Στήν ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ
τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου,
συνυπάρχουν
ἡ μυστηριακή φανέρωση
τῆς θείας οἰκονομίας
καί τό πρῶτο μέγα γεγονός
τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας.
Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ
Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τό κεφάλαιον καί τοῦ ἀπ΄ αἰῶνος μυστηρίου ἡ φανέρωσις,
ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, Υἱός τῆς Παρθένου γίνεται.
Δύο
πρόσωπα: ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ Ἰησοῦς Χριστός καὶ ἡ Παρθένος
Μαριάμ, ἡ Κυρία Θεοτόκος καί Θεομήτωρ, καί δύο γεγονότα: ἡ φανέρωση τοῦ
«ἀπ΄αἰῶνος κεκρυμμένου μυστηρίου» τῆς βουλῆς τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀρχή ὅλης
τῆς ἱστορίας τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου.
Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη σημερινή ἑορτή.
Ὁ
εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ὅπως ἀκούσαμε στό σημερινό εὐαγγέλιο, μᾶς
παραδίδει τό διάλογο τῆς Παναγίας μας μέ τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ δίνοντάς
μας διά τῶν λόγων τους τίς διαστάσεις τοῦ μεγαλυτέρου θαύματος στήν
ἀνθρώπινη ἱστορία, τήν διά σαρκός ἐπιφάνειαν τοῦ Κυρίου.
«Χαῖρε
Κεχαριτωμένη ὁ Κύριος μετά σοῦ, εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί». Ὁ Ἀρχάγγελος
ἀπευθυνόμενος στήν παρθένο Μαρία μεταφέρει ἕναν μοναδικό χαιρετισμό πού
ὅμοιό του δέν ἄκουσε ἄλλος ἄνθρωπος. Εἶναι ὁ πρῶτος ἔπαινος τοῦ Θεοῦ
στήν γυναῖκα μετά τήν προγονική ἀπόφαση. Τά πρῶτα αὐτά ἐγκωμιαστικά
λόγια πρός τήν ἄμωμο Μαριάμ εἶναι ἕνας θεῖος χαιρετισμός δηλωτικός τῆς
ποιότητος τοῦ προσώπου τῆς Παναγίας, πρός τό ὁποῖο, θά εἰπωθεῖ ἀκολούθως
ὁ σκοπός αὐτῆς τῆς ἐκ Θεοῦ προσδιοριστικῆς διαπίστωσης καί ὁ λόγος τῆς
ἀγγελικῆς ἐπισκέψεως. Ὁ μεσιτεύων ἄγγελος ἐμφανίζεται ἀπροειδοποίητα
στήν Παναγία γιά νά μεσιτεύσει τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί φυσικῷ τῷ τρόπῳ ἡ
ἀπρόσμενη αὐτή ἐπίσκεψη τοῦ Γαβριήλ, τήν ξάφνιασε. «Ἰδοῦσα» ἡ Παναγία
«διεταράχθη ἐπί τῷ λόγῳ αὐτοῦ». Κι ὁ Ἀρχάγγελος σπεύδει να τήν
καθησυχάσει «Μή φοβοῦ, Μαριάμ», ξεκινώντας νά ἀποκαλύπτει τόν σκοπό τῆς
παρουσίας του ἐμπρός της, ξεκινώντας νά φανερώνει τό «ἀπ΄αἰῶνος
μυστήριον» τῆς Ἐνσάρκωσης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. «Καί ἰδοῦ συλλήψῃ ἐν γαστρί
καί τέξῃ υἱόν καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν» συνεχίζει ὁ
Ἀρχάγγελος λέγοντας τό τί πρόκειται νά γίνει. Ὅλα ὅσα πρόκειται νά
γίνουν ὅμως προϋποθέτουν μιά φυσική ἀρχή καί μιά αἰτία πού ἡ Παρθένος
Μαρία ξέρει καλά πώς σέ αὐτήν δέν συντρέχει. «Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεί
ἄνδρα οὐ γινώσκω;» Ἐδῶ ἡ ποιητική γλῶσσα τῆς Ὑμνολογίας τῆς Ἐκκλησίας
μας, ἑρμηνεύει τήν ἀπορία στούς λογισμούς τῆς Παναγίας: «Ξένος ἔστι ὁ
λόγος καί ἡ θέα, ξένα σου τά ρήματα καί τά μηνύματα». «Φαίνῃ μοι ὡς
ἄνθρωπος καί πῶς φθέγγῃ ρήματα ὑπέρ ἄνθρωπον;», μοῦ φαίνεσαι γιά
ἄνθρωπος καί πῶς τά λόγια σου εἶναι παραπάνω ἀπό ἄνθρωπο; Καί ὁ
Ἀρχάγγελος, ἀκόμη κι αὐτός μή μπορῶντας νά ἑρμηνεύσει τόν τρόπο τοῦ
ἀπορρήτου θαύματος τοῦ ἀσπόρου τόκου πού πρόκειται νά λάβει χώρα στήν
κοιλία τῆς Παναγίας, καταφεύγει καί ὁδηγεῖ τήν ἀληθινή ἀπορία καί τόν
θεοφιλῆ φόβο Της πρός τόν Θεό. Εἶναι ἡ στιγμή γιά νά ἀποκαλυφθεῖ ἀπό τόν
Γαβριήλ ὁ ἱερός σκοπός γιά τόν ὁποῖο «οὐρανόθεν ἐπέμφθη». Νά
ἀποκαλυφθεῖ καί νά φανερωθεῖ τό «ἀπ΄ αἰῶνος μυστήριον» πού δέν εἶναι τά
ὅσα μέχρι ἐδῶ ἔχει πεῖ, ἀλλά αὐτό πού θά ἀκουσθεῖ τώρα ἀπό τήν κτίση καί
ἰδιαιτέρως ἀπό ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση, ἡ ξεχωριστή καί μοναδική
ἐνέργεια καί χάρη τοῦ Θεοῦ ἐπάνω στήν Παρθένο Μαρία: «Πνεῦμα ἅγιον
ἐπελεύσεται ἐπί σέ καί δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι», τό Ἅγιο Πνεῦμα
θά ἔλθει ἐπάνω σου καί θα σέ σκεπάσει ἡ δύναμις τοῦ ὑψίστου. Μέ αὐτό τό
μοναδικό λόγο αὐτή τή μοναδική, ἀπό τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας ἕως τήν
τελική κρίση, ἱστορική στιγμή, συντελεῖται τό μέγιστο και ἱερώτατο
γεγονός στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί τῆς κτίσεως ὅλης «ὁ Λόγος
σαρκοῦται διά Πνεύματος Ἁγίου».
Τοῦτο
πού εἰπώθηκε ἀπό τόν ἀρχάγγελο τώρα εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῆς βουλῆς τοῦ
Θεοῦ, εἶναι «κεκρυμμένο μυστήριον μέγα» πρίν νά εἰπωθεῖ, ἀλλά καί πάλι
«μυστήριον μέγα» καί ἀφοῦ εἰπώθηκε. Ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς
«τόσο μεγάλο καί θεῖο, τόσο ἀπόρρητο καί ἀκατανόητο εἶναι τό ὅτι ἡ φύση
μας ἔγινε ὁμόθεος καί μᾶς ἐχαρίσθηκε ἡ ἐπάνοδος ἐπί τό κρεῖττον (στό
καλύτερο), ὥστε τοῦτο καί στούς ἀγγέλους καί στούς ἀνθρώπους, ἀκόμη καί
στούς προφῆτες, νά μένει στήν πραγματικότητα ἀνεπίγνωστο μυστήριο
κρυμμένο ἀπό τόν αἰῶνα. Καί ὅταν ἔγινε πάλι μένει μυστήριο, ὄχι βεβαίως
γιά τό ὅτι ἔγινε ἀλλά γιά τό πῶς ἔγινε. Μυστήριο πιστευόμενο ἀλλά μή
γιγνωσκόμενο, προσκυνούμενο ἀλλά μή πολυπραγμονούμενο, προσκυνούμενο δέ
καί πιστευόμενο εἰμή ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ».
Τελειώνει
ἡ διήγηση τοῦ γεγονότος τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ μέ
τήν Κεχαριτωμένη Παρθένο Μαριάμ νά συναινεῖ στό κοσμοϊστορικό γεγονός
«ἰδοῦ ἡ δούλη Κυρίου∙ γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου».
Ἡ
Ἐνσάρκωση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καί ἡ δυνατότητα σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου
στηρίζεται σέ αὐτή τή φράση. Ὁ λόγος τῆς Κεχαριτωμένης Παναγίας εἶναι
ἁπλός, θεῖος κατά τήν σύνεση καί ἀπαράμιλλος, καθῶς καί ἡ ἁγιότητα τοῦ
προσώπου της, καί ἀπευθύνεται εὐχετικά πρός τόν Θεό. Ἑρμηνεύοντας αὐτόν
τόν λόγο, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς λέγει ὅτι ἡ Παναγία «πάλιν τρέχει
πρός τόν Θεόν καί δι’εὐχῆς πρός αὐτόν ἀνατείνεται» καθῶς λέγει στόν
ἄγγελο: «Ἄν, ὅπως λέγεις, ἔλθει σ’ ἐμένα τό Ἅγιον Πνεῦμα, γιά νά μέ
καθαρίσει περισσότερο καί νά μέ δυναμώσει νά δεχθῶ τό σωτήριο ἔμβρυο, ἄν
μ’ ἐπισκιάσει δύναμις τοῦ Ὑψίστου πού θά μορφώσει μέσα μου τόν ἄνθρωπο
αὐτόν πού φέρει τήν μορφή τοῦ Θεοῦ καί θά δημιουργήσει ἄσπορη λοχεία, ἄν
τό γεννώμενο θά εἶναι ἅγιο καί Υἱός Θεοῦ καί Θεός καί Βασιλεύς αἰώνιος,
τίποτα δέν εἶναι ἀδύνατο γιά τόν Θεό, ἰδού ἐγώ ἡ δούλη τοῦ Κυρίου, ἄς
γίνει σύμφωνα μέ τό λόγο σου».
Θέτει
λοιπόν ἡ Θεοτόκος τίς προϋποθέσεις, τούς λόγους γιά τούς ὁποίους
συμφωνεῖ, συναινεῖ καί θέλει νά δεχθεῖ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀποδέχεται μέ
τή θέλησή της τό παράδοξο θαῦμα. Ἡ Κυρία Θεοτόκος εἶναι ὁ πρῶτος
ἄνθρωπος στήν ἱστορία πού ἐξαιτίας τῆς ἐπενέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
καί τῆς δικῆς της θελήσεως «στρέφει» τόν ἄνθρωπο καί κάνει κέντρο τῆς
μελλοντικῆς ζωῆς του τόν Ἐνσαρκωμένο Θεάνθρωπο Χριστό. Γίνεται ἡ
μεθόριος μεταξύ θείου καί ἀνθρωπίνου. Πλέον ὁ ἄνθρωπος ἔχει ὁρατό κέντρο
τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός ἀναδείχθηκε ἀληθινός καί τέλειος Θεός, καί
ἀληθινός καί τέλειος ἄνθρωπος, καί αὐτό ὄχι «κεχωρισμένως» ἀλλά ἑνώσας
ἐν Ἑαυτῷ τόν Θεόν καί τόν ἄνθρωπον», γιά νά ὁδηγήσει ξανά τόν ἄνθρωπο
στήν ἀληθινή ὕπαρξή του, τήν ἀληθινή ζωή του, τήν ἀληθινή ὑπόστασή του.
Τό
μεγάλο πρόβλημα πάντοτε καί σήμερα εἶναι αὐτό: Πῶς θά μπορέσει νά
θελήσει ὁ ἄνθρωπος νά βρίσκεται συνεχῶς «ἐν τῷ Χριστῷ», δηλαδή νά
διεκδικεῖ ἐντός του, ἡ θέλησίς του νά τόν ὁδηγεῖ - ὅπως ἔπραξε ἡ
παρθένος Μαρία - στήν συνεκτική καί ἑνοποιό, διά τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, πληρότητά του, δηλαδή τήν θε-ανθρωποίησή του. Τό τραγικό στήν
ζωή τοῦ ἀνθρώπου, στούς στόχους του, στίς ἐπιδιώξεις του εἶναι ὅτι
προσπαθεῖ νά εἶναι ὀλίγον ἄνθρωπος. Οἱ ἰδεολογίες, οἱ ἐπιλογές τοῦ
τρόπου ζωῆς, οἱ προτάσεις τῶν σύγχρονων ἀνθρώπων εἶναι στερητικές τῆς
ὁλοκλήρωσης τοῦ ἀνθρώπου γιατί, ὡς διαρκής μεσότης, στεροῦνται καί ἀρχῆς
καί τέλους, δηλαδή Σαρκωθέντος Χριστοῦ.
Ἡ
ἐρήμωση αὐτή ὅσο κι ἄν ἐπεκταθεῖ δέν ἔχει αὔξηση καί πλήρωση ἀλλά μιά
διαρκή ἐνεργητική ἀπελπισία. Ὁ φόβος τοῦ θανάτου δημιουργεῖ στόν ἄνθρωπο
μιά ὑπερήφανη ἀπελπισία. Τό ἄγχος τῆς ἐλευθερίας μιά ἡρωϊκή ἀπελπισία.
Καί τα δύο δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό μιά προσπάθεια συγκάλυψης και
ἀναπλήρωσης τοῦ κενοῦ πού ἀφήνει ἡ ἀπώλεια ἤ ἡ ἄρνηση τῆς συναίνεσης,
ὅπως αὐτή πού διαθέτει μέ τήν βαθύτατη καί θεία θέληση της ἡ Θεοτόκος νά
ὑπακούσει, νά δεχθεῖ, νά συναινέσει καί νά χωρέσει τόν Θεάνθρωπο
Χριστό.
Δέν
ἀντιλαμβάνεται ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος τήν ρίζα τῆς τραγικῆς ἐξόντωσής
του, τῆς κυρίαρχης τραγικῆς θανάτωσης, εἴτε τοῦ ἑαυτοῦ του εἴτε τοῦ
ἄλλου πού καθημερινῶς ἀντικρίζει γύρω του. Ἡ διεκδίκηση τῆς αὐτονομίας
καί τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου ἀνεξάρτητα ἀπό τόν Θεάνθρωπο Χριστό
εἶναι ἡ τραγική μοίρα τῆς θηριοποίησης πού γεμίζει λίγο-λίγο τόν νοῦ τοῦ
ἀνθρώπου. «Νοῦς δέ Θεοῦ ἀναχωρῶν ἤ κτηνώδης γίνεται ἤ θηριώδης, διά
ταῦτα τοῖς ἀνθρώποις μαχόμενος» λέγει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Ἡ
ἀπέραντη καί ἀκόρεστη ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπό
ἕνα ἀπέραντο καί ἀκόρεστο κενό. Εἶναι μιά διαστροφική καί ἀσθενοῦσα
θέληση. Διότι τό θέλημα, ἡ θελητική δύναμη τῆς ψυχῆς τοῦ ἄνθρώπου, ἔχει
δοθεῖ κατά τρόπο φυσικό ἀπό τό Θεό. Εἶναι «ὄρεξις ζωτική καί λογική»
κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό. Αὐτή ἡ δύναμη τοῦ αὐτεξουσίου τῆς
χρήσης τῆς ἐλευθερίας εἶναι πού ἔκανε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τόν πρῶτο
ἄνθρωπο μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, πού ἔδειξε τό Κέντρο πού
λέγεται καί εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Ἀπέδειξε καί ἀπεκάλυψε ὅτι ἐάν
τό θέλημα τοῦ ἀνθρώπου ὑποταγεῖ στό νόμο τοῦ Θεοῦ καί σύμφωνα μέ Αὐτόν
κυβερνήσει ὁ νοῦς καί τόν θυμό καί τήν ἐπιθυμία, τότε ὁ Ἀχώρητος χωρεῖ
μέσα στόν ἄνθρωπο καί φθάνει «εἰς ἄνθρωπον τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας
τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ».
Ὄντας
λοιπόν ἀπό τήν φύση μας, ὅπως διαπυστώνει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός,
δούλοι τοῦ Δημιουργοῦ καί ἔχοντας τό αὐτεξούσιο, λάβαμε τόν νόμο πού
εἶναι συστατικό τῆς ἀρετῆς, μέ σκοπό νά γνωρίσουμε ὅτι ἔχουμε Δεσπότη
καί νά μήν περπατάμε στό σκοτάδι. Διότι τόν καθένα πού προτιμᾶ τό ἀγαθό,
ὁ Θεός τόν βοηθᾶ στό ἀγαθό, καί ἀφοῦ διαφυλάξουμε τό «κατά φύσιν» νά
ἐπιτύχουμε τήν ἀφθαρσία καί τήν θέωση, ἀπό τήν ἕνωση μέ τό Θεό, μέ τήν
κατά τό δυνατόν ταύτιση τοῦ θελήματός μας πρός Αὐτόν. Ὅ,τι δηλαδή
ἀκριβῶς ἔπραξε κατά τόν Εὐαγγελισμό καί τήν ἄσπορον σύλληψιν τοῦ Υἱοῦ
της ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί Αεἰπάρθενος Μαρία.
Τέλος,
ἀγαπητοί μου, γιά νά μνημονεύσουμε καί τούς ἥρωες τῶν ἀγώνων τῆς
Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τῆς σημερινῆς ἐπετείου τῆς ἐθνικῆς μας ἑορτῆς, νά
ξαναθυμηθοῦμε ἕναν ὑπερόχως πολυσήμαντο λόγο τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητῆ
Διονυσίου Σολωμοῦ, πού παραμένει πάντοτε διαχρονικός, καί ἑρμηνεύει τό
θέλημα τῶν Ἑλλήνων καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, γιά
αὐτοσυνειδησία, γιά ἀγῶνα ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος καί γιά πραγματική
ἐλευθερία: «Τό Ἔθνος πρέπει νά μάθει νά θεωρεῖ ἐθνικό ὅ,τι εἶναι
ἀληθινό».
Χρόνια πολλά καί εὐλογημένα!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ