Ὁ Ἅγιος Μύρων μαρτύρησε ὅταν αὐτοκράτωρ ἦταν ὁ Δέκιος, τὸ 250 μ.Χ. Καταγόμενος ἀπὸ πλούσια οἰκογένεια, θὰ μποροῦσε νὰ ζήσει ἄνετα, μὲ ὅλα τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ ποὺ θὰ ἐπιθυμοῦσε. Ὅμως ἡ μεγάλη του ἀγάπη πρὸς τὸ Χριστό, ἔκανε τὸ Μύρωνα νὰ χειροτονηθεῖ ἱερέας. Ἀφιερώθηκε, λοιπόν, ὁλοκληρωτικὰ στὸ ποιμαντικό του καθῆκον καὶ δίδασκε, νουθετοῦσε καὶ βοηθοῦσε τὸ κάθε ἕνα μέλος τοῦ ποιμνίου του. Μεριμνοῦσε καθημερινὰ γιὰ τοὺς φτωχούς, τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά.
Κάποτε, ὁ ἔπαρχος Ἀχαΐας Ἀντίπατρος πῆγε στὸν τόπο ὅπου λειτουργοῦσε ὁ Μύρων καὶ συνέλαβε πολλοὺς χριστιανούς. Γιὰ νὰ ἐκβιάσει λοιπὸν τὸν Μύρωνα νὰ ἀλλαξοπιστήσει, ἔφερε μπροστὰ του τὸ ποίμνιό του καὶ τοῦ εἶπε ὅτι, ἂν αὐτὸς ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό, θὰ τοὺς ἀφήσει ὅλους ἐλεύθερους. Ὁ Μύρων μειδίασε καὶ ἀπάντησε: «Ἂν ἦταν γιὰ τὴ σωτηρία τῶν πνευματικῶν μου παιδιῶν, πρόθυμα θὰ ἔδινα τὴν ζωή μου. Τώρα ὅμως δὲν πρόκειται γι’ αὐτό. Ἃς δώσουν λοιπὸν οἱ ἴδιοι ἀπάντηση».
Τότε ὅλοι μαζὶ φώναξαν: «Ὄχι. Μιὰ ἀνθρώπινη ψυχὴ εἶναι ἀσύγκριτα πολυτιμότερη ἀπὸ μύρια σώματα καὶ ἀπὸ τὸν κόσμο ὅλο. Ποιὸς λοιπὸν ἀπό μᾶς θέλει νὰ δεχθεῖ, ὥστε νὰ χάσει τὴν ψυχὴ του ὁ πνευματικός μας πατέρας, γιὰ νὰ ζήσουν λίγο περισσότερο στὸν πρόσκαιρο αὐτὸ κόσμο οἱ δικές μας σάρκες;». Ὁ ἔπαρχος, ἐξοργισμένος ἀπὸ τὴν ἀπάντηση, ἀφοῦ βασάνισε μὲ φρικτὸ τρόπο τὸ Μύρωνα, τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισε.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖον ἀλάβαστρον, τῶν ἱερῶν ἀρετῶν, πιστῶς ἱεράτευσας, τῇ Ἐκκλησίᾳ Χριστοῦ, καὶ χαίρων ἐνήθλησας· ὅθεν τῇ εὐωδίᾳ, τῶν ἐν σοὶ χαρισμάτων, Μύρων Ἱερομάρτυς, τῶν παθῶν τὸ δυσῶδες, ἀπέλασον ἀνενδότως, ἐκ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ἱερωσύνης τὸ χρῖσμα δεξάμενος, μαρτυρικῶς ἐν Χριστῷ ἠνδραγάθησας· καὶ νῦν ἐν τοῖς μύροις τῶν πόνων σου, Ἱερομάρτυς εὐφραίνεις τοὺς κράζοντας· Σὺ ὤφθης τοῦ Λόγου ὀσφράδιον.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ἱερέων ὑπογραμμός, καὶ τῶν Ἀθλοφόρων, δι’ ἀθλήσεως κοινωνός· χαίροις Ἀχαΐας, ὁ καρποφόρος φοῖνιξ, καὶ τῆς Κυζίκου δόξα, Μύρων μακάριε.
Στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῶν σκλαβωμένων Ἑλλήνων ὁ μοναχὸς Δημήτριος, γεννήθηκε στὴ Σαμαρίνα τῆς Πίνδου στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰῶνα. Ἔγινε μοναχὸς στὸ μοναστῆρι τῆς Πατρίδας του, ὅπου μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία ἐξάγνισε τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή του.
Μετὰ τὴν κατάπνιξη, ἀπὸ τὸν Ἀλῆ Πασὰ τὸ 1808, τῆς ἐπανάστασης ποὺ ὑποκίνησε ὁ πάπα Εὐθύμιος Βλαχάβας, ὁ Δημήτριος βγῆκε ἀπὸ τὸ μοναστῆρι του καὶ γύριζε τὰ χωριὰ κηρύττοντας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ διδάσκοντας ὑπομονὴ στὶς θλίψεις.
Μετὰ ἀπὸ συκοφαντία τὸν συνέλαβε ὁ Ἀλῆ Πασὰς καὶ τὸν φυλάκισε. Κατόπιν διέταξε τὸν ἄγριο βασανισμό του. Ἔτσι οἱ δήμιοι μὲ καλαμένιες ἀκίδες τρύπησαν τοὺς βραχίονές του καὶ ἔπειτα τὶς ἔμπηξαν στὰ νύχια τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν του. Στὴ συνέχεια ἕσφιξαν τὸ κεφάλι του σὲ μέγγενη καὶ κατόπιν ἀφοῦ τὸν κρέμασαν ἀνάποδα τὸν ἔκαιγαν ἀπὸ κάτω μὲ φωτιά.
Βλέποντας κάποιος Τοῦρκος τὴν γενναιότητα τοῦ Δημητρίου, πίστεψε στὸν Χριστὸ καὶ ἔπειτα μαρτύρησε. Ὕστερα ὁ Ἀλῆ Πασὰς ἔκτισε τὸν Δημήτριο μέσα σ’ ἕναν τοῖχο, ἀφήνοντας μόνο τὸ κεφάλι του ἀπ’ ἔξω γιὰ νὰ παρατείνει τὸ μαρτύριο. Ὁ Μάρτυρας ἄντεξε ἔτσι 10 ἡμέρες. Τελικὰ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό, τὸ ἔτος 1808.
Τὸ μαρτύριό του συνέγραψε ὁ πρόξενος τῆς Γαλλίας στὰ Ἰωάννινα Ε. Pouqueville. Τὸ μαρτύριο τοῦ Ὁσιομάρτυρα Δημητρίου, ἀντέγραψε κατόπιν ὁ μοναχὸς Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.
Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι ὁ Δουκάκης καὶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος στοὺς Συναξαριστὲς τους καθὼς καὶ ὁ Σ. Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του δὲν ἀναφέρουν τὴν μνήμη τοῦ νεομάρτυρα αὐτοῦ.
Στὴν τοπικὴ ἁγιολογία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γρεβενῶν, ἕνα Ἡμερολόγιο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (1963), σελ. 306, ἀναφέρει τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου τὴν 18η Αὐγούστου.
Τὸ Μέγα Εὐχολόγιο ὅμως, καθὼς καὶ ὁ Otto Meinardus, ἀναφέρουν τὴ μνήμη τοῦ τὴν 17η Αὐγούστου).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σαμαρίνης τὸν γόνον εὐσεβῶν τὸ κραταίωμα, τὸν νεοφανῆ Ἀθλοφόρον, τοῦ Σωτῆρος Δημήτριον, τιμήσωμεν συμφώνως οἱ πιστοί· ἀθλήσας γὰρ στερρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, Ἐκκλησίας ἀνεδείχθη νέος ἀστήρ, καὶ τῶν βοώντων πρόμαχος· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ὀσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐκλπηροῦντι διὰ σοῦ, ἡμῶν τὰ αἰτήματα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ ἁγία μνήμη σου ἁγιασμὸν χορηγοῦσα, τοῖς πιστοῖς ἐπέφανεν, Ὁσιομάρτυς Κυρίου· βίῳ γὰρ, καὶ λόγῳ θείῳ πιστοὺς στηρίξας, ἤθλησας, ὑπὲρ τῆς δόξης Χριστοῦ ἀνδρείως, καὶ θεόθεν ἐκοσμήθης, διπλῷ στεφάνῳ μάκαρ Δημήτριε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Ἠπείρου θεῖος βλαστός, χαίροις Θεσσαλίας, λαμπαδοῦχος ὁ φαεινός· χαίροις ὁ ἀθλήσας, στερρῶς ὑπὲρ Κυρίου, Ὁσιομάρτυς χαῖρε, Χριστοῦ Δημήτριε.