να εργάζεται
έργα πνευματικά
ώστε ή να τρέφει
ή να σκιάζει
τους άλλους ανθρώπους.
Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
«Εκ
του καρπού το δένδρον», λέει μία παροιμιώδης φράση στη ζωή των
ανθρώπων.
Η πρόοδος ενός ανθρώπου, η μετοχή του στη ζωή παρομοιάζεται
όπως οι καρποί ενός δένδρου. Αν είναι εξωτερικά όμορφοι και χυμώδεις και
εσωτερικά θρεπτικοί, τότε το δένδρο είναι υγιές και τόσο το ίδιο όσο
και οι καρποί του έχουν αξία για τη ζωή μας. Αυτό συμβαίνει και στους
ανθρώπους. Αν τα έργα τους είναι αξιόλογα, τότε και η όψη τους είναι
αξιοπρόσεκτη. Αν όχι, τότε ακόμη και η εξωτερική ομορφιά τους ή η θέση
την οποία κατέχουν δεν δίνουν μνήμη και αξία για τους άλλους. Αυτό
συμβαίνει και στην πνευματική ζωή. Ο καθένας καλείται να εργάζεται έργα
πνευματικά ώστε ή να τρέφει ή να σκιάζει τους άλλους ανθρώπους. Τρέφει η αρετή. Τρέφει το παράδειγμα. Τρέφει η πίστη. Αλλά και σκιάζει η ίδια η παρουσία του πνευματικού ανθρώπου. Η
αίσθηση ότι είναι παρών στις ζωές των άλλων. Ότι προσεύχεται. Ότι
στηρίζει. Ότι αγαπά. Ενίοτε και χωρίς να λέει κάτι προσωπικό σ’
εκείνους. Αρκεί να μπορούν να τον κοιτάζουν. Αρκεί να μπορούν να
σκιάζονται στη ζωή τους κοντά του.
Αυτός είναι ο δρόμος τον οποίο μας δείχνει η Υπεραγία Θεοτόκος. Ανεδείχθη «δένδρον αγλαόκαρπον εξ ου τρέφονται πιστοί». Μας
τρέφουν οι καρποί της που είναι οι αρετές της. Η υπακοή. Η ταπείνωση. Η
ακολούθηση του Χριστού πάσας τας ημέρας της ζωής της. Μας τρέφει το
παράδειγμά της, η σιωπηλή αποδοχή του γεγονότος ότι ο Χριστός δεν ήταν
μόνο ο υιός της, αλλά ανήκε και σε όλους τους ανθρώπους. Ότι, μολονότι
μέσα της πάντοτε ένιωθε την αποκλειστικότητα της μητρικής αγάπης, όπως
αυτή μάλιστα απεικονίστηκε στο σταυρό με την τελευταία έγνοια του
Χριστού να είναι για εκείνη, διαπιστώνει ότι η αγάπη της δεν μπορούσε να
περιορίσει το Θεάνθρωπο στα πλαίσια μιας κλειστής σχέσης, ούτε όμως ότι
είχε μόνο ένα παιδί. Όλοι οι άνθρωποι γίνονται παιδιά της και θα
παραμένουν παιδιά της στην αιωνιότητα. Για όλους θα λέει στον Υιό της: «οίνον ουκ έχουσι» (Ιωάν. 2,3), δεν
έχουν την δυνατότητα να είναι χαρούμενοι εξαιτίας της μείωσης της
αγάπης και Εκείνος, ακόμη κι αν πρόσκαιρα θα της λέει «ούπω ήλθε η ώρα
μου», θα μεταμορφώνει το ύδωρ σε οίνο για να μπορούν οι άνθρωποι να
νιώθουν την πληρότητα που το θαύμα της σχέσης τους μαζί Του δίνει. Μας
τρέφει η πίστη της, ακόμη κι αν αυτή γίνεται «σημείον αντιλεγόμενον».
Ακόμη κι αν φαίνεται ότι δεν αρκεί για να αποτρέψει την σταύρωση και την
ταφή. Διότι η πίστη της δεν ήταν σε ένα παντοδύναμο εξουσιαστικά
πρόσωπο, αλλά στον Θεάνθρωπο της Αγάπης. Και η αγάπη «ουδέποτε
εκπίπτει», αλλά γίνεται Ανάσταση.
Την ίδια στιγμή η Υπεραγία Θεοτόκος γίνεται «ξύλον ευσκιόφυλλον, υφ’ ου σκέπονται πολλοί». Κι
αυτό επιτυγχάνεται με την αίσθηση ότι είναι παρούσα στη ζωή μας. Ότι
ανταποκρίνεται στην επίκλησή μας. Ότι συμπονεί στις δυσκολίες μας, ακόμη
κι αν δεν μένει στο συναίσθημα, καθότι διαβλέπει μέσα από την σχέση της
με τον Υιό της τι αληθινά είναι ωφέλιμο για τον καθέναν μας. Γι’ αυτό
και προσεύχεται και μεσιτεύει για τον καθέναν μας. Στηρίζει χωρίς
προϋποθέσεις και όρους τους ανθρώπους. Αρκεί κάποιος να την προσεγγίσει
στην καρδιά και τον νου του. Να στραφεί προς την εικόνα της. Και να
αφήσει τον εαυτό του να λάβει την μυστική δύναμη και θαλπωρή την οποία
το Πρόσωπό της εμπνέει. Μία μυστική και σιωπηλή οδός ενίοτε. Που ξεκινά από τις προτυπώσεις του Προσώπου της στην Παλαιά Διαθήκη, οι
οποίες μας δείχνουν ότι χωρείται ο Αχώρητος χωρίς να καίει την βάτο
της υπάρξεως. Τρέφει ο Άρτος της Ζωής ως μάννα που γλυκαίνει τα
αισθητήρια των πιστών και ευσεβών. Φωτίζει η λυχνία όταν το φως το
οποίο φέρει δεν το έχει ανάψει ο άνθρωπος, αλλά είναι το Φως του κόσμου
το Οποίο ουδέποτε σβήνει. Και συνεχίζεται αυτή η οδός στην περίοδο της Καινής Διαθήκης, της Εκκλησίας, στην
οποία η παρουσία της Υπεραγίας Θεοτόκου δροσίζει από τον καύσωνα της
βασανιζόμενης από την πίεση της αμαρτίας και των παθών συνείδησης αλλά
και προφυλάσσει από την βροχή των δοκιμασιών που μας κάνει να
αισθανόμαστε αβοήθητοι. Διότι η Υπεραγία Θεοτόκος ως άλλη μητέρα ανοίγει
την αγκαλιά της και παρηγορεί, στηρίζει, εμπνέει, βοηθά στον αγιασμό
μας. Είναι παρούσα και μας δείχνει ότι όλα μπορούν να νικηθούν, όπως το
έζησε η ίδια, αρκεί να καταφύγουμε εν ταπεινώσει κάτω από την σκιά της
και να μην περιπλανιόμαστε χωρίς νόημα στη ζωή μας.
Ζούμε σε μία πραγματικότητα στην οποία η Παναγία μοιάζει ένα Πρόσωπο
που έρχεται από πολύ μακριά. Κάποτε θέλουμε να πάρουμε από Αυτήν, χωρίς
πάντα να είμαστε έτοιμοι να σταθούμε κάτω από την σκιά που γεννά η
παρουσία της. Χωρίς να αισθανόμαστε ότι έχουμε κληθεί να ενοφθαλμισθούμε στο δένδρο το οποίο κι αυτή ανήκει, δηλαδή την Εκκλησία, για
να είναι η κοινωνία μας μαζί της κοινωνία με τον Υιό της. Διότι Αυτός
είναι που μας δίνει τη δυνατότητα να δεχόμαστε τους ζωογόνους χυμούς
της σωτηρίας και της αγάπης που πρώτα έδωσε στην Μητέρα Του και κατόπιν
σε όλους μας. Και γι’ αυτό πρόσκαιρα τρεφόμαστε και σκιαζόμαστε και μετά
συνεχίζουμε την περιπλάνησή μας στον εγωισμό μας, στην αίσθηση ότι οι
δικοί μας καρποί είναι αρκετοί να μας θρέψουν, ενώ συνήθως είναι
«κεράτια» (Λουκ. 15,16). Και μετράμε
το δέντρο μας από τους καρπούς που είναι αποδεκτοί από τους πολλούς,
καρπούς δόξας, καταξίωσης, αγαθών, διαδοχής, προόδου των παιδιών μας,
που δεν μπορούν όμως να νικήσουν το θάνατο που καταπίνει κάθε τι στη
ζωή. Χρειαζόμαστε άλλον προσανατολισμό. Ενοφθαλμισμό
στην Εκκλησία και τη ζωή μας. Για να έχουν τότε όλα νόημα. Για να
μπορούμε να ζήσουμε την Παναγία ως την Αληθινή Δωρεά. Όχι ως πρόσκαιρο,
αλλά ως αιώνιο Χαίρε, που θα καταξιώνει και κάθε δικό μας καρπό.