Δεν μάς δίνει πάντοτε
αυτό που ζητάμε,
αλλά βλέπει τον κόσμο
και τη ζωή μέσα
από το πρίσμα της ωφέλειας
την οποία θα έχουμε
ώστε να βρούμε το δρόμο
προς Εκείνον.
Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Πολλοί άνθρωποι δεν φοβούνται να ομολογήσουν ότι έχουν ανάγκη το Θεό
για να τους βοηθά στις δύσκολες στιγμές της ζωής τους. Αναγνωρίζουν την
αδυναμία τους, ιδίως όταν δοκιμάζονται, όταν νιώθουν φόβο και απειλή για
τη ζωή τους και αισθάνονται ότι πρέπει να έχουν κάποιο σημείο αναφοράς,
το οποίο να μπορεί να τους στηρίξει για να υπερνικήσουν τα προβλήματά
τους.
Ο Θεός είναι για να δίνει ζωή. Για να κάνει το καλό. Για να
εκπληρώνει τις επιθυμίες μας. Και όλα αυτά διότι μας αγαπά. Και η αγάπη
δεν μπορεί να κάνει τους άλλους λυπημένους. Να ζούνε σε κατάσταση
αγωνίας και απελπισίας. Γι’ αυτό και όταν κάποιοι βλέπουν το Θεό να μην
ανταποκρίνεται στις προσευχές και τα αιτήματά τους απογοητεύονται.
Απιστούνε. Ενίοτε και Τον απορρίπτουν.
Όμως
ο Θεός δεν μάς δίνει πάντοτε αυτό που ζητάμε, αλλά βλέπει τον κόσμο και
τη ζωή μέσα από το πρίσμα της ωφέλειας την οποία θα έχουμε ώστε να
βρούμε το δρόμο προς Εκείνον. Κάθε δοκιμασία, κάθε κόπος, κάθε
ανασφάλεια έχει ως βάση της την ευκαιρία που μάς δίνει Εκείνος για να
μην μείνουμε στην πρόσκαιρη χαρά και ικανοποίηση, αλλά να Τον
συναντήσουμε μέσα από την οδό της πίστης. Ακόμη κι αν η απάντησή μας
είναι αρνητική, η πρόνοιά Του εργάζεται με την ελευθερία μας, ώστε,
τουλάχιστον, να μην αισθανθούμε ότι δεν λάβαμε ποτέ την ευκαιρία να
δούμε ότι ο Θεός υπάρχει, βρίσκεται κοντά μας και ότι μάς καλεί να Τον
γνωρίσουμε. Ενίοτε είναι σκληρή η αγάπη. Δεν μένει
στον πρόσκαιρο συναισθηματικό πόνο που μάς προκαλεί, αλλά εργάζεται σε
βάθος χρόνου, ώστε να αποκτήσουμε εκείνη την σωτήρια νήψη, την
νηφαλιότητα που μας επιτρέπει να κρίνουμε τι αληθινά μάς χρειάζεται και
τι όχι, τι νοηματοδοτεί τον χρόνο μας και τι μάς δίνει την πρόσκαιρη
βεβαιότητα ότι όλα πηγαίνουν καλά στη ζωή μας. Κάποτε ο πόνος και ο
κόπος γίνονται αφορμές για άλλους ανθρώπους να στηριχτούν, κάποτε να
μείνουμε ή να γίνουμε ταπεινοί, κάποτε να μπορέσουμε να βρούμε την οδό
της πίστης και της μετάνοιας, που αλλιώς δεν θα ερχόταν.
Μετά την Μεταμόρφωση του Χριστού στο όρος Θαβώρ ένας πατέρας που έχει
το παιδί του φορτωμένο με ένα «πνεύμα ἀλαλον και κωφόν» (Μάρκ. 9,
25), το οποίο βασανίζει τόσο το παιδί όσο και τον πατέρα, παρακαλεί
τους μαθητές αρχικά και στη συνέχεια τον ίδιο το Χριστό να απαλλάξει το
παιδί από την δοκιμασία. «Ει τι δύνασαι, βοήθησον ημίν» (Μάρκ. 9,
22), αν μπορείς να κάνεις κάτι βοήθησέ μας, Του λέει ο πατέρας. Και ο
Χριστός απαντά στην παράκληση και την αμφιβολία που κρύβει η υπόθεση του
πατέρα, με μία δική του υπόθεση και προτροπή: «ει δύνασαι πιστεύσαι,
πάντα δυνατά τω πιστεύοντι», αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά
γι’ αυτόν που πιστεύει. Ο Χριστός ως Θεάνθρωπος μπορεί να κάνει τα πάντα. Να υπερνικήσει τους φυσικούς νόμους. Να χαρίσει ζωή. Να νικήσει την απελπισία. Όμως
κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει χωρίς την συνέργεια του ανθρώπου,
δηλαδή χωρίς την πίστη τόσο στο πρόσωπό Του, όσο και στην αγάπη Του που
γνωρίζει τι είναι καλό για τον καθέναν.
Το
δαιμονικό πνεύμα, η προσωποποίηση του κακού απομακρύνει από τον άνθρωπο
το χάρισμα της λογικής, όπως επίσης και του στερεί την ελευθερία.
Συμπτώματα της παρουσίας του στο παιδί ήταν να το κάνει να πέφτει
καταγής, να κυλιέται, να βγάζει αφρούς, να πέφτει στη φωτιά και στο νερό
για να το εξολοθρεύσει. Το παιδί δεν έλεγχε τον εαυτό του, αλλά είχε
παραδώσει την ελευθερία του στο κακό. Το παιδί δεν μπορούσε να φερθεί
λογικά, αλλά κινδύνευε στην ουσία να αυτοκαταστραφεί. Και ο πατέρας όμως
βρισκόταν στην ίδια κατάσταση. Ένιωθε ότι δεν μπορούσε, παρά τις όποιες
προσπάθειές του, να οδηγήσει το παιδί του στην ελευθερία, στην οδό της
ζωής, στην χρήση της λογικής ως βάσης για την πορεία στον κόσμο. Ένιωθε
ανήμπορος, παρότι ο ίδιος πίστευε ότι ήξερε ποιο ήταν το καλό του
παιδιού του, να το βοηθήσει να το βιώσει.
Ο Χριστός του υποδεικνύει ότι οι δικές του δυνάμεις δεν επαρκούν. Ότι μόνο με την δύναμη της πίστης στο Θεό, η
οποία κάνει την ελευθερία να μην είναι η εγωκεντρική εκείνη δύναμη που
θέλει τον άνθρωπο αυτόνομο και αυτοθεοποιούμενο, αλλά να γίνεται
εμπιστοσύνη της σύνολης ύπαρξης στα χέρια του Θεού, εκδιώκεται το κακό
από τη ζωή μας. Ούτε η λογική επαρκεί από μόνη της, ούτε καν για να κάνει τον άνθρωπο να φέρεται λογικά! Χρειάζεται προσευχή και νηστεία,
δηλαδή και πάλι παράθεση της ύπαρξης στο Θεό, όπως επίσης και εκκοπή
του θελήματος, εκούσια στέρηση από την πλευρά του ανθρώπου από την
αυτάρκεια ότι το λογικό επαρκεί για να δώσει νόημα στη ζωή, όχι για
να γίνει ο άνθρωπος μοιρολάτρης ή παράλογος, αλλά για να κατανοήσει ότι
πλάστηκε για να κοινωνεί με τον Θεό και ο Θεός είναι ο Πατέρας που
γνωρίζει τελικά τι χρειαζόμαστε.
Η
πίστη ανανοηματοδοτεί την πορεία μας. Ο πατέρας λαμβάνει το παιδί του
αναστημένο από τη δύναμη του κακού. Και την ίδια στιγμή συνειδητοποιεί ότι
η μακροχρόνια δοκιμασία έλαβε τέλος όχι γιατί ο ίδιος ήταν λογικός, όχι
γιατί ο ίδιος ήξερε τι είναι καλό για το παιδί του ή πώς έπρεπε εκείνο
να χρησιμοποιήσει την ελευθερία του, αλλά γιατί εμπιστεύθηκε κι αυτό που
γνώριζε κι αυτό που δεν καταλάβαινε στην αγάπη του Θεού. Σε
μία εποχή κατά την οποία η ελευθερία και η λογική θεωρούνται τα
συστατικά στοιχεία του πολιτισμού και της ζωής μας, η Εκκλησία δεν παύει
να μάς προσανατολίζει προς την αγάπη του Θεού και την εμπιστοσύνη στο
θέλημά Του. Όχι για να μας κάνει μοιρολάτρες, αλλά για να μας δείξει τα
όριά μας. Σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, στην οικογένεια, στην
κοινωνία, στην οικονομία, στις σχέσεις των ανθρώπων και των λαών, στην
καθημερινότητα του υπερήφανου και αυτάρκους πολιτισμού μας η Εκκλησία
αντιτάσσει την οδό της πίστης. Εκείνη που πρόσκαιρα μπορεί να φαίνεται
ότι νικιέται από το κακό και τη δύναμή του. Όμως, αργά ή γρήγορα, αυτή
θα δώσει το νόημα και την τελική νίκη εναντίον του.