Να σημειωθεί όμως, για να μην υπάρχουν παρανοήσεις, ότι όλα τα παραπάνω δε λειτουργούν για να καταπραΰνουν προσωρινά τον άνθρωπο ή να τον οδηγήσουν σε πνευματική ραθυμία. Η αγάπη και το έλεος του Θεού, που είναι δεδομένα, δεν μπορεί να αποτελούν αφορμή ακηδίας, αλλά κίνητρο για τους φιλότιμους αγωνιστές, προκειμένου να εντείνουν τον καλό αγώνα της πίστεως. Να μιμηθούν δηλαδή τον Απόστολο, ο οποίος γράφει: «Αλλ’ ακριβώς γι’ αυτό με ελέησε, για να δείξει ο Ιησούς Χριστός σ’ εμένα πρώτον όλη του την μακροθυμία, ώστε να γίνω παράδειγμα για κείνους που πρόκειται να πιστέψουν σ’ αυτόν και να κληρονομήσουν έτσι την αιώνια ζωή».
ζ) Η αίσθηση της αναξιότητας μπροστά στην σαρκωμένη αγάπη και τη φιλανθρωπία του Θεού, οδηγεί σε μετάνοια, θείο φόβο και επίγνωση του θείου θελήματος. Ο άκτιστος Θεός είναι άτρεπτος και απαθής, ενώ ο άνθρωπος τρεπτός. Λόγω ακριβώς της τρεπτότητας χρειάζεται την «επικουρία του Παντοκράτορος» χωρίς τον οποίο, ούτε αρετή, ούτε σοφία, ούτε πνευματική προκοπή υφίσταται. Όταν προσφέρεται στον Θεό η αγαθή προαίρεση και υπάρχει συναίσθηση της προσωπικής αποτυχίας, ο Θεός καταφθάνει συναντιλήπτορας και βοηθός. Τότε ο άνθρωπος σώζεται όχι τόσο με τα δικά του καλά έργα όσο με την ευδοκία της χάριτος του Θεού.
(Μακεδονία 23.1.2011)
από: Εδώ