Ὁ
Ὅσιος Ἰάκωβος ὁ Ὁμολογητὴς ἀκολούθησε τὸν ἀσκητικὸ βίο ἀπὸ πολὺ μικρὴ
ἡλικία. Ἔγινε μοναχός, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε ἤδη προετοιμάσει τὸν
ἑαυτό του μὲ νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχὴ καὶ τὴν μελέτη τῶν Θείων
Γραφῶν καὶ μετέπειτα ἀξιώθηκε νὰ ἀνέλθει στὸ Ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα. Στὰ
χρόνια τῶν ἀσεβῶν εἰκονομάχων, ἐπειδὴ ἐξαναγκάστηκε ἀπὸ ἐκείνους νὰ
ἀρνηθεῖ τὴν προσκύνηση τῶν Ἁγίων καὶ σεπτῶν εἰκόνων καὶ ἐπειδὴ δὲν
πρόδωσε τὴν πατρώα εὐσέβεια, ὑπέμεινε πολλοὺς πειρασμούς, ἐξορίες καὶ
ἄλλες κακουχίες, ποὺ ἐπινόησαν ἐναντίων του οἱ ἀσεβεῖς.
Στὴν συνέχεια παράδωσε τὴν μακάρια ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, γιὰ
τὸν Ὁποῖο ἀγωνίσθηκε μέχρι τὸν θάνατο μὲ προθυμία καὶ ἱερὸ ζῆλο. Γι’
αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται Ὁμολογητής.Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἀναφέρει κάποιον Ὁμολογητὴ Ἰάκωβο, ὁ ὁποῖος πέθανε τὸ ἔτος 818 μ.Χ., ἀλλὰ δὲν ἀναφέρει ὅτι ἦταν Ἐπίσκοπος.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐγκρατείᾳ
ἐκλάμψας Πάτερ Ἰάκωβε, ὡς Ἱεράρχης τοῦ Λόγου καὶ ἀληθὴς λειτουργός,
ὠρθοτόμησας πιστῶς λόγον τὸν ἔνθεον· οὗπερ τὴν χάριν βεβαιῶν, δι’
ἀγώνων εὐαγῶν, ἐδίδαξας προσκυνεῖσθαι, τὴν τοῦ Σωτῆρος Εἰκόνα· ᾧ καὶ
πρεσβεύεις ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἱερωσύνης διαπρέπων τοῖς δωρήμασι
Ὁμολογίας τοῖς ἀγῶσιν ἐχθρὸν ᾔσχυνας
Ὡς τρανώσας τὴν προσκύνησιν τῶν Εἰκόνων.
Ἀλλ’ ὡς κλῆμα εὐφορώτατον ἀπόσταξον
Τῆς ἀφέσεως τὸ γλεῦκος τὸ σωτήριονΤοῖς βοῶσί σοι, χαίροις Πάτερ Ἰάκωβε.
Μεγαλυνάριον.
Ἔμψυχον
εἰκόνα καὶ λογικήν, σαυτὸν ἀναδείξας, ἐναρέτου διαγωγῆς, πρόμαχος καὶ
κῆρυξ, τιμῆς τῆς τῶν Εἰκόνων, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, ὤφθης Ἰάκωβε.