«Ἐγὼ εἴμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἐξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰωάν. η’ 12).
Ὁμιλεῖ ὁ Κύριος καὶ λέγει! Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὅλου τοῦ κόσμου.
Ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἀκολουθεῖ μὲ ἐμπιστοσύνη ἀπόλυτη κι ἐλπίδα καὶ πρόθυμη ὑπακοὴ στὰ λόγια, αὐτὸς δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ περιπατήσει στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ θὰ ἔχει πάντα μέσα του ζωηφόρο καὶ πνευματικὸ φῶς ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ζωή, τὸν Θεό, καὶ ὁδηγεῖ πάλι σ’ Αὐτόν.
Τὰ ὑπέροχα καὶ σωστικὰ τοῦτα λόγια, ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θείου Διδασκάλου γιὰ πρώτη φορά, ἔγιναν μὲ τὸν καιρὸ σύνθημα ζωῆς ἀπὸ χιλιάδες ψυχὲς καὶ χάρισαν στὴν Ἐκκλησία τὶς ἀμέτρητες μυριάδες τῶν ἁγίων καὶ τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως.
Τοῦτα τὰ λόγια ἔκαμαν βίωμα καὶ ζωή τους ὅλοι οἱ ἅγιοι. Τοῦτα τὰ λόγια ἔκαμε βίωμα καὶ ζωή του κι ὁ ἅγιος Μίκαλλος ὁ προσφιλὴς καὶ πολὺ σεβαστὸς ἅγιος τῶν κατοίκων τῆς ὡραίας Ἀκανθοῦς καὶ τῶν γύρω ἀπ’ αὐτὴν χωριῶν.
Μὲ τοῦτο τὸν ἅγιο θὰ ἀσχοληθοῦμε κι ἐμεῖς στὶς γραμμὲς ποὺ ἀκολουθοῦν.
Ὅπως γράφουμε κι ἀλλοῦ, ὁ ἅγιος Μίκαλλος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τριακόσιους ἁγίους ποὺ ᾖρθαν στὴν Κύπρο περὶ τὰ μέσα τοῦ 12ου αἰῶνα μετὰ τὴ Β’ Σταυροφορία (1147 – 1149 μ.Χ.).
Γιὰ τὴν παιδικὴ ἡλικία, τοὺς γονεῖς καὶ τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα τοῦ ἁγίου δὲν ἔχουμε δυστυχῶς καμιὰ πληροφορία. Ἐκεῖνο ποὺ συμπεραίνουμε γι’ αὐτὸν εἶναι, πὼς ὁ ἅγιος, ὅταν ἦταν νέος, ἀναγκάστηκε γιὰ μία καλύτερη ζωὴ νὰ ξενιτευτεῖ. Πῆγε στὴ Γερμανία κι ἐργαζόταν ὡς ἐργάτης μὲ ἄλλους Ἕλληνες. Ἐκεῖ εὑρισκόμενος ἄκουσε κάποια μέρα τὸ συγκλονιστικὸ κήρυγμα ποὺ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη κηρυσσόταν παντοῦ στὶς διάφορες πόλεις καὶ χῶρες τῆς Εὐρώπης:
-Ἀδέλφια, ἐλᾶτε νὰ συνεργαστοῦμε γιὰ ἕνα ἔργο ἱερό! Οἱ Ἅγιοι Τόποι, ἐκεῖ ποὺ γεννήθηκε, μεγάλωσε, περπάτησε καὶ δίδαξε ὁ Χριστός μας, οἱ Τόποι στοὺς ὁποίους ἔκαμε τόσα θαύματα, ἀλλὰ καὶ διώχθηκε καὶ συνελήφθηκε καὶ σταυρώθηκε καὶ ἀπέθανε καὶ τάφηκε βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴ μωαμεθανικὴ ἐξουσία. Ἀλύπητα βασανίζονται ὅσοι τολμοῦν νὰ πᾶνε ἐκεῖ ταπεινοὶ προσκυνητές. Οἱ Ἅγιοι Τόποι πρέπει νὰ ἐλευθερωθοῦν. Καὶ σ’ αὐτὴ τὴν ἱερὴ προσπάθεια καλοῦνται ὅλοι νὰ βοηθήσουν.
Σὲ λίγο χρονικὸ διάστημα ὅσοι στὴν καρδιὰ τους ἔνιωθαν τὴν φλόγα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ νὰ τοὺς καίει, μαζεύτηκαν καὶ δημιούργησαν μία μεγάλη στρατιὰ ποὺ ἕνα πρωὶ ξεκίνησε νὰ κάμει ἔργο τὸν πόθο, ποὺ φλόγιζε τὰ στήθια τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν. Ἡ στρατιὰ αὐτή, ἡ γνωστὴ σὰν δεύτερη σταυροφορία διαλύθηκε ἐκεῖ στὴ σημερινὴ Γιουγκοσλαβία. Ἀνάμεσα στὰ διάφορα σώματα στρατοῦ ἦταν καὶ τριακόσιοι Ἕλληνες μὲ ἀρχηγὸ κάποιο Αὐξέντη, τὸν γνωστὸ Ἅγιο Αὐξέντιο. Ὅταν ἡ στρατιὰ διαλύθηκε, οἱ Ἕλληνες μαζεύτηκαν καὶ μετὰ ἀπὸ μία ἐνθουσιώδη ὁμιλία τοῦ Ἀρχηγοῦ ἀποφάσισαν νὰ τραβήξουν πρὸς τὰ μέρη τοῦ Ἰορδάνη καὶ νὰ ζήσουν ἐκεῖ μιὰ ἀσκητικὴ ζωή, μιὰ ζωὴ πλήρους ἀφιέρωσης στὸν Θεό.
Ἡ πρόταση ἔγινε δεκτὴ μὲ ἐνθουσιασμό. Μετὰ ἀπὸ μία προσευχὴ ποὺ ἔγινε ἀπὸ μέρους ὅλων, οἱ ἄνθρωποί μας ξεκίνησαν. Πρῶτα πῆγαν καὶ προσκύνησαν ὅλοι μαζὶ στὰ Ἱεροσόλυμα. Ὕστερα προχώρησαν πρὸς τὰ ἔρημα τοῦ Ἰορδάνη μὲ σκοπὸ νὰ ἀφιερωθοῦν στὸν Θεὸ καὶ νὰ ζήσουν ἐκεῖ τὴν ζωὴ ποὺ ἀποφάσισαν, τὴ μοναχικὴ κι ἀσκητικὴ ζωή. Ἡ νηστεία, ἡ προσευχή, ἡ ἀγρυπνία, ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλὰ κι ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη πρὸς ὅλους ἐκείνους ποὺ εἶχαν τὴν ἀνάγκη τους, ἦταν ἡ καθημερινή τους φροντίδα. Τὸ περιβάλλον δυστυχῶς καὶ εὐτυχῶς τοῦ Ἰορδάνη δὲν τοὺς βοηθοῦσε καθόλου στὴ ζωὴ ποὺ διάλεξαν νὰ ζήσουν. Οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ ποὺ μὲ φθονερὸ μάτι παρακολουθοῦσαν τὴν ζωὴ καὶ τὴν πρόοδο τῶν ἀσκητῶν στὰ μέρη ἐκεῖνα, ἄρχισαν νὰ τοὺς παρενοχλοῦν. Κι αὐτοὶ γιὰ νὰ γλιτώσουν μαζεύτηκαν μία μέρα στὴν παραλία μὲ τὸν σκοπὸ νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν τόπο ἐκεῖνο. Ἐδῶ βρῆκαν ἕνα καράβι, μπῆκαν μέσα καὶ ᾖρθαν στὴν Κύπρο, ποὺ ἦταν τότε ὀνομαστὴ γιὰ τὴ θεοσέβειά της. Τὸ καράβι σταμάτησε στὴν Πάφο. Μιὰ παράδοση μάλιστα λέει, πὼς τοῦτο ἐξ αἰτίας μιᾶς δυνατῆς τρικυμίας, τσακίστηκε πάνω στοὺς βράχους. Εὐτυχῶς οἱ ἄνθρωποι σώθηκαν ὅλοι πάνω στὰ συντρίμμια τοῦ καραβιοῦ καὶ βγῆκαν ἔξω στὴ στεριά. Ἀπ’ ἐδῶ σκορπίστηκαν σὲ διάφορα μέρη τοῦ Νησιοῦ κι ἔζησαν ὁ καθένας τῇ μακαρίᾳ ζωῇ μὲ τὸν δικό του τρόπο.
Αὐτὸ ἔκανε κι ὁ ἅγιος Μίκαλλος. Μὲ ὁδηγὸ τὰ λόγια του ψαλμῳδοῦ (ψαλμ. α’, 1 – 2), ποὺ βεβαιώνουν πὼς εἶναι τρισευτυχισμένος καὶ εὐλογημένος ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀποφεύγει τὶς συναναστροφὲς μὲ ἀνθρώπους διεφθαρμένους καὶ ἀσεβεῖς καὶ ἀντίθετα ἔχει δοσμένη τὴν θέληση καὶ τὴν σκέψη του στὸν νόμο τοῦ Κυρίου καὶ Αὐτὸν μελετᾷ μέρα καὶ νύκτα, προχώρησε στὸν δρόμο ποὺ διάλεξε. Μπροστά του ἔχει πάντα τοῦ Θεοῦ τὸ θέλημα, ὅπως τὸ δίδαξε τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός. Μὲ τὴν σκέψη σ’ Αὐτὸν βαδίζει ἀνυπόδητος, διασχίζει βουνὰ καὶ κάμπους διαβαίνει ποτάμια ὁρμητικά, χείμαρρους, χωρὶς φόβο καὶ ἀτρόμητος προχωρεῖ μέχρις ὅτου ὕστερα ἀπὸ πολλοὺς κινδύνους καὶ κόπους ἔφτασε στὰ μέρη τῆς Ἀκανθοῦς. Δύο σπήλαια ποὺ βρῆκε στὸ μέρος αὐτὸ καὶ ποὺ στέκονται ἀκόμη καὶ σήμερα τὸν κάμνουν νὰ σταματήσει καὶ νὰ διαλέξει τὸ μέρος αὐτὸ σὰν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του.
Τὸ περιβάλλον ὑπέροχο. Θάμνοι ποικίλοι κάλυπταν καὶ καλύπτουν ἀκόμη καὶ σήμερα τὸν κάμπο γύρω κι εὐωδιάζουν. Τὰ σπήλαια εὐρύχωρα. Μπροστὰ ἁπλώνεται ἀπέραντη ἡ γαλάζια θάλασσα. Ἡσυχία ὀνειρώδης. Μόνο ὁ φλοῖσβος τῶν κυμάτων ἀκούεται σιγανὰ καὶ τὸ τραγοῦδι τῶν πουλιῶν ποὺ πετᾶνε πάνω στοὺς θάμνους ταράζει κάπως τὴν ἡσυχία τοῦ τοπίου. Σὲ τοῦτο τὸ μέρος ὁ Ὅσιός μας μὲ εὐγνωμοσύνη ἀπέραντη στὸν Πανάγαθο Θεὸ ἔστησε τὴ σκοπιά του καὶ κάτω ἀπὸ τὴν αἱματόβρεκτη σημαῖα τοῦ Σταυροῦ ἄρχισε τὸν ἀγῶνα. Σὲ ὅλη τὴν ὕπαρξή του μιὰ σκέψη πρυτανεύει. Ὁ Κύριος κι οἱ ἐντολές του. Καθετὶ τὸ ὑλιστικὸ τοῦ εἶναι ξένο κι ἀδιάφορο. «Σκύβαλα» θεωρεῖ ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, τοῦ κόσμου τούτου τὰ ἀγαθά, κάνοντας μία σύγκριση αὐτῶν μὲ τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀνάπαυση ποὺ δίνει ὁ Χριστός. Τὰ λόγια τοῦ ἱεροῦ ὑμνογράφου βρίσκουν κι ἐδῶ πλήρη τὴν ἐφαρμογή τους.
«Τοὶς ἐρημικοὶς ζωὴ μακαρίᾳ ἐστι, θεϊκῶ ἔρωτι πτερουμένοις». Δηλαδὴ ἡ ζωὴ αὐτῶν ποὺ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πηγαίνουν καὶ ἐγκαθίστανται στὴν ἔρημο μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, εἶναι ζωὴ μακαρία, εὐλογημένη. Κι εἶναι ἡ ζωὴ αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων τέτοια, γιατί οἱ μοναχοὶ εἶναι ἐλεύθεροι ἀπὸ κάθε ταραχὴ καὶ φροντίδα τοῦ κόσμου. Αὐτοὶ συνέχεια ἔχουν στὴ σκέψη τὸν Θεό, καὶ πρὸς Αὐτὸν στρέφονται πάντα μὲ μία ἀγάπη κι ἕνα ἔρωτα φλογερὸ κι ἀδιάκοπο. Μοναδικὸ μέλημα καὶ φροντίδα τους ἔχουν ἕνα πρᾶγμα. Νὰ ἀρέσουν σ’ Αὐτόν.
Αὐτὸ τὸ μέλημα καὶ τούτη τὴ φροντίδα ἔχει καὶ ὁ Ὅσιος μας: τὸν Κύριο. Σ’ Αὐτὸν προσφέρει κάθε στιγμὴ καὶ ὤρα τὸν ἑαυτό του. Πόθος καὶ παλμὸς κι ἀγῶνας του καθημερινός, πῶς νὰ γίνει ἄνθρωπος ἀρετῆς καὶ νὰ ἀρέσει στὸν Θεό. Τὰ λόγια του ἐπιστήθιου φίλου τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ἰωάννου, εἶναι συνέχεια μπροστά του. «Ὁ κόσμος παράγεται καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ, ὁ δὲ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου μένει εἰς τὸν αἰῶνα» (Α’ Ἰωάν. στ’ 17). Τοῦτος ὁ μάταιος κόσμος κι οἱ ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες τοῦ ἐγὼ παρέρχονται καὶ μαζί τους ὅλα ὅσα ἐπιθυμοῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ κατέχουν μέσα σ' αὐτόν. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἀγαπᾷ τὸν Θεὸ καὶ ἐκτελεῖ τὸ θέλημά Του δὲν παρέρχεται. Μένει αἰώνια. Δία τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐγκατέλειψε κι αὐτὸς τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου. Προσπάθειά του μοναδικὴ ἔγινε τώρα ἡ πρόοδός του στὴν ἀρετή. Τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου μελετᾷ καθημερινὰ μὲ προσοχὴ καὶ εὐλάβεια στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Μὲ τὴν προσευχὴ ἐπίσης τὴ θερμή, τὴν ἀγρυπνία, τὴ νηστεία ἀνεβαίνει καθημερινὰ τῆς ἀρετῆς τὰ σκαλοπάτια. Μὲ τοῦτα τὰ μέσα, ἀφοῦ σταύρωσε «τὴν σάρκα σὺν τοὶς παθήμασι καὶ ταὶς ἐπιθυμίαις» ὅπως λέει ὁ θεῖος Ἀπόστολος (Γαλ. ε’, 24), ἐλεύθερος πιὰ βαδίζει σταθερὰ γιὰ νὰ φτάσει κάποια μέρα ἐκεῖ ποὺ βασιλεύει ἀδιάκοπα ἡ αἰώνια μακαριότητα.
Στὸ ἀπόμερο κι ὑπέροχο τοῦτο μέρος τῆς μαρτυρικῆς μας Κύπρου τὸ ποτισμένο μὲ αἵματα καὶ δάκρυα τόσων ὁσίων καὶ μαρτύρων ἔζησε ὁ Ἅγιός μας χρόνια πολλὰ μὲ βασικὴ τροφὴ χόρτα τοῦ κάμπου καὶ ρίζες καὶ τρυφερὲς μύτες ἀπὸ ἀγριοβότανα. Λιτὴ ἡ διατροφή του. Πλούσια ἡ χαρὰ κι ἡ γαλήνη τῆς καρδιᾶς του. Πλουσιώτερη ἡ προσφορά του στὶς διψασμένες γιὰ παρηγοριὰ καὶ φωτισμὸ ψυχές, ποὺ ἀπ’ τὶς πρῶτες μέρες ποὺ τὸν γνώρισαν δὲν ἔπαψαν συχνὰ νὰ τὸν ἐπισκέπτονται καὶ νὰ ἐκζητοῦν τὴ βοήθειά του. Βοήθεια στὶς δυσκολίες καὶ τοὺς διωγμοὺς ποὺ ἀντιμετώπιζαν ἀπὸ τοὺς σκληροὺς κατακτητὲς τῆς νήσου μας, τοὺς Φράγκους. Ἀλλὰ καὶ βοήθεια στὶς διάφορες ἀρρώστιες ποὺ ἔδερναν τοὺς κατοίκους τοῦ πονεμένου αὐτοῦ τόπου. Καθημερινά, σὲ διάφορες ὧρες, πλήθη χριστιανῶν τὸν ἐπεσκέπτοντο γιὰ νὰ ἀκούσουν τὰ λόγια καὶ τὶς συμβουλές του ἢ γιὰ νὰ ζητήσουν τὴ θεραπεία τῶν ἀσθενῶν τους ποὺ τοῦ ἔφερναν.
Ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ πλούσια εἶχε σκηνώσει στὴν ψυχή, τοῦ χάριζε τὴν πολυπόθητη ὑγεία σὲ ὅσους μὲ εἰλικρινῆ μετάνοια τὸν ἐπεσκέπτοντο καὶ μὲ πίστη βαθιὰ ζητοῦσαν ἀπὸ τὶς προσευχές του τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Κανένας δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὸ ἀσκητήριό του δυσαρεστημένος. Ἡ ἁγιότητά του εἶχε διαλάμψει στὸ νοητὸ τῆς Ἐκκλησίας στερέωμα. Καὶ ὅταν ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὸν εἶχε καλέσει γιὰ νὰ τὸν ξεκουράσει στὴν πέραν τοῦ τάφου ζωή, ἥρεμα ὁ Ἅγιος παρέδωσε τὴν ψυχή του στὶς 7 Αὐγούστου στὰ χέρια Ἐκείνου ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔλαβε δόξα ἄφθιτο καὶ μακαριότητα αἰώνια. Ἡ θαυματουργική του δύναμη συνεχίζεται καὶ σήμερα σὲ ὅσους μὲ πίστη ἐπισκέπτονταν μέχρι τὴν ἐπιδρομὴ τοῦ βάρβαρου Ἀττίλα τὸ 1974 τὸ ἐκκλησάκι του, ποὺ βρισκόταν δίπλα στὰ σπήλαια καὶ ἐπλένοντο μὲ τὸ ἁγίασμά του, ἐλάμβαναν τὴ θεραπεία στὴν ἀρρώστια τους καὶ τὴν παρηγοριὰ στὴ δοκιμασία τους.
Ἡ θαυματουργικὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Μίκαλλου ἀνεφέρετο στὴ θεραπεία τῆς μαλάριας καὶ τῆς λέπρας. Ἐπίσης οἱ μητέρες ποὺ θήλαζαν τὰ παιδάκια τους, ὅταν δὲν εἶχαν γάλα, πήγαιναν στὴ χάρη του μὲ πίστη, θήλαζαν ἀπὸ τοὺς σταλακτῖτες ποὺ ἤσαν στὰ σπήλαια καὶ ἐπεκαλοῦντο τὴ βοήθειά του, τὴν ὁποίαν καὶ ἐλάμβαναν πλουσία. Ἄρρητη εὐωδία, ἀναφέρουν οἱ παλαιοί, ξεχυνόταν ἀπὸ τὰ δύο σπήλαια μέχρι τελευταῖα, ποὺ ἔφθανε γύρω στὰ χωράφια ποὺ καλλιεργοῦσαν οἱ ἀγρότες τῆς Ἀκανθοῦς. Δίπλα στὰ σπήλαια ὑπῆρχε καὶ ὑπάρχει ἀκόμη μιὰ θαλερὴ μυρτιά, «ἡ μυρτιὰ τοῦ Ὁσίου Μίκαλλου» στὴν ὁποία ἀποδίδονταν πλούσιες θαυματουργικὲς ἰδιότητες.
Μὲ τὴν καρδιὰ σφιγμένη, ἀλλὰ καὶ λουσμένη στὰ δάκρυα μιᾶς εἰλικρινοῦς μετανοίας καλοῦνται οἱ κάτοικοι τῆς πονεμένης Ἀκανθοῦς ὅπου κι ἂν βρίσκονται, καὶ μαζὶ μ’ αὐτοὺς καὶ ὅλοι οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ τῆς ἠρωοτόκου Κύπρου, τῆς νήσου ποὺ τὴν ἁγιάζουν τόσοι ἅγιοι, μαζὶ κι ὁ Ὅσιος Μίκαλλος γιὰ τὸν ὁποῖο ὁμιλοῦμε, νὰ ἐνθυμοῦνται πάντα, μὰ καὶ ὅλοι νὰ ἐνθυμούμαστε συχνά – πυκνά, τούτη τὴν ἀλήθεια:
Ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια εἶναι τὸ μοναδικὸ μέσο γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος κάθε φορὰ νὰ ἐπιτυγχάνει τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὶς συμφορὲς ποὺ τὸν δέρνουν καὶ τὸν στενοχωροῦν. Ἡ ἀληθινὴ μετάνοια εἶναι ἡ δύναμη ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο, καὶ τὸν πιὸ ἁμαρτωλό, στὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. Αὐτὸ τὸ μέσο, αὐτὸ τὸ φάρμακο καλούμαστε νὰ χρησιμοποιήσουμε κι ἐμεῖς, τοῦτο τὸν καιρό, ἂν θέλουμε νὰ σωθοῦμε καὶ νὰ ἐπιτύχουμε ξανὰ τὴ λύτρωση καὶ τὴν σωτηρία μας. Εἶναι καιρὸς μὲ συντριβὴ ψυχῆς νὰ μετανιώσουμε, νὰ κλάψουμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ μὲ εἰλικρινὴ ἐξομολόγηση νὰ ζητήσουμε νὰ λάβουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ θὰ τὸ λάβουμε. Θὰ μᾶς τὸ χαρίσει ἡ εὐσπλαχνία του. Καὶ θὰ ἐπιτύχουμε τὴν λύτρωση ποὺ ποθοῦμε. Τότε ἐλεύθεροι θὰ ξαναγυρίσουμε καὶ πάλι στὰ ἀγαπημένα μέρη. Θὰ ξαναπᾶμε στὰ χωριά μας. Θὰ ξανακτυπήσουν οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν ποὺ οἱ βάρβαροί του Ἀττίλα δὲν κατέστρεψαν καὶ θὰ ξαναλειτουργηθοῦμε σ' αὐτές. Μὲ ἀνείπωτη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση θὰ ἀπευθύνουμε καὶ πάλι θερμὰ τὰ εὐχαριστῶ μας στὸν Κύριο, τὴν Παναγία Μητέρα Του καὶ μητέρα ὅλων μας καὶ στοὺς Ἁγίους μας.
Τότε μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση θὰ ψάλλουμε καὶ πάλι τοῦ ψαλμῳδοῦ μας τὸν ἐπίκαιρο στίχο. «Αὕτη ἡ ἡμέρα ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ».
Ἅγιοί της Κύπρου μας, Ἅγιε Μίκαλλε, δῶστε, σᾶς παρακαλοῦμε, ἡ ἡμέρα αὐτὴ νὰ ἔρθει τὸ συντομώτερο. Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιο Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς ἐρήμου πολίτης, καὶ ἐν σώματι ἄγγελος, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, θεφόρε πατὴρ ἡμῶν Μίκαλλε, νηστείρ, ἀγρυπνία, προσευχή, οὐράνια χαρίσματα λαβῶν θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τᾶς ψυχᾶς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχὺν δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον ἀπολυτίκιο ὑπὸ Χαραλάμπους Μ. Μπούσια. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ εὐηρέστησας ὁσιακὴ ἀγωγή, θεσπέσιε Μίκαλλε, ἐν τοὶς σπηλαίοις τῆς γῆς οἰκήσας ὡς ἄσαρκος, εὖχος καὶ ἀντιλήπτωρ Ἀκανθοῦς τῆς ἐν Κύπρῳ, πρέσβευε δωρηθήναι τοὶς πιστοὶς οὐρανόθεν ὑγείαν καὶ εἰρήνην ψυχῶν ἀδιατάρακτον.