Τον Άγιο
Ιάκωβο τον εκ Καστορίας και τους μαθητές αυτού Διονύσιο και Ιάκωβο εόρτασε
η Ιερά Μητρόπολη Καστορίας σήμερα, Α’ Κυριακή του Νοεμβρίου, όπως κάθε χρόνο.
Έτσι, το
πρωί τελέσθηκε πανηγυρική αρχιερατική Θεία Λειτουργία στον Ιερό
Μητροπολιτικό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ιερουργούντος του Σεβασμιωτάτου
Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ, με τη συμμετοχή του Πρωτοσυγκέλλου
Αρχιμ. Αθανασίου Γιαννουσά, των Εφημερίων του Ναού π. Στεφάνου και π. Φωτίου
και των Διακόνων Ιακώβου και Γεωργίου.
Ο
Σεβασμιώτατος στο λόγο του αναφέρθηκε στο ευαγγελικό ανάγνωσμα και σημείωσε
χαρακτηριστικά πως ο χριστιανός, ο εργάτης του Θεού, αγαπά και διακονεί τον
συνάνθρωπό του, τον αδελφό του, χωρίς να υπολογίζει από που είναι, τι πιστεύει,
τι γλώσσα μιλάει και πόσο πλούσιος ή φτωχός είναι.
Και συνέχισε
λέγοντας πως ο χριστιανός, που πιστεύει στον Χριστό και διακονεί τον διπλανό
του σαν να διακονεί τον Κύριο και Θεό του, τού μεταδίδει και τον ξεδιψάει με το
ύδωρ το ζων που είναι ο Χριστός, τον αναπαύει με την αγάπη του, την προσφορά
του και τη διακονία του.
Και κατέληξε
μιλώντας για τον Άγιο Ιάκωβο τον εκ Καστορίας, ο οποίος έτσι ακριβώς μετέδωσε
με τον λόγο και τη διακονία του τον ίδιο τον Χριστό στους μαθητές του και στους
συνανθρώπους του και φώτισε με το μαρτύριό του τον δρόμο που πρέπει να
ακολουθούμε όλοι εμείς.
Τέλος, ο
Μητροπολίτης κ. Σεραφείμ ευχήθηκε στον εορτάζοντα Διάκονο της Μητροπόλεώς μας
π. Ιάκωβο Πνευμονίδη, να τον χαριτώνει ο Άγιος Ιάκωβος του οποίου το όνομα
φέρει και να συνεχίσει με συνέπεια τη διακονία του.
Οι πιστοί
είχαν την ευκαιρία να προσκυνήσουν και τεμάχιο του Ιερού Λειψάνου του Αγίου
Ιακώβου, το οποίο φυλάσσεται στον Καθεδρικό Ναό της Καστοριάς.
Βιογραφία
Ο Άγιος
Ιάκωβος γεννήθηκε σ' ένα χωριό της Καστοριάς, από χριστιανούς γονείς. Έγινε
βοσκός προβάτων και απόκτησε αρκετό πλούτο, με αποτέλεσμα να τον φθονήσει ο
αδελφός του, που τον διέβαλε στον κριτή, ότι δήθεν βρήκε θησαυρό. Για ν'
αποφύγει τον φθόνο του αδελφού του ο Ιάκωβος, έφυγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου
εργαζόμενος σαν έμπορος προβάτων έγινε και πάλι πλούσιος.
Κάποια μέρα
όμως, πήγε στον Πατριάρχη, εξομολογήθηκε και διαμοίρασε την περιουσία του στους
φτωχούς, πήγε στο Άγιο Όρος, όπου εκάρη μοναχός στη Μονή Δοχειαρίου. Κατόπιν
πήγε στη Μονή Τιμίου Προδρόμου (που ήταν σκήτη της Ιεράς Μονής Ιβήρων), όπου
ησύχαζε υποτασσόμενος σε κάποιον γέροντα Ιγνάτιο.
Αφού ασκήθηκε αρκετά στις αρετές, αναχώρησε και από εκεί ήλθε στα ενδότερα
του Αγίου Όρους, όπου εγκαταστάθηκε μαζί με έξι μαθητές του, και διακρίθηκε σαν
δάσκαλος της αρετής στη μοναχική πολιτεία. Αργότερα αναχώρησε με τους μαθητές
του από το Άγιο Όρος και πήγε στο Κάστρο Πέτρα και από κει στα Μετέωρα, όπου Τον
Άγιο Ιάκωβο τον εκ Καστορίας και τους μαθητές αυτού Διονύσιο και Ιάκωβο
εόρτασε η Ιερά Μητρόπολη Καστορίας σήμερα, Α’ Κυριακή του Νοεμβρίου, όπως κάθε
χρόνο.
Έτσι, το
πρωί τελέσθηκε πανηγυρική αρχιερατική Θεία Λειτουργία στον Ιερό
Μητροπολιτικό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ιερουργούντος του Σεβασμιωτάτου
Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ, με τη συμμετοχή του Πρωτοσυγκέλλου
Αρχιμ. Αθανασίου Γιαννουσά, των Εφημερίων του Ναού π. Στεφάνου και π. Φωτίου
και των Διακόνων Ιακώβου και Γεωργίου.
Ο
Σεβασμιώτατος στο λόγο του αναφέρθηκε στο ευαγγελικό ανάγνωσμα και σημείωσε
χαρακτηριστικά πως ο χριστιανός, ο εργάτης του Θεού, αγαπά και διακονεί τον
συνάνθρωπό του, τον αδελφό του, χωρίς να υπολογίζει από που είναι, τι πιστεύει,
τι γλώσσα μιλάει και πόσο πλούσιος ή φτωχός είναι.
Και συνέχισε
λέγοντας πως ο χριστιανός, που πιστεύει στον Χριστό και διακονεί τον διπλανό
του σαν να διακονεί τον Κύριο και Θεό του, τού μεταδίδει και τον ξεδιψάει με το
ύδωρ το ζων που είναι ο Χριστός, τον αναπαύει με την αγάπη του, την προσφορά
του και τη διακονία του.
Και κατέληξε
μιλώντας για τον Άγιο Ιάκωβο τον εκ Καστορίας, ο οποίος έτσι ακριβώς μετέδωσε
με τον λόγο και τη διακονία του τον ίδιο τον Χριστό στους μαθητές του και στους
συνανθρώπους του και φώτισε με το μαρτύριό του τον δρόμο που πρέπει να
ακολουθούμε όλοι εμείς.
Τέλος, ο
Μητροπολίτης κ. Σεραφείμ ευχήθηκε στον εορτάζοντα Διάκονο της Μητροπόλεώς μας
π. Ιάκωβο Πνευμονίδη, να τον χαριτώνει ο Άγιος Ιάκωβος του οποίου το όνομα
φέρει και να συνεχίσει με συνέπεια τη διακονία του.
Οι πιστοί
είχαν την ευκαιρία να προσκυνήσουν και τεμάχιο του Ιερού Λειψάνου του Αγίου
Ιακώβου, το οποίο φυλάσσεται στον Καθεδρικό Ναό της Καστοριάς.
Βιογραφία
Ο Άγιος
Ιάκωβος γεννήθηκε σ' ένα χωριό της Καστοριάς, από χριστιανούς γονείς. Έγινε
βοσκός προβάτων και απόκτησε αρκετό πλούτο, με αποτέλεσμα να τον φθονήσει ο
αδελφός του, που τον διέβαλε στον κριτή, ότι δήθεν βρήκε θησαυρό. Για ν'
αποφύγει τον φθόνο του αδελφού του ο Ιάκωβος, έφυγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου
εργαζόμενος σαν έμπορος προβάτων έγινε και πάλι πλούσιος.
Κάποια μέρα
όμως, πήγε στον Πατριάρχη, εξομολογήθηκε και διαμοίρασε την περιουσία του στους
φτωχούς, πήγε στο Άγιο Όρος, όπου εκάρη μοναχός στη Μονή Δοχειαρίου. Κατόπιν
πήγε στη Μονή Τιμίου Προδρόμου (που ήταν σκήτη της Ιεράς Μονής Ιβήρων), όπου
ησύχαζε υποτασσόμενος σε κάποιον γέροντα Ιγνάτιο.
Αφού
ασκήθηκε αρκετά στις αρετές, αναχώρησε και από εκεί ήλθε στα ενδότερα του Αγίου
Όρους, όπου εγκαταστάθηκε μαζί με έξι μαθητές του, και διακρίθηκε σαν δάσκαλος
της αρετής στη μοναχική πολιτεία. Αργότερα αναχώρησε με τους μαθητές του από το
Άγιο Όρος και πήγε στο Κάστρο Πέτρα και από κει στα Μετέωρα, όπου δίδαξε στους
εκεί Μοναχούς. Έπειτα πήγε στο Μοναστήρι Τιμίου Προδρόμου της Δεβέρκιστας,
κοντά στη Ναύπακτο, όπου ζούσε με προσευχή τον λόγο του Θεού.
Εκεί λοιπόν,
συκοφαντήθηκε απ' τους Τούρκους, ότι εξεγείρει τους χριστιανούς κατά της
εξουσίας. Συλλήφθηκε και οδηγήθηκε μαζί με δύο μαθητές του στον Μπέη Τρικάλων,
που τον έκλεισε στη φυλακή για 40 μέρες. Από τη φυλακή αυτή, οδηγήθηκε
σιδηροδέσμιος μαζί με τους μαθητές του, Ιάκωβο διάκονο και Διονύσιο μοναχό, στο
Διδυμότειχο της Θράκης, όπου βρισκόταν ο Σουλτάνος Σελήμ. Εκεί αφού τους
βασάνισαν φρικτά, τους έστειλαν στην Αδριανούπολη, όπου ήλθε και ο Σουλτάνος, ο
οποίος τους πίεζε να αλλαξοπιστήσουν. Οι Άγιοι όμως, με μια φωνή απάντησαν: «μη
γένοιτο ποτέ να αρνηθώμεν τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν, καν μύρια βάσανα μας
παιδεύσετε». Τότε με διαταγή του Σουλτάνου, οι βασανιστές έξυναν με σιδερένια
νύχια τις σάρκες τους, γρονθοκοπούσαν τα σαγόνια του γέροντα Ιακώβου και
έβγαζαν λουρίδες το δέρμα του από το στήθος, και στις πληγές του έριχναν αλάτι
και ξίδι. Τους δύο μαθητές του, τους μαστίγωσαν σκληρά με μαστίγια από νεύρα
βοδιών. Επειδή όμως και οι τρεις ήταν αμετακίνητοι στην πίστη τους, τους
απαγχόνισαν στις 1 Νοεμβρίου του 1520 μ.Χ.