ΛΟΓΟΣ ΕΠΙΜΝΗΜΟΣΥΝΟΣ
ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΡΕΘΥΜΝΗΣ ΚΑΙ ΑΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ κ. ΕΥΓΕΝΙΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΟ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΘΗΜΕΡΟΝ ΙΕΡΟΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ
ΤΟΥ ΑΟΙΔΙΜΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΠΕΤΡΑΣ ΚΑΙ ΧΕΡΡΟΝΗΣΟΥ κυροῦ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ
Ἱερός Μητροπολιτικός
Ναός Μεγάλης Παναγίας Νεαπόλεως Λασιθίου
Κυριακή, 22α Νοεμβρίου 2015
«Ἐδῶ στήν Κρήτη δέν μιλοῦνε στήν
ψυχή μας μονάχα αὐτά πού βλέπουνε τά μάτια μας· μιά δεύτερη Πατρίδα,
πές την Ἀπάνω Κρήτη, φεγγοβολᾶ ἀπό μεγαλωσύνες καί ὀμορφάδες», ἔγραψε ὁ ἐκλεκτός της γόνος Παντελῆς Πρεβελάκης
(ἀπό «ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ»). Στήν
Ἀπάνω Κρήτη τοῦ οὐρανοῦ καί στήν Ἐκκλησία της βρίσκεται πλέον μία ἀκόμη
ἀπό αὐτές τίς μεγαλωσύνες καί ὀμορφάδες, ὁ μακαριστός Ποιμενάρχης
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πέτρας καί Χερρονήσου, Μητροπολίτης Νεκτάριος.
Σήμερα, ἀπό ὑπακοή
καί μόνο στήν Ἐκκλησία καί στό Σεπτό Πρόεδρο τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς
μας Συνόδου καί Τοποτηρητή τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μητροπόλεως, Σεβ. Ἀρχιεπίσκοπο
Κρήτης κ.κ. Εἰρηναῖο, ἀνέλαβα νά ἱερουργήσω τόν λόγο τήν ὥρα αὐτή
καί νά ἀνοίξω τό στόμα μου γιά νά ψελλίσω λίγες λέξεις γιά τόν ἀοίδιμο
Γέροντά μου. Σᾶς ἐξομολογοῦμαι εὐθύς ἐξαρχῆς πώς ἀληθινά δυσκολεύομαι
πολύ νά μιλήσω, γιατί δέν θά μπορέσω νά πῶ ὅλη τήν ἀλήθεια γι᾿ αὐτόν.
Ἀναγνωρίζω τήν πνευματική μου ἔνδεια γιά τοῦτο τό τόλμημα καί ἀναστέλλεται
ἡ διάθεσή μου, ἀλλά ὁλοπρόθυμη ἀπό μέρους μου θά εἶναι ἡ ἀποδοχή ὅσων
συνεπάγεται ἡ ἀτελής ἀπόδοση τοῦ πορτραίτου ἑνός ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος
ἤδη στήν συνείδηση τῶν συνανθρώπων καταγράφεται ὡς μέγας. Δέν εἶναι
σχῆμα λόγου ὅτι θά τόν ἀδικήσω καί πώς, ὅσο κι ἄν μαζέψω ἄνθη κι εὐωδιές
ἀπό τούς καλύτερους κρητικούς λειμῶνες, δέν θά τά καταφέρω νά πλέξω
τό στεφάνι του καί νά τόν στεφανώσω ἀπό μέρους σας, ὅπως τοῦ πρέπει. Ἀλλά
σκέφτομαι, μήπως καί τό στεφάνι αὐτό, ὅσο ὄμορφο καί ἄν εἶναι, δέν
φτάνει σέ τίποτε τελικά ἐκεῖνο «τό ἀμάραντον στέφος» πού λαμβάνουν
οἱ ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ μαζί μέ «τήν οὐράνιον κληρουχίαν», τό ὁποῖο ἤδη
θεωρῶ ὅτι κοσμεῖ τήν κεφαλή του. Ἀναρωτιέμαι πῶς θά μπορέσω νά μεταφέρω,
ἔστω καί λίγο ἀπό τό μυστήριο καί τήν χάρη τοῦ κόσμου τοῦ Γέροντά μας,
πού πανθομολογούμενα ἔζησε στόν κόσμο ὄντως ὑπερκόσμια καί τόν κόσμησε.
Δέν σκιαγραφεῖς, σκέφτομαι, τήν μορφή ἑνός ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, ἑνός
χαριτωμένου καί ἡγιασμένου, ἱεροῦ κυριολεκτικά, προσώπου ἀναφέροντας
μερικά γνωρίσματα ἤ ἀρετές του, οὔτε καταγράφοντας ἱστορικούς
σταθμούς τῆς ζωῆς του. Ἀφήνεσαι στή χάρη τοῦ Θεοῦ νά ὁδηγηθοῦν τά βήματά
σου στούς δρόμους της, γιά νά μπορέσεις κάτι νά γευθεῖς καί νά κατανοήσεις.
Αὐτό μοῦ συμβαίνει αὐτή τή στιγμή. Ἀφήνομαι, ἔχοντας τό αἴσθημα πώς
ἡ ἐκκλησιαστική ζωή τοῦ Μητροπολίτου Πέτρας καί Χερρονήσου Νεκταρίου
δέν εἶναι ἁπλά δυσπερίγραπτος ἀλλά κυριολεκτικά ἀπερίγραπτος. Εἶναι
γῆ Σιναϊτικῆς Βάτου ἁγία, βάτου «καιομένης
καί μή καταφλεγομένης». Ἔχει θεοπτία καί οὐρανίων θαλάμων μετουσία.
Εἶναι μυσταγωγία καί τελείων ἄνωθεν δωρημάτων ἀποκάλυψη. Εἶναι
δωρεά τοῦ οὐρανοῦ στήν γῆ, ἐκχύλισμα τοῦ θείου ἐλέους πού θέτει στήν
Ἐκκλησία, «ἀποστόλους, προφήτας,
διδασκάλους», «οἰκονόμους πιστούς
τῆς χάριτος», πού ἀξιώνονται τῆς ὄντως «δεσποτικῆς χαρᾶς».
Ὁ μακαριστός Γέροντάς
μας, καί αὐτό δέν εἶναι σχῆμα λόγου, ἀναλώθηκε στήν διακονία τῆς Ἁγίας
μας Ἐκκλησίας, καί πρίν σαράντα ἡμέρες «ἡρπάγη... τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ... ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχὴ
αὐτοῦ». Ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς τόν ἐκάλεσε κοντά Του. Καί ἐκεῖνος ἔσπευσε
ἀθόρυβα, καρτερικά, ταπεινά καί εἰρηνικά γιά νά ἀναπαυθεῖ στήν πατρική
Του ἀγκαλιά μέ τήν προσδοκία τῆς κοινῆς ἀναστάσεως καί τῆς ζωῆς τοῦ
μέλλοντος αἰῶνος, γνωρίζοντας πώς, κατά τούς παύλειους λόγους, «᾿Εμοὶ
γὰρ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος» (Φιλιππ. α΄, 21) καί «ἐάν
τε ... ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (Ρωμ. ιδ΄, 8).
Πορεύθηκε στήν «ἀγήρω μακαριότητα» ἔχοντας βαθειά ἐπίγνωση τῶν
λόγων τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ: «Σκιά θανάτου ἐστίν ἡ ἀνθρωπίνη ζωή. Εἴ τις οὖν ἐστι μετά τοῦ Θεοῦ,
καί ὁ Θεός μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν, οὗτος δύναται εἰπεῖν ἐναργῶς τό, Ἐάν γάρ
πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θάνατου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σύ μετ᾿ ἐμοῦ
εἶ» (Περί ἀγάπης ἑκατοντάς δευτέρα,
τεσσ. ἀνοικ. στ΄).
Σήμερα, σ᾿ αὐτήν τήν
λειτουργική ὥρα, κατά τήν ὁποία συναχθήκαμε γιά νά ἑνώσομε τίς
προσευχές μας καί νά τίς κατευθύνομε ὡς θυμίαμα στά Ἅγια τῶν Ἁγίων
τῆς μεγαλωσύνης τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἀνάπαυση τῆς μακαρίας ψυχῆς του μετά
τῶν ἁγίων καί τῶν δικαίων Του, τόν ἀναζητοῦμε ἀλλά ἐπαναλαμβάνομε
τό Ἰώβειο «ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο· εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου
εὐλογημένον» (Ἰώβ α΄, 21),
κρατώντας στήν καρδιά μας τή φωτεινή παρουσία, τό ἦθος, τό φρόνημα
καί τό παράδειγμά του.
Ἕνας μεγάλος ἐκκλησιαστικός
ἄνδρας μέ ἐπιβλητικό παράστημα, ἕνας χαρισματικός ἄνθρωπος μέ ὀφθαλμούς
γεμάτους ὁραματισμούς ὑπῆρξε ὁ Νεκτάριος. Καί ὅλοι σήμερα ἀναπολοῦμε
καί μνημονεύομε, εὐγνωμονοῦμε καί θαυμάζομε, εὐχαριστοῦμε καί δοξάζομε
τόν Θεό πού μᾶς τόν χάρισε γνήσιο πατέρα, ἀληθινό ποιμένα, ἀεικίνητο,
ἀκαταπόνητο καί ἀκάματο τῆς εὐσεβείας διδάσκαλο.
Σεβασμιώτατε
Ἀρχιεπίσκοπε Κρήτης κ.κ. Εἰρηναῖε,
Σεβασμιώτατοι,
Θεοφιλέστατοι,
Ἀδελφοί Ἱερεῖς καί Διάκονοι,
Ὁσιώτατοι Μοναχές καί Μοναχοί, Εὐλογημένοι ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας
μας, πού συνήλθατε ἐδῶ γιά τήν ἀγάπη τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου
Νεκταρίου.
Συγχωρῆστε με αὐτήν
τήν ὥρα πού θά στρέψω τόν λόγο καί δέν θά μιλήσω γιά ἐκεῖνον, ἀλλά, ὅπως πάντα, σέ ἐκεῖνον, γιά νά ἐξομολογηθῶ.
Γιά νά τοῦ πῶ κάτι ἀπό ὅσα θέλει ἡ καρδιά μου, ἀλλά ἀδυνατοῦν τά χείλη
μου νά τοῦ προσφέρουν. Πρός ἐκεῖνον λοιπόν θά κινήσω τόν χαριστήριο
λόγο μου μέ τήν βεβαιότητα πώς ἐκεῖ πού εἶναι, κάπου μεταξύ τοῦ Θρόνου
τοῦ Θεοῦ καί τοῦ θρόνου πού ἐκλέϊσε, θά τόν ἀκούσει.
Σεπτέ τῆς κατά Πέτραν
καί Χερρόνησον Ἐκκλησίας ἄγγελε, πολυφίλητε Γέροντα, τίμιε ἐργάτη
τοῦ ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου καί πιστέ οἰκονόμε τοῦ γεωργίου Του, ὄντως
ἀξιομακάριστε καί ἀλησμόνητε Ἐπίσκοπε τῆς Τοπικῆς αὐτῆς Ἐκκλησίας,
πολυσέβαστε πάτερ Νεκτάριε.
Ἡ αἰφνίδιος ἐκδημία
σου πρός τόν Μεγάλο Ἀρχιερέα Χριστό πλήρωσε τήν καρδιά μας μέ χαρμολύπη.
Λύπη γιά τό μεγάλο κενό πού αἰσθανόμασθε ἀπό τόν ἔστω καί πρός καιρόν
ἀποχωρισμό μας, ἀλλά καί χαρά γιατί γνωρίζομε πώς γιά τούς ἀνθρώπους
τοῦ Θεοῦ «οὐκ ἔστιν ... θάνατος, ἐκδημούντων
ἡμῶν ἀπὸ τοῦ σώματος, καὶ πρὸς ... τὸν Θεὸν ἐνδημούντων, ἀλλὰ μετάστασις
ἀπὸ τῶν λυπηροτέρων ἐπὶ τὰ χρηστότερα καὶ θυμηδέστερα, καὶ ἀνάπαυσις
καὶ χαρά» (Γ΄ Εὐχή Ἑσπερινοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Μεγάλου Βασιλείου). Εἴμαστε σίγουροι ὅτι
«σέ πῆρε ὁ οὐρανός καί ἐκεῖνος κάποτε
θά μιλήσει γιά ἐσένα», γιά νά χρησιμοποιήσω μία δική σου ἔκφραση,
ὅπως τήν ἔλεγες καί τήν ἔγραφες γιά τόν Γέροντά σου.
Διστάζω νά σέ ἱερογραφήσω. Τί νά πῶ καί τί
νά ἀφήσω; Θά χρειαζόμουν τόσο χρόνο ὅσο ἀπό τότε πού σέ πρωτοαντίκρισα.
Καί ὄχι μόνο. Τά αἰσθήματα καί τά βιώματα ἄλλωστε δέν εἶναι δυνατόν
ποτέ νά ἐκφρασθοῦν μέ λόγια. Ὑπῆρξες ἀληθινά γιά ὅλους μας πατέρας, ἀδελφός
καί φίλος, προστάτης, συνοδίτης καί χαλινός. Παραδοσιακός καί ταυτόχρονα
ρηξικέλευθος, μέ ἀνοικτούς ὀφθαλμούς, πού ἔβλεπαν τό αὔριο τῆς Ἐκκλησίας
καί τοῦ τόπου καί ὁραματίζονταν συνεχῶς. Ἤσουν μακρόθυμος καί ἀνεκτικός,
ἀνεξίκακος ἀλλά καί μαχητικός γιά τά δίκαια τοῦ λαοῦ σου. Ἐπίσκοπος,
ὅπως τόν θέλει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός τόν Πρωτεπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας
Κρήτης Τίτο ἐπιστολή του. Φιλόθεος καί φιλάνθρωπος, φιλόχριστος
καί φιλάγιος, φιλόκαλος καί φιλάρετος, φιλακόλουθος καί φιλόμουσος, φιλομόναχος καί φιλήσυχος, φιλόξενος
καί φιλάγαθος, φιλομαθής καί φιλεύσπλαχνος. Συνετός καί σώφρων. Συγχωρητικός
ἀλλά προπάντων δίκαιος. Ἐλεήμων, ἀκτήμων καί ἀφιλάργυρος, πλουτιστής
ὅμως πνευματικός τῶν πενομένων. Λειτουργικός καί πρακτικός. Μεγαλοπρεπής,
καί προπάντων ἱεροπρεπής. Βιβλική μορφή, ἀληθής Ποιμήν μέ εὐαγγελική
πολιτεία. Ἁγνός καί τίμιος, εὐθύς καί ἀνιδιοτελής. Ἀξιοπρεπής, ἀριστοκράτης
στήν πιό ὡραία σημασία τοῦ ὅρου καί γι᾿ αὐτό ἀξιομνημόνευτος, ἀξιότιμος
καί ἀξιομίμητος.
Εἶχες ἕνα πιστεύω, μία σημαία καί ἕνα σύνθημα:
«Ὅλα γιά τήν Ἐκκλησία. Τίποτε γιά ἐμᾶς».
Αὐτό ζοῦσες, αὐτό πρέσβευες, αὐτό δίδασκες μέχρι τήν τελευταία στιγμή,
μέ τήν ἁγιοπατερική παρουσία σου. Ὁ λόγος σου ἔφερνε κοντά μας τόν
ἱερό Χρυσόστομο. Ὁ λυρισμός του πλησίαζε στόν Θεολόγο Γρηγόριο. Ἡ
λιτότητα τοῦ βίου σου παρέπεμπε στόν Μέγα Βασίλειο. Ὁ μοναχικός
κοινοβιατισμός σου ἔφθανε στόν Μέγα Θεοδόσιο. Ἡ ὁσιότητά σου μιμοῦνταν
τόν Ἅγιο Ἀντώνιο. Ὁ ζῆλος σου εὐθυγραμμιζόταν μέ τοῦ Ἁγίου τοῦ χωριοῦ
σου, τοῦ Ἁγίου τῶν παιδικῶν σου χρόνων, τοῦ Θεσβίτου Ἠλία. Ἡ πνευματική
λεβεντιά σου, ἡ παρρησία, ἡ εὐψυχία ἦταν σέ εὐθεία γραμμή μέ τόν Ἅγιο
καβαλάρη τοῦ Μεγάλου Κάστρου, ἡ ἀνδρεία, ἡ ἀποφασιστικότητα, τό
θάρρος ἦταν προσανατολισμένα στόν Μεγαλομάρτυρα ἔφορο τῆς Μονῆς
τῆς μετανοίας σου. Ἡ πραότητα, ἡ ὑπομονή καί ἡ πιστότητα ἀντέγραφαν
καθημερινά τίς ἀρετές τοῦ φερωνύμου Ἁγίου σου. Μιμητής Ἁγίων, ὅπως
καί ἐκεῖνοι μιμητές Χριστοῦ. Αὐτό κατεργαζόσουν ἐν μέσῳ θλίψεων,
δοκιμασιῶν καί πόνων μέ καθημερινή ἐσωτερική ἐργασία πού χάρισε
σέ ἐμᾶς αὐτό πού εἶσαι σήμερα.
Αὐτός ἤσουν. Γι᾿ αὐτό σέ θαυμάζαμε. Γι᾿ αὐτό
σέ ἀκολουθούσαμε. Γι᾿ αὐτό σέ ἀκούγαμε. Γι᾿ αὐτό γινόμασταν συνέκδημοί
σου στό δρόμο τῆς σωτηρίας καί τοῦ ἁγιασμοῦ. Γι᾿ αὐτό σήμερα σέ σεβόμαστε,
σέ τιμοῦμε, σέ ἀγαποῦμε. Γιατί ἤσουν «τύπος
τῶν πιστῶν ἐν πᾶσι» καί ἡ ζωή σου ἄντεχε σέ γυάλινα κριτήρια, κατά
δική σου πάλι ρήση, εἰπωμένη γιά τό Γέροντά σου.
Δέν εἶναι ὑπερβολή ἄν πῶ, ὅσο καί ἄν δέν θά
τό ἤθελες, πώς τά κατάφερες παλληκαρήσια νά ἰσχύουν γιά ἐσένα ὅλοι
τοῦ Κυρίου μας οἱ μακαρισμοί. Ἤσουν ἀπό ἐκείνους τούς σπάνιους ἀνθρώπους,
τούς ἀληθινά ταπεινούς πού κατονομάζονται «πτωχοὶ τῷ πνεύματι» καί τῶν ὁποίων «ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Ἤσουν ἀπό ἐκείνους τούς «πενθοῦντες» πού δέχονται τήν παρηγοριά
τοῦ Παρακλήτου, ἀπό τούς «πραεῖς» πού θά εἶναι τελικά οἱ κληρονόμοι
τῆς γῆς, ἀπό τούς «πεινῶντες καὶ διψῶντες
τὴν δικαιοσύνην» πού θά χορτασθοῦν ἀπό τόν Δικαιοκρίτη, ἀπό
τούς «ἐλεήμονες» πού θά ἐλεηθοῦν
ἀπό τόν Παντελεήμονα, ἀπό τούς «καθαρούς
τῇ καρδίᾳ» πού θά δοῦν τόν Θεόν, ἀπό τούς «εἰρηνοποιούς» πού θά ἐξονομασθοῦν «υἱοὶ Θεοῦ», ἀπό τούς «δεδιωγμένους
ἕνεκεν δικαιοσύνης» πού δική τους εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν,
ἀπό αὐτούς γιά τούς ὁποίους ὁ Κύριος εἶπε τό «μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι
πᾶν πονηρὸν ρῆμα καθ᾿ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ» (Ματθ. ε΄, 3-12).
Γι’ αὐτό χαιρόσουν, γιατί γνώριζες ὅτι ὁ μισθὸς σου θά εἶναι «πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς», καί μόνο αὐτό
ἐπιζητοῦσες. Τίποτε ἀπό τά ἐπί τῆς γῆς, τά ὁποῖα «σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει» (Ματθ. ς΄, 19).
Δέν ἔπαυσες ποτέ νά ἐργάζεσαι
γιά τήν οἰκοδομή καί τόν πνευματικό ἐπιστηριγμό τοῦ ποιμνίου σου,
νά ἱερουργεῖς, νά κηρύττεις, νά νουθετεῖς. Δέν ἔπαυσες ποτέ νά ἀγαπᾶς
καί νά ἐκδαπανᾶσαι γιά τό ποίμνιό σου, πού ἦταν γιά ἐσένα ὁ πολύτιμος
θησαυρός σου. Ζοῦσες γι᾿ αὐτό καί γιά τήν σωτηρία του. Ἡ Μητρόπολη αὐτή
σφραγίσθηκε ἀπό τήν εἰκοσιπενταετῆ καλλίκαρπη ποιμαντορία σου.
Οἰκοδόμησες Ναούς, ἀνασυγκρότησες Μονές, συνέβαλες ἀποφασιστικά
σέ ἔργα κοινῆς ὠφέλειας. Συνεργάσθηκες μέ τά τίμια μέλη τοῦ ἱεροῦ
καταλόγου τῆς εὐλογημένης Ἐκκλησιαστικῆς Παροικίας πού σοῦ ἐμπιστεύθηκε
ὁ Θεός καί ἡ Ἐκκλησία, μέ τούς καλούς της ἄρχοντες, μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους
τῆς προσφορᾶς, πού βρῆκαν στό πρόσωπό σου ἅγιες ἐμπνεύσεις.
Κάθε φορά πού σέ βλέπαμε νά ἀνοίγεις τά χέρια
γιά νά μᾶς εὐλογήσεις, νά μᾶς εἰρηνεύσεις, νά ζητήσεις ἀπό τόν Κύριο
νά ἐπιβλέψει «ἐπὶ τὴν ἄμπελον ταύτην»,
βλέπαμε μία ἀνοικτή ἀγκαλιά ἕτοιμη νά μᾶς καλοδεχτεῖ, νά μᾶς ἀποδεχτεῖ,
νά μᾶς συγχωρήσει, νά μᾶς κλείσει μέσα της χαρίζοντάς μας στοργή καί
θαλπωρή. Ὅταν ἄνοιγες τά χέρια, ὅταν ἔσμιγε τό φῶς σου μέ τό φῶς τῶν
δικηροτρικήρων σου, νομίζαμε πώς ἄνοιγε ἡ ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ. Βλέπαμε
μπροστά μας νά ἐπαναλαμβάνεται ἐκείνη ἡ ὄμορφη εἰκόνα τοῦ Πατέρα
τῆς παραβολῆς τοῦ ἀσώτου, πού «δραμὼν»
ἀγκαλιάζει τήν μετάνοια καί τήν ἐπιστροφή καί τήν ἐπιβραβεύει. Καί
δίδοντας τό χέρι του στόν πεσμένο, ταλαιπωρημένο καί τσακισμένο ψυχικά
υἱό του, τόν βοηθᾶ νά σηκώσει τά μάτια, νά κοιτάξει ψηλά καί μπροστά,
καί νά πορευθεῖ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐφεξῆς. Τό ζήσαμε καί τό φωνάζομε
πώς ὅσο στενοχωριόσουν γιά τήν ἀπομάκρυνσή μας, τόσο πρόσμενες καί
ἑόρταζες πάντοτε τήν ἐπιστροφή μας.
Ὅταν χτυποῦσες τήν ράβδο σου βλέπαμε μπροστά
μας τόν Μωϋσῆ, ὅταν ἐπαναλάμβανες δύο καί τρεῖς φορές ἐμφαντικά
τίς λέξεις δέν ἦταν μόνο γιά νά τίς κατανοήσομε, ἀλλά καί γιά νά μήν ἔχομε
δικαιολογία ὅτι δέν τίς ἀκούσαμε. Φανέρωνες, μέ ἕνα ἰδιαίτερο
τρόπο, ὅτι ἤσουν αὐστηρός, στόν ἑαυτό σου πρῶτα, ἐκρηκτικός καί δυναμικός,
ἀσυμβίβαστος, Ἐπίσκοπος κύρους, πού προμαχοῦσες γιά τά δίκαια τῆς Ἐκκλησίας.
Μᾶς δίδαξες πῶς νά αἰσθανόμαστε
τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στή ζωή μας, πῶς νά αἰσθανόμαστε ἰδιαίτερα,
ὅπως ἐσύ, τή μητρική στοργή τῆς Παναγίας μας. «Ἡ ἁγία τῆς ζωῆς σου χαρά, ἡ ἁγία τῆς ζωῆς σου ἐλπίδα», ὅπως
τήν ὀνόμαζες, ἡ ἀγαπημένη σου Παναγία δέν σέ ἄφησε καί δέν τήν ἄφησες
ποτέ. Παντοῦ καί πάντα μαζί Της. Στόν Ναό Της, τόν ἐπονομαζόμενο «τῶν
Σταυροφόρων», στό Ἡράκλειο, πού τόν γέμιζες ἀσφυκτικά στίς μοναδικές
ἐκεῖνες καί ἀνεπανάληπτες κυριακάτικες ὁμιλίες σου. Στό Ἱερό Ἡσυχαστήριο
τῶν Εἰσοδίων Της, πού Τῆς ἀνήγειρες καί ὁδήγησες φιλομόναχες ψυχές
νά ἀκολουθήσουν τήν ἀγγελική πολιτεία. Στά πολλά Μοναστήρια τῆς Ἐπαρχίας
σου, τά ἀφιερωμένα σ᾿ Ἐκείνην. Σέ αὐτό ἐδῶ τό Παλάτι Της, τόν μεγαλοπρεπῆ
Ναό Της, τῆς Μεγάλης Παναγίας, πού λάμπρυνες τήν λειτουργική του ζωή
μέ τήν ἀρχιερατική σου χάρη, ἀλλά καί σέ ἐκεῖνον τῆς Φερμαλίνας,
πού ἀπό σεβασμό στήν Ἱστορία καί τόν Ὀρθόδοξο Πολιτισμό αὐτῆς τῆς
παραδοσιακῆς γωνιᾶς τῆς κρητικῆς γῆς, τῆς Νεάπολης, ἀνοικοδόμησες
ἐκ νέου. Ἡ Παναγία διαρκῶς μαζί σου καί ἐσύ μαζί Της, πιστός θεράπων
καί λάτρις Της, ὅπως διατεινόσουν μέχρι καί τήν τελευταία συλλειτουργία
μας ἐδῶ, τόν περασμένο Δεκαπενταύγουστο, πού ράγισαν καί οἱ πέτρες
στή θέα καί στούς λόγους σου.
Ἐσύ μᾶς ἔμαθες νά ἀγαποῦμε,
νά σεβόμαστε καί νά τιμοῦμε τή Μητέρα μας Ἐκκλησία. Τόνισες κάποτε,
κατά τήν ἑορτή τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου, πώς «πρέπει ἡ Κρήτη νά ἐγκαυχᾶται γιά τήν Ἐκκλησία της καί τήν χριστιανική
μαρτυρία της, γιά τό σύνδεσμό της με τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Ὃ,τι
ἔχομε ὡς Ἐκκλησία, ὅ,τι εἴμεθα ἐν Κυρίῳ τό ὀφείλομε στήν Μητέρα Ἐκκλησία.
Αὐτή μᾶς στήριξε στίς δύσκολες περιπέτειες πού περάσαμε ἀνά τούς αἰῶνες.
Αὐτή προνοοῦσε πάντοτε φιλόστοργα γιά μᾶς καί μᾶς ἀκεραίωνε στήν ἀγάπη
της. Γι᾿ αὐτό εἶναι ἀλήθεια πού δέν μπορεῖ κανείς νά τήν ἀμφισβητήσει
ὅτι ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Κρήτης, οἱ Ἄρχοντες, ὁ Κλῆρος, ὁ λαός εἶναι
ἀφοσιωμένοι εὐγνωμόνως στήν Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία καί
αἰσθάνονται κάτω ἀπό τό ὠμοφόριο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου στοργικά
ἀσφαλεῖς».
Συνελάμβανες μέ τά
σπινθηροβόλα σου μάτια τά μηνύματα, τά ζητήματα καί τά προβλήματα
τῶν καιρῶν καί, ἐπιθυμώντας νά μᾶς καταστήσεις κοινωνούς αὐτῶν πού ἀνίχνευες
προσευχητικά, μᾶς τόνιζες μέ τόν πάντα σύγχρονο λόγο σου πώς «ἀκόμη καί στά τελευταῖα αὐτά χρόνια,
πού καυχηθήκαμε γιά τόν πολιτισμό καί τήν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης, δημιουργήθηκαν
νέες ἀποικίες διαφορετικῆς μορφῆς, πού κάνουν ἀναδασμό τῶν λαῶν
τοῦ πλανήτη μας σύμφωνα πάντοτε μέ τά συμφέροντα τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς.
Ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς καταστάσεως ἔχει εὐτελισθεῖ ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου
προσώπου καί ἔχουν δημιουργηθεῖ νέα σκλαβοπάζαρα. Ζοῦμε σέ μία
κοινωνία, μᾶς ἔλεγες, ἡ ὁποία ἐκλαϊκεύει καί ἐκχυδαΐζει τά πάντα,
ἀφοῦ τά κάνει θεάματα, ὅπου ἐπικρατεῖ ὁ ἐκβιασμός, τό συμφέρον, ἡ
χρυσίζουσα ἀπάτη. Ὅλοι μας σάν νεώτεροι λωτοφάγοι ξεχάσαμε τήν
καταγωγή μας, τόν προορισμό μας καί ἔχομε καταντήσει σάρκες, ὑλικό
φωτιᾶς, κατά τήν Παλαιά Διαθήκη, πού ἔδιωξε ἀπό μέσα μας τή φλόγα
καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ».
Καί μᾶς προέτρεπες πώς «εἶναι καιρός πιά ὁ οὐρανός νά μιλήσει
μέσα μας καί ὁ λόγος του νά γίνει ξεκίνημα μιᾶς ζωντανῆς ὀρθοδόξου
μαρτυρίας, ἑνός σταθεροῦ ἀγῶνα, μιᾶς ἔντιμης πνευματικῆς παρουσίας.
Εἶναι καιρός ὁ Θεός νά δώσει πνοή στή στραγγισμένη καρδιά μας, νά δώσει
φτερά στίς πνευματικές ἀνατάσεις μας, νά δώσει δύναμη στούς ἠθικούς
προβληματισμούς καί τά μεταφυσικά μας σκιρτήματα. Εἶναι καιρός νά
στηρίξει τά βήματά μας μέσα στούς ἀφιλόξενους δρόμους τῆς κοινωνίας
μας, νά μετατρέψει τίς ἐργασίες μας σέ διακονίες, τή ζωή μας σέ εὐχαριστία,
τό σχολεῖο σέ σεμνεῖο ἀρετῆς καί παιδείας, τό σπίτι μας σέ «κατ᾿ οἶκον
Ἐκκλησία», νά μᾶς συμφιλιώσει μέ τήν κτίση, νά ἐκκλησιάσει τήν ὕπαρξή
μας καί τά ἀγαθά μας καί νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τό ἐπικίνδυνο φορτίο τῶν
προσωπικῶν μας παθῶν καί λαθῶν, ἀπό τή μοναξιά μας πού σάν κεντρομόλος
δύναμη μᾶς ἁλυσοδένει μέ τό ἐφήμερο καί τό μάταιο».
Ἀγάπησες μέ θέρμη τήν
Κρήτη καί τούς Κρῆτες. Ἀκόμη ἠχεῖ στίς ἀκοές πολλῶν ὁ ὕμνος ἐκεῖνος
πού ἀκούστηκε ἀπό τά χείλη σου κάποια ἐπίσημη ἡμέρα ἐνώπιον τῶν ἐκπροσώπων
τῶν ὅπου γῆς ἀποδήμων παιδιῶν τοῦ νησιοῦ μας: «Εἶναι φιλότιμος καί φιλόξενος», εἶπες σέ ἐκείνη τήν περίσταση,
«χωρίς σύνορο ὁ Κρητικός. Μά σά λάχει
καί τοῦ ἀντισταθεῖς, μονομιᾶς θά σοῦ ἀντισταθεῖ κι ἐκεῖνος. Γιατί αὐτή
τήν πέτρα, αὐτό τό χῶμα πού εἶναι ἡ γῆ του, χρειάστηκε μέσα σέ χιλιάδες
χρόνια νά τά διαφεντέψει μέ τό αἷμα του. Ἀνυπότακτος πάντα, καί γιά
τοῦτο τρέμει τή συναλλαγή, πού φτωχαίνει τό μέσα πλοῦτος καί στραγγίζει
ἀπό κάθε ἰκμάδα τό φύτρο τῆς ζωῆς. Ξέρει ὁ Κρητικός πώς ὁλοένα πρέπει
νά ἀγωνίζεται γιά ζωή καί γιά θάνατο. Ἡ ἀπόφαση τῆς θυσίας βρίσκεται
μέσα του ἀκοίμητη. Ἀνεβοκατεβαίνεις στήν Κρήτη καί νιώθεις πώς ταξιδεύεις
σ᾿ ἕνα κορμί μέ τίς φλέβες φουσκωμένες, καταπλημμυρισμένες ἀπό ἀνήσυχο
αἷμα. Ἡ Κρήτη καλοδέχεται τόν καλοπροαίρετο ξένο, μά μάχεται μέ
πεῖσμα καί τόν ἐχθρό. Αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία της, ἡ παράδοσή της, τό
τραγούδι της».
Μιά διαπίστωση καί ταυτόχρονα
παραίνεση στήν ἀπαρχή ἑνός νέου ἔτους ἦταν αὐτό πού προφητικά εἶχες
καταθέσει ὅτι «ὅσο περνᾶ ὁ χρόνος ἔρχεται
πιό κοντά μας ὁ Θεός, ἡ ἀδιάψευστη ἐλπίδα μας. Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας,
μέ ὅσα βάσανα καί πειρασμούς κι ἄν ἔχουμε, εἶναι ἔκφραση τῆς ἀγάπης
τοῦ Θεοῦ σέ μᾶς. Κι ἄν κάποτε τά μάτια μας κλείσουν στό ἄνοιγμα τοῦ τάφου
μας, ἄς μή φοβηθοῦμε. Ἀπό τόν τάφο ἀρχίζει ἡ ἀτελεύτητη ζωή μέ τόν
Θεό, στόν πεδινό χῶρο τῆς αἰωνιότητος». Αὐτό πίστευες καί τό ἐπιβεβαίωσες
μπροστά μας κατά τό μακάριο τέλος σου. Ἀντιμετώπισες μέ ἐλπίδα, καρτερία
καί ὑπομονή τήν ἀσθένειά σου στό βραχύ διάστημα τῆς παρουσίας της
στή ζωή σου. Καί μᾶς τό ἔδειξες μέ χίλιους τρόπους. Πῶς ἀλήθεια μποροῦμε
νά λησμονήσομε, ἰδιαίτερα οἱ συνεπίσκοποί σου, ἐκεῖνες τίς ὑπέροχες
λέξεις στίς δύο πρός τήν Ἱερά Σύνοδό μας ἐπιστολές σου, στίς ὁποῖες
κατέγραφες τά τῆς δοκιμασίας καί φανέρωνες τό ἀληθινό μεγαλεῖο
μιᾶς ψυχῆς πού ἀγάπησε καί δόθηκε ὁλοκληρωτικά στόν Χριστό, πού ἔπαθε
καί πόνεσε ὁ Ἴδιος γιά τόν ἄνθρωπο. «Ἔχω
μεγάλα ἀποθέματα ἀντοχῆς, θάρρους καί ἐλπίδας», σημείωνες χαρακτηριστικά.
«Αἰσθάνομαι τήν θαυματουργική προστασία τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων.
Εἶναι προνόμιο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο νά πιστεύεις σ᾿ Αὐτόν, ἀλλά
καί νά βαστάζεις ἔστω καί ἐλάχιστα ἀπό τά στίγματα τοῦ μαρτυρίου
Του καί νά γνωρίζεις τήν δύναμη τῆς Ἀναστάσεώς Του.
Μέ τόν Χριστό, συνέχιζες, τά πάντα ὑπομένεις. Ὁ Ἰώβ, στό τέλος
τοῦ μαρτυρίου του, ταλανίζοντας τόν ἑαυτό του, εἶπε στο Θεό: «κρίμα
πού δέν ἔπαθα περισσότερα γιά Σένα». Πρέπει νά φθάσουμε στό «ἀμήν» τῶν
δικῶν μας δυνάμεων, γιά νά βάλει ὁ Θεός «εὐλογητός» τῆς παντοδυναμίας
Του.
Ἡ ἀπομόνωσή μου, τρεῖς μῆνες στήν Ἀθήνα, μέ βοήθησε νά
καταλάβω πολλά πράγματα πού δέν τά σπουδαιολογοῦσα ὅταν εἶχα τά χέρια
μου στό ἄροτρο τοῦ ποιμαντικοῦ δολίχου».
Καί κατέληγες: «Τοῦτο μόνο Σᾶς παρακαλῶ, νά προσεύχεσθε
νά γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί σέ μένα, ὅποιο καί ἄν εἶναι αὐτό, πού
νά ἔχει σχέση μέ τό καλό τῆς Ἐκκλησίας μας καί μέ τή σωτηρία τῆς ψυχῆς
μου». Τήν προτροπή σου αὐτή τήν κάναμε πράξη, προσευχηθήκαμε πολύ.
Ἀμέτρητοι ἄνθρωποι προσευχήθηκαν γιά σένα. Δέν γνωρίζω ἐάν γιά ἄλλο
ἀσθενῆ ἔγιναν τόσες προσευχές. Καί ἔγινε τελικά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ,
αὐτό πού ἤθελες καί ἐσύ νά γίνει. Ἀφοῦ δέν εἶχες δικό σου θέλημα. Καί
εἶσαι πλέον στό οὐράνιο θυσιαστήριο, δῶρο πολύτιμο τῆς κρητικῆς Ἐκκλησίας
στό Θρόνο τῆς χάριτος, πρεσβευτής στόν οὐρανό γιά τό καλό της καί γιά
τή σωτηρία τῶν δικῶν μας πλέον ψυχῶν.
Ὅσο περνάει ὁ καιρός παγιώνεται στήν ψυχή
μας τό αἴσθημα ὅτι ἀναστρεφόμασταν ἕνα μεγάλο ἐκκλησιαστικό ἄνδρα,
ἕνα γίγαντα, ἕναν ἅγιο καί δοξάζουμε τόν Θεό πού εἰσῆλθες στή ζωή τῆς
Ἐκκλησίας μας καί στή δική μας ζωή, ἀλλά καί πού «ἐξῆλθες εἰς ἀπάντησιν τοῦ Νυμφίου» καί «ἕτοιμος εἰσῆλθες μετ᾿ αὐτοῦ εἰς τόν γάμον». Αὐτό τό ζήσαμε
ἰδιαίτερα ὅσοι εἴχαμε τήν εὐλογία νά εἴμαστε κοντά σου τίς ὕστατες
στιγμές σου. Καί ἐγώ προσωπικά, πού ἀνέσυρα ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς ἕνα
γεγονός, πού συνέβη τριάντα ὁλόκληρα χρόνια πρίν. Μαθητής στή δεύτερη
τάξη τοῦ Λυκείου θά ἤμουν ὅταν ἕνα κείμενό σου δημοσιευμένο στόν
τύπο τοῦ Ἡρακλείου μέ τίτλο «Μία ἐξομολόγηση.
Οἱ τελευταῖες μου ἐμπειρίες κοντά στόν ἀοίδιμο Εὐγένιο» χαράζονταν
βαθειά στήν καρδιά μου και ἔμελλε νά καθορίσει τήν πορεία μου. Δέν θά
μποροῦσα τότε νά φαντασθῶ ὅτι κάποτε θά ἔπρεπε νά πράξω κάτι ἀνάλογο.
Αὐτή τή φορά γιά νά καταγράψω τίς τελευταῖες προσωπικές μου ἐμπειρίες
κοντά σου, ἐκεῖ στό Ἰατρικό Κέντρο τῶν Ἀθηνῶν, πού μεταβλήθηκε σέ Ἀρεταίειο,
κατά μίμησιν τοῦ ἰσαγγέλου Ἁγίου σου. Στό κρεβάτι τοῦ λυτρωτικοῦ
πόνου σου, σέ ἀκούγαμε νά ἐπαναλαμβάνεις: «Δόξα τῷ Θεῷ. Εἶμαι καλά» καί νομίζαμε ὅτι αὐτό τό «καλά» εἶχε νά κάνει μέ τό παρόν, ἀλλά
στήν πραγματικότητα εἶχε νά κάνει μέ τό μέλλον, πού προγευόσουν ἀπό
ἐκεῖνες τίς ἱερές στιγμές. Ἐκεῖ μᾶς νουθέτησες γιά μία ἀκόμη φορά
καί μᾶς ἔδωσες κατευθύνσεις διακονίας λέγοντάς μας: «Δέν ὑπάρχει, παιδιά μου, στήν Ἐκκλησία
μας ἐργοσωτηρία ἀλλά Χριστοσωτηρία» καί πώς «ὅλα τά ἄλλα ἔχουν νά κάνουν μέ αὐταρέσκειες καί ἀνθρωπαρέσκειες
ἀσυμβίβαστες μέ τό λειτούργημά μας». Σέ ἀκούγαμε νά λές «εὐχαριστῶ γιά ὅλα», φανερώνοντας
τό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς σου, πού ἐξέφραζε εὐχαριστιακά τήν εὐγνωμοσύνη
της στό Θεό, στήν Ἐκκλησία Του, στούς ἀνθρώπους της, στούς ἀνθρώπους
σου. Σέ ἀκούσαμε κάποια στιγμή νά λές: «Λυποῦμαι πού δέν μπορῶ νά διαβάζω». Ἐσύ πού διάβαζες τά
μυχιαίτατά μας. Σέ ἀκούγαμε νά λές ὅτι βλέπεις μπροστά σου τό βιβλίο
τῶν λογισμῶν σου καί ὅταν ρωτούσαμε πῶς εἶναι μᾶς ἔλεγες: «εἶναι καλό». Καί ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα
τοῦ Χριστοῦ ἔγινες τοῦ Δείπνου Του τοῦ Μυστικοῦ κοινωνός, σύσσωμος
καί σύναιμος μαζί Του, καί ἔπειτα μᾶς εἶπες τήν τελευταία σου λέξη: «Περιμένω...». Αὐτό πού ἦταν τρόπος
καί στάση μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς, ἀναμονή καί προσμονή τῆς μεγάλης συνάντησης
μέ τόν Χριστό, ἀναμονή τῆς εὐλογημένης στιγμῆς τῶν δικῶν σου εἰσοδίων
στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Καλέ μας Γέροντα,
Στό Ἱερό σου Μνημόσυνο σήμερα ὁμολογοῦμε
πώς μέ ἕνα μοναδικό τρόπο ἀγάπησες καί ἀγαπήθηκες, τίμησες καί τιμήθηκες.
Σεβάστηκες καί γι᾿ αὐτό ἀπολαμβάνεις ἀπέραντο σεβασμό. Μαρτυροῦμε
πώς ἀναπαλαίωσες μνημεῖα ἀλλά προπάντων ἀναστήλωσες κατερειπωμένες
ἀνθρώπινες ψυχές. Καί διακηρύσσομε μέ παρρησία πώς ἤσουν τελικά ὁ
ἑαυτός σου, ἀνυπόκριτος καί αὐθεντικός. Καί τό αὐθεντικό ἀξίζει
πάντα περισσότερο καί ἀπό τό καλύτερο ἀντίγραφο. Σήμερα πού μέ ἕνα
ἀλλιώτικο ἀπό τούς συνήθεις τρόπους σου βρίσκεσαι ἀνάμεσά μας ἕνα
ἄρωμα βασιλικοῦ καί δενδρολίβανου καί ρόδου καί γαρδένιας, πού συνθέτουν
πανεύοσμο θυμίαμα, γεμίζει καί εὐφραίνει τήν ὕπαρξή μας, ὅπως τήν
εὔφραινε καί τήν νοηματοδοτοῦσε ἡ φυσική παρουσία σου. Συγχώρησέ
μας πού δέν μποροῦμε νά συμβιβασθοῦμε μέ τό γεγονός πώς ἔφυγες ἀπό
κοντά μας, πού δυσκολευόμαστε νά δεχθοῦμε ὅτι κοιμήθηκες. Τό λέμε ἀπίστευτο
αὐτό τό γεγονός, ἀλλά εἶναι ἀληθινό. Ἡ κοίμησή σου εἶναι μία πραγματικότητα,
«πάσης πραγματικότητος πραγματικοτέρα»,
ὅπως συνήθιζες νά λές κάθε φορά πού προέπεμπες κάποιον στήν αἰωνιότητα.
Στό πένθος μας, μᾶς παρηγορεῖ μόνο ἡ αἴσθηση ὅτι σέ ἔχομε δίπλα μας.
Εἶσαι ἀθάνατος καί σέ ἐμᾶς, πού εὐλογηθήκαμε νά σέ ἔχομε Πατέρα
καί ποδηγέτη, εἶσαι ἡ πνοή καί ἡ ἁγία χαρά μας. Μνημονεύομε τούς θρόμβους
τοῦ ἱδρῶτα σου γιά τήν Ἐκκλησία, τά δάκρυά σου γιά τίς πτώσεις μας, τά
σκιρτήματά σου γιά τίς ἀναστάσεις μας, τούς διαρκεῖς ἀνασασμούς αἰωνιότητας
πού βίωνες καί μᾶς προέτρεπες νά ἔχομε συντρόφους στόν πνευματικό μας
ἀγῶνα. Μνημονεύομε τούς κόπους τῆς ἀγάπης σου, ὅσα ἔκανες καί ὅσα ἔπαθες
γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Εὐλογία καί μόνο εὐλογία τό διάβα σου ἀπό
τά πρόσκαιρα τούτης τῆς ζωῆς. Κόσμος, κόσμημα ἀληθινό τοῦ κόσμου
μας, ὅ,τι στάλαξε στήν καρδιά μας ἡ πίστη σου γιά νά τονώσει τή δική
μας.
Μέ τά μάτια αὐτῆς τῆς πίστεως,
πού μᾶς δίδαξες, βλέπομε τή μακαρία ψυχή σου νά ὑπερίπταται αὐτήν
τήν λειτουργική ὥρα ἐπάνω στό ἱερό αὐτό θυσιαστήριο τῆς Μεγάλης
Παναγίας, τό ὁποῖο ἀμέτρητες φορές δέχθηκε τούς βαθεῖς στοχασμούς
τῆς προσευχῆς σου καί τά μύρα τῆς Ἀρχιερωσύνης σου. Νοερά, γιά μιά ἀκόμη
φορά, σέ ἀγκαλιάσαμε σέ αὐτήν τήν Ἁγία Ἀναφορά πού εἶναι ἀφιερωμένη
σέ σένα, αἰσθανθήκαμε ξανά τό δέος καί τή χάρη τῆς Μορφῆς σου, σέ ἀκούσαμε
νά μᾶς λές «ὁ Χριστὸς ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν»
καί ὁλοπρόθυμα, μέ ὅλη τή δύναμη τοῦ εἶναι μας, σοῦ ἀποκριθήκαμε «καὶ ἦν καὶ ἔστι καὶ ἔσται». Καί ἀκόμη
αἰσθανθήκαμε πώς χαίρεται ἡ ψυχή σου γιατί ἀκοῦς πώς τό τίμιο ὄνομά
σου διαβαίνει ἀμέτρητες φορές καθημερινά τά χείλη τῶν ἀνθρώπων
πού σέ γνώρισαν, πού τούς τίμησες μέ τήν ἀγάπη σου, πού εὐεργετήθηκαν
ἀπό τίς εὐλογίες τῆς Ἀρχιερωσύνης σου. Χαίρεται ἡ ψυχή σου γιατί
βλέπει ὅλους ἐμᾶς, πού μέ εὐγνωμοσύνη σήμερα δοξάζομε καί εὐχαριστοῦμε
τόν Θεό πού χάρισε στήν Ἐκκλησία μας τήν Σεπτή μορφή σου «μέ τήν αὐθεντικότητα τῆς ἁπλότητος
καί τήν γνησιότητα τοῦ συνεποῦς βίου, πού ἐπαλήθευσε τό μυστήριο τῆς
πίστεως, πού ἐπιβεβαίωσε τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, πού πιστοποίησε
τήν ἀνθρώπινη δυνατότητα γιά θεϊκή κοινωνία καί μετοχή αἰωνιότητος
καί πού διέγειρε τούς πιό βαθεῖς μηχανισμούς τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς
γιά ἀληθινή ζωή καί βίωμα ὁσιότητος», γιά νά χρησιμοποιήσω
καί πάλι δική σου ἔκφραση ἀπό τόν Ἐπικήδειο Λόγο σου στόν μακαριστό
Μοναχό Γαβριήλ Μαμουγιώργη τῆς Μονῆς σου, τοῦ Ἐπανωσήφη.
Στόν τάφο σου, στήν ἁγία
αὐτή αὐλή τῆς Παναγίας, ἐδῶ στόν ἄλλο αὐτό Κῆπο τῆς Ἀναστάσεως, ἀκουμποῦν
σήμερα, σαράντα ἡμέρες μετά τήν ἐκδημία σου, ἡ Ἱερά Σύνοδός μας,
οἱ φίλοι σου Ἅγιοι Ἀδελφοί μας, οἱ ἐγγύς καί οἱ μακράν, ὁ ἱερός Κλῆρος,
οἱ μοναχικές Ἀδελφότητες καί ὁ εὐγενής καί φιλοπάτωρ λαός πού ἀγάπησες.
Μαζί τους καί ἐγώ, πού σέ κοιτάζω γιά νά μετρήσω ἀκόμη μιά φορά τή μεγαλωσύνη
σου, καί προσπαθῶ, ὁ ἄμουσος, νά συνθέσω ἕναν ὕμνο κατάλληλο στήν περίσταση
καί νά συνδέσω δυό πραγματικότητες. Τήν μία πού γοερά φωνάζει ἀπό
τά ἐντός μου· «Ὢ γλυκύ μου Πάτερ, ποῦ ἔδυ
σου τὸ κάλλος;» καί τήν ἄλλη πού φανερώνει τή μεγάλη ἀλήθεια πώς «Ἀνέστη Χριστός, καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐπὶ
μνήματος», πώς «Χριστὸς ἐγερθείς
ἐκ νεκρῶν ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο».
Ἐσύ ἄλλωστε, ὄντως «ἀπὸ θέας» εὐαγγελιστής τῆς ἀναστάσιμης
χαρᾶς, μᾶς τό δίδαξες τόσο χαρακτηριστικά καί αὐτό, γράφοντας σέ
μιά Ἐγκύκλιο γιά τή μεγάλη Ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως πώς «εἶναι ἡ πηγή καί ἡ ἀρχή τῆς νέας, τῆς
καινῆς ζωῆς καί βιώνεται ὑπαρξιακά καί προσωπικά. Ὅλα στήν Ἐκκλησία
μας περιστρέφονται καί ὁριοθετοῦνται γύρω ἀπό τήν Ἀνάσταση τοῦ
Χριστοῦ, ὅλα εἶναι σταυροαναστάσιμα».
Ἐσύ μᾶς ἔμαθες πώς «δέν εἶναι ἡ πίστη μας ἰδεολογία, οὔτε
κοσμοθεωρία. Δέν εἶναι μεταφυσική καί μυστικισμός. Εἶναι Ἐκκλησία
τῆς Ἀναστάσεως. Εἶναι ζωή ἀληθινή, πού μεταμορφώνει τήν ὕπαρξη
τοῦ ἀνθρώπου, πού ὑπερβαίνει τήν θνητότητα καί τήν φθαρτότητα τῆς φύσεως,
πού συντελεῖ στήν μεταμόρφωση τοῦ προσώπου καί στήν ἀνακαίνιση ὁλοκλήρου
τῆς κτίσεως. Ἡ ἀληθινότητα καί ἡ δυναμικότητα τῆς πίστεώς μας, τό
ἀήττητο καί τό ἀκατάλυτο τῆς Ἐκκλησίας, ὀφείλεται στήν Ἀνάσταση
τοῦ Χριστοῦ. Χωρίς τήν Ἀνάσταση θά ἤμασταν «ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων»
καί θά ἦταν «ματαία ἡ πίστις ἡμῶν» (Α΄ Κορ. ιε΄, 17-19)».
Γονατίζομε σήμερα
καί ἀνάβομε ἕνα κερί εὐγνωμοσύνης καί «ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς» σου, μνημονεύομε
τούς ἀτρήτους κόπους τῆς ἀγάπης σου, αὐτό πού ἤσουν γιά τόν καθένα μας
καί αὐτά πού προσέφερες στήν Ἐκκλησία μας, καί προσπαθοῦμε νά εὐθυγραμμίσομε
τόν βηματισμό μας στά ἅγια ἴχνη σου, προσπαθοῦμε νά συνεχίσομε νά
σέ ἀκολουθοῦμε πιστά καί ταπεινά, κρατώντας τίς ἱερές παρακαταθῆκες
σου, σίγουροι γιά τό αἴσιο ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς συνιεραποδημίας
μας.
Κρύβομε στῆς καρδιᾶς μας τό εἰκονοστάσι πολύτιμο
θησαύρισμα τήν εἰκόνα σου καί ἄσβηστο καντήλι ἀνάβομε μπροστά της,
τῆς μνήμης μας τόν πλοῦτο. Καί σοῦ ψάλλομε: «Ὡς
ἔνθεος ἡ ζωή σου ἀληθῶς καὶ πανίερόν σου τὸ τέλος, Πάτερ Νεκτάριε.
Δίδαξον, ποῦ καταλείπεις τὰ τέκνα σου, ἃ ᾤκτιρας ὡς Πατήρ, ὄντως συμπαθὴς
καὶ φιλόστοργος». Τό γνωρίζομε καί τό πιστεύομε πώς «κἂν ὧδε τῷ τάφῳ καλύπτῃ, ἄνω σε πάντες πλουτοῦμεν προστάτην
καὶ πρεσβευτὴν πρὸς Θεόν». Νά εὔχεσαι γιά ὅλους ἐμᾶς, τήν Κρήτη καί
τήν Ἐκκλησία της, τούς Ποιμένες καί τό ποίμνιό της, γιά ὅσους καί ὅσα ἀγάπησες
καί σέ ἀγάπησαν. Νά χαίρεσαι τήν Ἀνάσταση καί νά ἀποκριθεῖς παρακλητικά
ἀπό ἐκεῖ πού εἶσαι στή φωνή μας πού σοῦ φωνάζει: «μὴ ἐάσῃς ἡμᾶς ὀρφανούς». Νά μᾶς προσέχεις καί νά μᾶς ὁδηγεῖς.
Συγχώρεσέ με, ἄν σέ ἀδίκησα
μέ ὅσα ἄτεχνα ψέλλισε ὁ ἀδύναμος λόγος μου τούτη τήν ὥρα. Ἤθελα ὅμως
μέ ὅση δύναμη εἶχα νά σοῦ πῶ ἁπλά, μέ βαθειά εὐγνωμοσύνη, ἕνα μεγάλο
«εὐχαριστῶ» γιά ὅσα ἔχεις κάνει γιά ἐμένα ἀπό
τήν πρώτη στιγμή ἕως καί αὐτήν, κατά τήν ὁποία συνέδεσες τήν ἐπέτειο
τῆς ἐκδημίας σου μέ τήν ἐπέτειο τῆς ἐνθρονίσεώς μου. Ἕνα «εὐχαριστῶ»
γιά ὅσα ἔμαθα στό Πανεπιστήμιο τοῦ Ὠμοφορίου σου, καί
νά μαρτυρήσω, τώρα πού δέν μέ ἐμποδίζεις πιά, κάποιες ἀνταύγειες τῆς
χάριτος τοῦ Θεοῦ πού χαρίτωνε τήν ὁλοκληρωτική ἀφοσίωση τῆς ὕπαρξής
σου στό θεῖο Του Θέλημα. Σοῦ ἐξομολογοῦμαι πώς μόνο τώρα βρῆκε πλέον
νόημα γιά ἐμένα ἐκεῖνο τό τραγούδι τοῦ λαοῦ μας πού πάντα σιγοτραγουδοῦσα
τούς στίχους του: «Ὅλοι μου λέν᾿ ν’ ἀπαρνηστῶ,
τοῦ Λασιθιοῦ τό δρόμο, μά πῶς νά τόν ἀπαρνηστῶ, πού ἔχει ἡ καρδιά μου
πόνο. - Ὅλοι μοῦ λέν᾿ ν᾿ ἀπαρνηστῶ
τοῦ Λασιθιοῦ τή στράτα, μά ἐγώ τσῆ λέω τσῆ καρδιᾶς «Βάστα, καρδιά μου,
βάστα». - Ὅλοι μοῦ λέν᾿ ν᾿ ἀπαρνηθῶ τοῦ Λασιθιοῦ τό δρόμο, μά ᾿γώ θά
πηαίνω νά ᾿ρχομαι γιά ἕνα χατίρι μόνο». Γιά τό χατίρι σου καί γιά
τήν ἀγάπη σου, στήριγμα τῆς ὀρφάνειας μου, Πατέρα καί Δεσπότη μου.
Δόξα τῷ Θεῷ γιά τό πέρασμά σου ἀπό τή ζωή
καί τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, τήν ἱστορία τῆς Μητέρας
μας Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, τήν ἱστορία τούτου τοῦ τόπου,
τήν προσωπική ὅλων μας ἱστορία. Δόξα τῷ Θεῷ γιά τήν μαθητεία μας
κοντά σου. Δόξα τῷ Θεῷ γιά τόν πλημμυρισμό τῶν καρδιακῶν μας χώρων ἀπό
ἅγια συναισθήματα κάθε φορά πού σέ φέρνομε στή σκέψη καί στή μνήμη
μας, δηλαδή διαρκῶς. «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν», ὅσων βιώσαμε κοντά
σου.
Ἐπίτρεψέ μου τοῦτο μόνο ἀκόμη νά πῶ, ὡς ἀδελφική προτροπή,
σέ ὅλους πού μέ ἀκοῦνε, καί ἀπό τούς ὁποίους ζητῶ συγγνώμη πού δέν κατάφερα
νά πῶ λιγότερα γιά σένα, πολυφίλητε Γέροντά μου. Νά διαβάσω τούς
στίχους τοῦ ποιητῆ, πού ἕνας καλός μας φίλος, στό ἄκουσμα τῆς ἐκδημίας
σου, μοῦ ἀπέστειλε:
«Τ᾿
ἀπόγιομα, ὅταν σωπαίνουν οἱ ἄνθρωποι,
κι
ἀκούω τή μυστική φωνή, «ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν».
Μίλα,
μοῦ λέει, μέ τά πουλιά.
Κι
ἄν δέν ὑπάρχουν πουλιά, μίλα
μέ
τά πετάγματα, πού ἄφησαν πίσω τους.
Ὁ
οὐρανός μένει ἀκόμη ἀνυποχώρητος
στούς
μεγάλους οἰωνούς, ἀργόπνοος
στήν
ἀπατηλή ἀγωνία τῶν ἀνθρώπων.
Μίλα
μέ τά δένδρα.
Κι
ἄν δέν ὑπάρχουν δένδρα, μίλα
μέ
τούς σπόρους πού φιλοξενοῦν
οἱ
ἀποθῆκες τῆς μνήμης».
Μέ αὐτούς τούς σπόρους τῆς αἰώνιας μνήμης σου, πού «ὅπου καί ἄν τήν ἀγγίξεις πονάει», ὅπως θά ἔγραφε ὁ Σεφέρης,
θά μιλοῦμε ὅλοι πού σέ ἀγαποῦμε εἰλικρινά, Πατέρα καί
Μεγάλε Δάσκαλέ μας. Θά τούς διακρατοῦμε καί θά τούς φυτεύομε «ἐπὶ τὴν ἀγαθὴν γῆν» τῶν ἀδελφῶν
καί τῶν παιδιῶν μας, γιά νά βλαστάνουν «καρπὸν
πολύν», πού θά φέρει ἀνεξίτηλα τήν ὀνομασία προελεύσεώς του ἀπό
τήν εὔγονη, πολύκαρπη καί καλλίκαρπη ρίζα πού καταγράφεται στήν Ἱστορία
μέ χρυσά γράμματα: «Μητροπολίτης Πέτρας καί Χερρονήσου Νεκτάριος».