Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010
Κοπή πρωτοχρονιάτικης βασιλόπιτας στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών - Δηλώσεις Μακαριωτάτου για το πρόσφατο τρομοκρατικό χτύπημα.
Την Παρασκευή στις 12 το μεσημέρι πραγματοποιήθηκε στην Ι. Αρχιεπισκοπή Αθηνών η τελετή κοπής της πρωτοχρονιάτικης βασιλόπιτας. Στην τελετή παρευρέθησαν η Υπουργός Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων κυρία
Α. Διαμαντοπούλου, η Αν. Υπουργός Εξωτερικών κυρία Μ. Ξενογιαννακοπούλου, η Υφυπουργός Εργασίας κυρία Α. Νταλάρα, ο Περιφερειάρχης Αττικής κ. Ι. Σγουρός, ο Δήμαρχος Αθηναίων κ. Γ. Καμίνης, αρχιερείς, ιερείς της Ι.Α.Α., εκπρόσωποι πολιτικών κομμάτων και στελέχη των υπηρεσιών της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ο Μακαριώτατος ευχήθηκε σε όλους τους παρευρισκόμενους να έχουν μια καλή χρονιά, υπογραμμίζοντας πως αυτή η χρονιά είναι ευκαιρία να κάνουμε την υπέρβαση και να ξαναβρούμε τις αξίες που έχουν χαθεί. Κάλεσε όλους να ζήσουν την ουσιαστική εμπειρία της Εκκλησίας σημειώνοντας ότι "ο Θεός είναι Πατέρας Αγάπης και κάθε άνθρωπος, όπου και αν πιστεύει και από όπου και αν προέρχεται είναι αδελφός μας".
Απαντώντας σε ερωτήσεις των εκπροσώπων των Μ.Μ.Ε. σχετικά με το πρόσφατο τρομοκρατικό χτύπημα ο Μακαριώτατος επισήμανε:
"Πάντοτε η βία και η τρομοκρατία είναι πράγματα που καταδικάζονται, αλλά όταν συμβαίνουν μέσα σε εορταστική ατμόσφαιρα ακόμη γίνονται πιο σκληρά. Επομένως δεν υπάρχει ένας σώφρων άνθρωπος που να μην καταδικάσει αυτού του είδους τις εκδηλώσεις όσο και αν μπορούμε να βρούμε ελαφρυντικά, δηλαδή στενοχώριες οικονομικές και άλλες πιέσεις. Αυτά είναι σημάδια που μας οδηγούν σε απαισιοδοξία, σε απογοήτευση αλλά δεν πρέπει ποτέ να καταλήγουμε στη βία και στην τρομοκρατία. Δεν είναι δείγμα υγείας αυτό το πράγμα και από αυτούς που ενεργούν με αυτόν τον τρόπο ή αν θέλετε και αυτούς που καλλιεργούν αυτή την ατμόσφαιρα. Είμαστε σε μία περίοδο δύσκολη που αυτή την εποχή περισσότερο από κάθε άλλη, μολονότι έχουμε πολλοί τις επιφυλάξεις μας, τα προβλήματά μας, τις δυσκολίες μας, πρέπει να είμαστε ενωμένοι. Ακόμη και αν έχουμε τη συναίσθηση ότι πιθανώς αδικούμεθα, πρέπει να είμαστε ενωμένοι. Αν δεν καταφέρουμε να είμαστε ενωμένοι δεν θα έχουμε καλή πορεία".
Από την πλευρά της η κυρία Διαμαντοπούλου τόνισε τα ακόλουθα:
"Ο Αρχιεπίσκοπος με αυτή τη σοφία και τη γαλήνη που τον διακρίνει είναι μια πολύ καλή τύχη για τη χώρα αυτή τη δύσκολη στιγμή, καθώς διδάσκει και ανοίγει δρόμους για την αγάπη, την ομόνοια και την προσφορά στους κατατρεγμένους αυτά δηλαδή που έχει τόσο πολύ ανάγκη σήμερα ο λαός μας". Για το τρομοκρατικό χτύπημα σχολίασε: "Είναι μια ευθεία πράξη εναντίον της δημοκρατίας και εναντίον της χώρας σε μια πάρα πολύ δύσκολη στιγμή, χαλυβδώνει τη δύναμη όλων μας για να αντιμετωπίσουμε αυτό το αποκρουστικό για τη χώρα μας γεγονός".
Τέλος, ο Δήμαρχος Αθηναίων κ. Γ. Καμίνης σημείωσε:
"Η δημοκρατία δεν τρομοκρατείται, αλλά η δημοκρατία πρέπει να παίρνει τα μέτρα της. Σήμερα βρέθηκα στην Ι. Αρχιεπισκοπή Αθηνών και με μεγάλη χαρά και συγκίνηση παρευρέθηκα στην τελετή κοπής της πίτας. Έχω τη βαθειά πεποίθηση, έχω ήδη συζητήσει με τον Αρχιεπίσκοπο, ότι θα συνεργαστούμε πάρα πολύ στενά στα θέματα της κοινωνικής πρόνοιας και αλληλεγγύης, τουλάχιστον σε αυτή τη δύσκολη εποχή να ανακουφίσουμε όσο περισσότερο μπορούμε, δήμος και Εκκλησία, τα στρώματα του πληθυσμού, τα οποία δοκιμάζονται περισσότερο από την ανεργία και την οικονομική κρίση".
Περιτομὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (1 Ιανουαρίου).
Ἡ κατὰ σάρκα περιτομὴ καὶ ὀνοματοδοσία τοῦ Ἰησοὺ Χριστοῦ, κατὰ τὴν ὄγδοη ἡμέρα ἀπὸ τὴν γέννησή Του, ἀποτελεῖ τὴν βεβαίωση τῆς σαρκώσεως καὶ τῆς προσλήψεως ἀπὸ τὸν Θεὸ Λόγο τῆς τέλειας ἀνθρώπινης φύσεως ἀναλλοιώτως καὶ τῆς εἰσόδου Του στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὡς μυστήριο πρέπει νὰ τὴν ἀντιλαμβανόμαστε καὶ ὡς μυστήριο πρέπει νὰ τὴν προσεγγίζουμε, γιατί ὅλα τὰ γεγονότα τῆς ἐνανθρωπίσεως, τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἔγιναν μὲ θαυμαστὸ τρόπο ποὺ ξεπερνᾶ τὸ νοῦ ἀνθρώπου.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας λένε ὅτι, ἐὰν ἡ θεία ἐνανθρώπιση ἦταν καταληπτή, δὲν θὰ ἦταν θεία καὶ παρομοιάζουν ὅσους ἀμφιβάλλουν ἢ δὲν πιστεύουν μὲ ἐκεῖνον ποὺ καθόταν στὸ σκοτάδι καὶ πληρώθηκε ἀπὸ φῶς, ἐπειδὴ ὅμως δὲν γνώριζε τὸ πῶς ᾖλθε τὸ φῶς, δὲν δέχθηκε τὸν φωτισμό.
Τὴν κατὰ σάρκα περιτομὴ τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία καταδέχθηκε ὁ Κύριος νὰ λάβει σύμφωνα μὲ τὴν σχετικὴ νομικὴ διάταξη, ὅμως μὲ σκοπὸ τὴν κατάργηση τῆς διατάξεως αὐτῆς, προκειμένου νὰ εἰσαγάγει τὴν πνευματικὴ καὶ ἀχειροποίητη περιτομή, δηλαδὴ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα, μᾶς τὴν παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες νὰ τὴν ἑορτάζουμε κάθε χρόνο. Γιατί ὁ Κύριος, ὅπως καταδέχθηκε πρὸς χάρη μας τὴν ἔνσαρκη Γέννηση καὶ ἔλαβε ὅλα τὰ ἰδιώματα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ὅσα εἶναι παντελῶς ἀδιάβλητα, ἔτσι καταδέχθηκε νὰ λάβει καὶ τὴν περιτομὴ ποὺ ὅριζε ὁ Ἰουδαϊκὸς Νόμος.
Καὶ βασικὰ τὴν περιτομὴ ὁ Κύριος τὴ δέχθηκε γιὰ δυὸ λόγους :
Πρώτον, γιὰ νὰ φράξει τὰ στόματα τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τὴν θρασύτητα νὰ ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν ἔλαβε πραγματικὰ ἀνθρώπινη σάρκα, ἀλλὰ ὅτι ἔγινε ἄνθρωπος κατὰ φαντασίαν. Πῶς ὅμως, πραγματικά, θὰ περιτεμνόταν, ἂν δὲν εἶχε λάβει ἀληθινὴ ἀνθρώπινη σάρκα;
Δεύτερον, γιὰ νὰ κλείσει τὰ στόματα τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι Τὸν κατηγοροῦσαν ὅτι δὲν τηρεῖ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, καὶ ὅτι καταλύει τὸ Νόμο.
«Ἐπειδὴ ὁ Θεός», λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, «μᾶς ἔδωσε νὰ κοινωνήσουμε τὸ καλύτερο καὶ δὲν τὸ φυλάξαμε, γι’ αὐτὸ μεταλαβαίνει τὸ χειρότερο, ἐννοῶ τὴν φύση μας, ὥστε ἀπὸ τὴν μία μεριὰ νὰ ἀνακαινίσει τὸν ἑαυτό Του καὶ μὲ τὸν ἑαυτό Του τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ κάθ΄ ὁμοίωση, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ διδάξει καὶ σὲ ἐμᾶς τὴν ἐνάρετη πολιτεία, ἀφοῦ μὲ τὸν ἑαυτό Του τὴν ἔκανε σὲ ἐμᾶς δυνατή. Νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν φθορὰ μὲ τὴν κοινωνία τῆς ζωῆς γενόμενος ἀπαρχὴ τῆς ἀναστάσεώς μας. Νὰ ἀνακαινίσει τὸ σκεῦος ποὺ ἀχρειώθηκε καὶ κομματιάστηκε, νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου, μὲ τὸ νὰ μᾶς καλέσει στὴ θεογνωσία καὶ νὰ τὸν νεκρώσει, νὰ μᾶς μάθει νὰ παλεύουμε ἀποτελεσματικὰ μὲ τὸν τύραννο, ὁπλισμένοι μὲ ὑπομονὴ καὶ ταπείνωση».
Ὁ Θεὸς ἔγινε τέλειος καὶ ἀληθινὸς ἄνθρωπος, «ἄνθρωπος ἐν πληγῇ», «ἐν δούλου μορφή», χωρὶς νὰ πάψει νὰ εἶναι τέλειος καὶ ἀληθινὸς Θεός, γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο πλήρη καὶ τέλειο υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸ κατὰ χάριν. «Ὁ Θεὸς πτωχεύει τὴν ἐμὴν σάρκα, ἶνα ἐγὼ πλουτήσω τὴν αὐτοῦ Θεότητα… κενούται τῆς ἐαυτοῦ δόξης ἐπὶ μικρόν, ἶνα ἐγὼ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως».
Ἡ δημιουργία καὶ ἡ σωτηρία, ὅλη ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἡ φιλανθρωπία τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀνακεφαλαιώνονται στὸν Θεάνθρωπο Χριστό, ποὺ μὲ τὴν ἐνσάρκωση καὶ τὴν περιτομή Του καὶ ὅλα τὰ μυστήρια τῆς ἔνσαρκης παρουσίας Του, ἀπεκάλυψε τὴν χριστολογικὴ καὶ χριστοκεντρικὴ ρίζα καὶ προοπτικὴ κάθε πραγματικότητος καὶ ὁλόκληρης τῆς πραγματικότητος.
Αὐτός, ὁ Κύριος, εἶναι ἡ κεφαλὴ κάθε ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας. Σὲ αὐτὸν ἔχουμε περιτμηθεῖ, ὄχι μὲ περιτομὴ καμωμένη μὲ χέρια ἀνθρώπων, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀποβολὴ τοῦ σάρκινου σώματος, δηλαδὴ μὲ τὴν περιτομὴ τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐνταφιαστήκαμε μαζί Του κατὰ τὸ βάπτισμα, κατὰ τὸ ὁποῖο καὶ ἀναστηθήκαμε μαζί Του μὲ τὴν πίστη στὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος Τὸν ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν. Ἀκόμη, ὅταν εἴμασταν νεκροὶ ἐξ’ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας, καὶ ἐξ’ αἰτίας τους εἴμασταν ἀπερίτμητοι, μᾶς ἐζωοποίησε μαζὶ μ’ Αὐτὸν καὶ μᾶς συγχώρεσε ὅλες τὶς ἁμαρτίες.
Μετὰ τὴν περιτομή Του ὁ Ἰησοῦς, ἐπέστρεψε στὴν οἰκία Του μὲ τὴν μητέρα Του καὶ τὸν Ἰωσήφ. Ἐκεῖ ζοῦσε ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, προοδεύοντας κατὰ τὴν σοφία, τὴν ἡλικία καὶ τὴ χάρη γιὰ τὴ σωτηρία μας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες, Θεὸς ὢν κατ' οὐσίαν πολυεύσπλαγχνε Κύριε, καὶ νόμον ἐκπληρῶν περιτομήν, θελήσει καταδέχῃ σαρκικήν, ἵνα παύσῃς τὰ σκιώδη, καὶ περιέλῃς τὸ κάλυμμα τῶν παθῶν ἡμῶν. Δόξα τῇ ἀγαθότητι τῇ σῇ, δόξα τῇ εὐσπλαγχνία σου, δόξα τῇ ἀνεκφράστῳ Λόγε συγκαταβάσει σου.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὁ τῶν ὅλων Κύριος, περιτομὴν ὑπομένει, καὶ βροτῶν τὰ πταίσματα, ὡς ἀγαθὸς περιτέμνει· δίδωσι, τὴν σωτηρίαν σήμερον κόσμῳ· χαίρει δὲ, ἐν τοῖς ὑψίστοις καὶ ὁ τοῦ Κτίστου, Ἱεράρχης καὶ φωσφόρος, ὁ θεῖος μύστης Χριστοῦ Βασίλειος.
Μεγαλυνάριον.
Σάρκα ὀκταήμερος ὡς βροτός, ὁ τῶν ὅλων Κτίστης, περιτέμνεται νομικῶς, τὴν ἐξ ἀκρασίας, ἡμῶν κακίαν τέμνων· αὐτοῦ τὴν ἀγαθότητα μεγαλύνωμεν.
Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας ὁ Καππαδόκης
Ὁ Μέγας Βασίλειος, μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες μορφὲς τῆς Ἐκκλησίας, γεννήθηκε περὶ τὸ 330 μ.Χ. στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Ὁ πατέρας του Βασίλειος ἦταν ρήτορας, ἐγκατεστημένος στὴ Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου καὶ ἦταν υἱὸς τῆς Μακρίνης, ἡ ὁποία ὑπέστει πολλὰ μετὰ τοῦ συζύγου της κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Μαξιμίνου γιὰ τὴν πίστη τους στὸν Χριστό.
Ἡ Μακρίνα ἦταν μαθήτρια τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ καὶ διετέλεσε ἡ πρώτη στὴν πίστη διδάσκαλος τοῦ ἐγγονοῦ της Βασιλείου.
Ἡ μητέρα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὀνομαζόταν Ἐμμέλεια, καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ἦταν θυγατέρα Μάρτυρος, εὐλαβέστατη καὶ πολὺ φιλάνθρωπη. Ἀπὸ τὸν γάμο της μὲ τὸν Βασίλειο γεννήθηκαν ἐννέα παιδιά, ἀπὸ τὰ ὁποία τὰ τέσσερα ἦταν ἀγόρια. Τὸ πρωτότοκο παιδὶ τους ἦταν ἡ Μακρίνα, ἡ ὁποία μετὰ τὸν θάνατο τοῦ μνηστῆρα της, ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση. Ἀπὸ τὰ τέσσερα ἀγόρια, τρεῖς ἔγιναν Ἐπίσκοποι, ὁ Βασίλειος στὴν Καισάρεια, ὁ Γρηγόριος στὴ Νύσσα καὶ ὁ Πέτρος στὴ Σεβαστεία. Ὁ Ναυκράτιος πέθανε νέος, σὲ ἡλικία 27 ἐτῶν. Πρὸ τοῦ Πέτρου γεννήθηκε ἡ Θεοσεβία.
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔλαβε τὴν πρώτη χριστιανικὴ διαπαιδαγώγησή του ἀπὸ τὴ μητέρα καὶ τὴ γιαγιά του καὶ διδάχθηκε τὰ πρῶτα γράμματα ἀπὸ τὸν πατέρα του στὴν πατρίδα του. Σπούδασε στὶς σχολὲς τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας καὶ τοῦ Βυζαντίου, ὅπου «ηὐδοκίμει σοφιστῶν τε καὶ φιλοσόφων τοὶς τελειοτάτοις», καὶ τέλος «εἰς τᾶς χρυσᾶς Ἀθήνας», ποὺ τότε ἦταν τὸ κέντρο τῆς ρητορικῆς καὶ στὴν ὁποία ἤκμαζαν οἱ σοφιστὲς Ἰμέριος, Προαιρέσιος καὶ ἄλλοι καὶ ὅπου συνέρρεαν ἀπὸ παντοῦ μαθητές, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ μετέπειτα αὐτοκράτορας Ἰουλιανός, τὸν ὁποῖον ὁ ὑπέρμετρος θαυμασμός του πρὸς τὴν ἐθνικὴ σοφία παρέσυρε στὸν πόλεμο κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐκεῖ βρισκόταν ἤδη καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, μετὰ τοῦ ὁποίου συνδέθηκε μὲ στενὴ φιλία. Εἶναι χαρακτηριστικοὶ οἱ λόγοι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου γιὰ τὸν ἱερό του σύνδεσμο μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο : «Τὰ πάντα ἦμεν ἀλλήλοις, ὁμόστεγοι, ὁμοδίαιτοι, συμφυεῖς… ἴσαι μὲν ἐλπίδες ἦγον ἠμᾶς, πράγματος ἐπιφθωνοτάτου τοῦ λόγου, φθόνος δὲ ἀπήν, ζῆλος δὲ ἐσπουδάζετο, ἀγὼν δ’ ἀμφοτέροις, οὒχ ὅστις αὐτὸς τὸ πρωτεῖον ἔχοι, ἀλλ’ ὅπως τῷ ἐτέρῳ τούτου παραχωρήσειεν. Μία μὲν ἀμφοτέρους ἐδόκει ψυχή, δυὸ σώματα φέρουσα, ἐν δ’ ἀμφοτέροις ἔργον: ἡ ἀρετὴ καὶ τὸ ζῆν πρὸς τᾶς μελλούσας ἐλπίδας, πρὸς ὃ βλέποντες καὶ βίον καὶ πρᾶξιν ἅπασαν ἀπηυθύνομεν».
Ὁ Βασίλειος διδάχθηκε στὴν Ἀθῆνα ρητορική, φιλοσοφία, ἀστρονομία, γεωμετρία καὶ ἰατρική. Ἐπέστρεψε στὸν Πόντο, περὶ τὸ 356 μ.Χ., καὶ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Καισαρείας Διανίου.
Στὴν συνέχεια μετέβη στὴν Αἴγυπτο, Μεσοποταμία, Παλαιστίνη καὶ Συρία, γιὰ νὰ γνωρίσει τοὺς ἀσκητὲς καὶ καθηγητὲς τῆς ἐρήμου. Τότε, ἀφοῦ διένειμε καὶ αὐτὸς τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχούς, μόνασε στὸν Πόντο, κοντὰ στὸν Ἴρι ποταμό, ἀσκούμενος στὴ μελέτη καὶ τὴν προσευχή.
Ἀργότερα τὸ 362 μ.Χ., χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Καισαρείας Εὐσέβιο, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο ἀναγκάστηκε νὰ φύγει στὸν Πόντο, λόγω τοῦ φθόνου τοῦ Ἐπισκόπου Εὐσεβίου. Ὁ Γρηγόριος συμβίβασε τὰ πράγματα μεταξὺ τῶν δυὸ ἀνδρῶν καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπέστρεψε τὸ 365 μ.Χ., γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν Ἐπίσκοπο Εὐσέβιο στὸν ἀγῶνα του κατὰ τῶν Ἀρειανῶν. Ἔγινε ἔτσι «σύμβουλος ἀγαθός, παραστάτης δεξιός, τῶν θείων ἐξηγητής, τῶν πρακτέων καθηγητής, γήρως βακτηρία, πίστεως ἔρεισμα».
Τὸ ἔτος 370 μ.Χ., μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Εὐσεβίου, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Καισαρείας, παρὰ τὶς σφοδρὲς ἀντιδράσεις τῶν Ἀρειανῶν. Σὲ καιρὸ λιμοῦ προσέφερε στοὺς πάσχοντες κάθε εἴδους βοήθεια. Ἀγκάλιασε τοὺς γέροντες, τὰ παιδιά, τὶς γυναῖκες καὶ τοὺς ἄνδρες, τοὺς ἀσθενεῖς καὶ φρόντιζε καθημερινὰ γιὰ τὴν τροφή τους. Οἰκοδόμησε κοντὰ στὴν Καισάρεια ἕνα συγκρότημα πτωχοκομείου καὶ νοσοκομείου, τὴ Βασιλειάδα, ποὺ ἔγινε τὸ ταμεῖο τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς ἀγάπης.
Κατὰ τὰ χρόνια τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας εἶχε νὰ ἀντιπαλέψει κατὰ πολλῶν δυσχερειῶν. Ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης ἐαποφάσισε νὰ εἰσάγει μὲ τὴν βία στὴν Καππαδοκία τὸν Ἀρειανισμό. Γι’ αὐτό, τὸ 372 μ.Χ., ἔστειλε τὸν ἔπαρχο Μόδεστο, γιὰ νὰ πείσει τὸν Ἅγιο νὰ δεχθεῖ τὶς κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν. Μάταια προσπάθησε νὰ πείσει τὸν Μέγα Βασίλειο μεταχειριζόμενος κάθε μέσο: δήμευση τῆς περιουσίας, ἐξορία, βασανιστήρια, θάνατο. Ὁ Βασίλειος σὲ ἀπάντηση δήλωσε, ὅτι δὲν φοβᾶται ἀφοῦ περιουσία δὲν εἶχε, παρὰ μόνο λίγα παλαιὰ ἐνδύματα καὶ λίγα βιβλία, ἐξορία δὲν φοβᾶται, διότι ἡ γῆ ποὺ κατοικεῖ δὲν εἶναι ἰδιοκτησία του καὶ στὸν κόσμο αὐτὸ εἶναι πάροικος καὶ παρεπίδημος, τὰ βασανιστήρια δὲν τὸν πτοοῦν, διότι τὸ ἀσθενικό του σῶμα δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξει σὲ αὐτά, τὸ δὲ θάνατο θεωρεῖ ὡς εὐεργέτη, διότι αὐτὸς θὰ τὸν ὁδηγήσει νωρίτερα κοντὰ στὸν Θεό. Ὁ Μόδεστος ἐξεπλάγη ἀπὸ τὴν Πνευματικὴ γενναιοψυχία τοῦ Ἁγίου καὶ ἐπέστρεψε ἄπρακτος. Ἀκόμη καὶ ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης, ὅταν ᾖλθε στὴν Καισάρεια καὶ ἀντιλήφθηκε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Βασιλείου, τὸν ἄφησε ἀνενόχλητο στὸν ἐπισκοπικό του θρόνο. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε τὴν μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου γιὰ τὸν Μέγα Βασίλειο: Ἦταν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων. Πέλαγος λαοῦ ἐγέμιζε τὸν ναό. Ἡ ψαλμῳδία καὶ ἡ εὐκοσμία τοῦ βήματος ἦταν ἀγγελικὴ μᾶλλον, παρὰ ἀνθρώπινη. Καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος προτεταγμένος τοῦ λαοῦ, ὄρθιος, ἀκλινὴς κατὰ τὸ σῶμα καὶ τὴν ὄψη καὶ τὴν διάνοια, «ἐστλωμένος τῷ Θεῷ καὶ τῷ βήματι». Καὶ ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης μπροστὰ στὸ θέαμα αὐτὸ καὶ στὸ ἄκουσμα «κατεβροντήθη».
Μὲ τὸν ἀνεκτίμητο αὐτὸ πλοῦτο τῶν ἀρετῶν του καθοδήγησε τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ καὶ κοσμημένος μὲ αὐτὲς ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον, τὸ 378 μ.Χ., λίγο μετὰ τὸν θάνατο τοῦ αὐτοκράτορα Οὐάλεντος, σὲ ἡλικία 48 ἐτῶν.
Ὅταν πλησίαζε ἡ ὥρα νὰ παραδώσει τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Θεό, προσῆλθαν στὴν κλίνη του ὅλοι σχεδὸν οἱ Χριστιανοὶ τῆς πόλεως. Ἐκεῖνος τοὺς δίδασκε καὶ τοὺς εὐλογοῦσε. Προσευχόμενος στὸν Κύριο εἶπε: «Εἰς χεῖρας Σου Κύριε, παραθήσομαι τὸ πνεῦμα μου», καὶ κοιμήθηκε. Στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία συμμετεῖχαν μυριάδες λαοῦ καὶ τόσος ἦταν ὁ συνωστισμός, ὥστε πολλοὶ πέθαναν «ἐκ τῆς τοῦ ὠθισμοῦ βίας καὶ συγκλονήσεως». Ἡ Σύναξη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἐτελεῖτο στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας (Μεγάλη Ἐκκλησία). Ναὸς ἀφιερωμένος στὸν Ἅγιο Βασίλειο ὑπῆρχε στὸ παλάτι τῶν Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων κατὰ τὸν 10ο αἰῶνα καὶ σὲ αὐτὸν ἐκκλησιαζόταν ὁ αὐτοκράτορας τὴν 1η Ἰανουαρίου μέχρι τῆς ἀπολύσεως τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ἀδελφὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, παραβάλλει αὐτὸν πρὸς τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὸν Προφήτη Ἠλία καὶ τὸν Σαμυήλ, τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο.
Ὁ Μέγας Βασίλειος κατέλιπε πλῆθος σπουδαιοτάτων συγγραμμάτων, ἀπὸ τὰ ὁποία, εὐτυχῶς, τὰ περισσότερα διασώθηκαν μέχρι σήμερα. Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία τὸ μεγαλύτερο ἔργο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία αὐτοῦ, ποὺ τελεῖται καὶ σήμερα σὲ καθορισμένες ἡμέρες τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους: τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τὶς παραμονὲς τῶν τριῶν μεγάλων Δεσποτικῶν ἑορτῶν, Χριστουγέννων, Θεοφανείων καὶ Πάσχα (Μέγα Σάββατο), τὶς πέντε Κυριακὲς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ τὴ Μεγάλη Πέμπτη. Κατὰ παλαιότερη διάταξη, ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἐτελεῖτο καὶ κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς καὶ κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Τὸ πρῶτο δογματικὸ ἔργο, τὸ ὁποῖο συνέγραψε ὁ Ἅγιος, ἔχει τὸν τίτλο «Ἀνατρεπτικὸς τοῦ ἀπολογητικοῦ τοῦ δυσσεβοὺς Εὐνομίου». Περίφημα εἶναι καὶ τὰ ἀσκητικά, τὰ δογματικά, τὰ παιδαγωγικὰ συγγράμματα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὡς καὶ τὰ κηρύγματα, οἱ ὁμιλίες καὶ οἱ ἐπιστολὲς αὐτοῦ. Μέσα ἀπὸ αὐτὰ καταδεικνύεται ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος ἦταν στὴν πραγματικότητα ὀργανωτὴς τῆς κοινωνικῆς καὶ ἠθικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, στηρίζοντας τὴν ἠθικὴ δεοντολογία του, κυρίως στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ εἰδικότερα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἡ Ἁγία Γραφὴ γιὰ τὸν Μέγα Βασίλειο ἦταν τὸ ὑπέρτατο δογματικὸ κριτήριο καὶ ἀποτελοῦσε καθ’ ἑαυτὴν μυστήριο θείας οἰκονομίας καὶ ἀνθρώπινης σωτηρίας. Γι’ αὐτὸ καὶ θεωροῦσε τὴν Ἁγία Γραφὴ ὡς θεόπνευστο βιβλίο, προερχόμενο ἐκ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ κατὰ συνέπεια θεωροῦσε ἀπαραίτητο γιὰ τὴν ὀρθὴ κατανόηση τοῦ περιεχομένου αὐτῆς τὸ χάρισμα τῆς πνευματικῆς διακρίσεως. Ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο, πρέπει νὰ γίνεται μὲ βαθειὰ πίστη καὶ μέσα στὴν κοινότητα τῶν πιστῶν. Ἡ ἑρμηνεία δὲ αὐτῆς ἀπέβλεπε κυρίως στὴν οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν καὶ τὴ σωτηρία αὐτῶν. Γι’ αὐτὸ ἡ παράδοση τῆς πίστεως, ὅπως αὐτὴ παραδόθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἦταν ἀπαραίτητος ὁδηγὸς στὴν ἑρμηνεία καὶ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’.
Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου, ὡς δεξαμένην τὸν λόγον σου· δι' οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας. Βασίλειον ἱεράτευμα, Πάτερ Ὅσιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὥφθης βάσις ἄσειστος τῇ Ἐκκλησίᾳ, νέμων πᾶσιν ἄσυλον, τὴν κυριότητα βροτοῖς, ἐπισφραγίζων σοῖς δόγμασιν, Οὐρανοφάντορ Βασίλειε Ὅσιε.
Μεγαλυνάριον.
Τὸν οὐρανοφάντορα τοῦ Χριστοῦ, μύστην τοῦ Δεσπότου, τὸν φωστῆρα τὸν φαεινόν, τὸν ἐκ Καισαρείας, καὶ Καππαδόκων χώρας, Βασίλειον τὸν μέγαν, πάντες τιμήσωμεν.
Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010
Κοπή πρωτοχρονιάτικης βασιλόπιτας στην Ι. Αρχιεπισκοπή Αθηνών και την Ιερά Σύνοδο.
Η ιστορία της Βασιλόπιτας
Η ιστορία συνέβη πριν 1500 χρόνια περίπου στην πόλη Καισάρειας της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία.
Ο Μέγας Βασίλειος ήταν Δεσπότης της Καισάρειας και ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του.
Κάποια μέρα όμως ο βασιλιάς Ουάλης τύραννος της περιοχής, ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της Καισάρειας, αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη, για να την κατακτήσει. Ο Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη. Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο βασιλιάς αποφασισμένος περικύκλωσε αμέσως την Καισάρεια με το στρατό του. Μπήκε με την ακολουθία του και ζήτησε να δει το Δεσπότη.
Με θράσος και θυμό ο αδίστακτος βασιλιάς απαιτούσε το χρυσάφι της πόλης. Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε ότι οι άνθρωποι της πόλης του δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από πείνα και φτώχια. Ο στρατηγός με το που άκουσε αυτά τα λόγια θύμωσε ακόμα περισσότερο και άρχισε να απειλεί το Μέγα Βασίλειο ότι θα τον εξορίσει πολύ μακριά από τη πατρίδα του. Οι χριστιανοί της Καισάρειας αγαπούσαν πολύ το Δεσπότη τους και θέλησαν να τον βοηθήσουν. Μάζεψαν λοιπόν από τα σπίτια τους ό,τι χρυσαφικά είχαν και του τα πρόσφεραν, ώστε δίνοντας τα στο σκληρό βασιλιά να σωθούν. Στο μεταξύ ο ανυπόμονος Ουάλης διέταξε αμέσως το στρατό του να επιτεθεί στο φτωχό λαό της πόλης.
Ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη του, προσευχήθηκε και μετά παρουσίασε στο βασιλιά ό,τι χρυσαφικά είχε μαζέψει μέσα σε ένα σεντούκι. Τη στιγμή όμως που ο βασιλιάς πήγε να ανοίξει το σεντούκι και να αρπάξει τους θησαυρούς, έγινα το θαύμα ! Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη και αμέσως μετά ένα λαμπρό καβαλάρη να ορμάει με το στρατό του επάνω στο σκληρό Ουάλη και στους δικούς του. Σε ελάχιστο χρόνο ο κακός βασιλιάς και οι δικοί του αφανίστηκαν. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος και οι στρατιώτες του οι Άγγελοι.
Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισάρειας. Τότε όμως ο Δεσπότης της Ο Μέγας Βασίλειος, βρέθηκε σε δύσκολη θέση!
Θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης και η μοιρασιά να είναι δίκαιη, δηλαδή να πάρει ο καθένας ό,τι ήταν δικό του. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Προσευχήθηκε λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος και ο Θεός τον φώτισε τι να κάνει. Κάλεσε τους διακόνους και τους βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια, όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα έβαζαν και λίγα χρυσαφικά. Όταν αυτά ετοιμαστήκαν, τα μοίρασε σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισάρειας. Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η έκπληξη τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό κι έβρισκε μέσα χρυσαφικά. Ήταν λοιπόν ξεχωριστό ψωμάκι, η Βασιλόπιτα. Έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία μαζί. Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη Βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την Πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου Βασιλείου.
Η Βασιλόπιτα Αγιοβασιλιάτικο έθιμο πολλών αιώνων, μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, για να μας θυμίζει την Αγάπη και την Καλοσύνη Αυτού Του Αγίου.
Ὁσία Μελάνη ἡ Ρωμαία και ο Ἅγιος Ζωτικὸς ὁ Ὀρφανοτρόφος (31 Δεκεμβρίου).
Ἔζησε στὰ χρόνια ποὺ βασιλιὰς ἦταν ὁ Ὀνώριος, δεύτερος γιὸς τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου. Οἱ γονεῖς της, εὐγενεῖς καὶ πλούσιοι, τὴν πάντρεψαν σὲ μικρὴ ἡλικία καὶ ἀπέκτησε δύο παιδιά. Ὅμως μεγάλες δοκιμασίες τὴν περίμεναν. Τὴν μητρική της καρδιὰ σπάραξε ὁ θάνατος τῶν δυὸ παιδιῶν της. Μετὰ ἀπὸ λίγο καὶ ἐντελῶς ξαφνικά, πέθανε καὶ ὁ σύζυγός της. Καὶ γιὰ νὰ γεμίσει τὸ πικρὸ ποτήρι τῆς λύπης, χάνει καὶ τοὺς γονεῖς της. Οἱ στιγμὲς δύσκολες. Ποιὸς θὰ τὴν παρηγορήσει; Μὰ ποιὸς ἄλλος; Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ λέει: «τῇ ἐλπίδι χαίροντες, τῇ θλίψει ὑπομένοντες, τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες». Δηλαδή, ἡ ἀκλόνητη ἐλπίδα σας στὰ μέλλοντα ἀγαθά, νὰ σᾶς γεμίζει χαρὰ καὶ νὰ σᾶς ἐνισχύει γιὰ νὰ δείχνετε ὑπομονὴ στὴν θλίψη. Καὶ νὰ ἐπιμένετε στὴν προσευχή, συνεχίζει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ λαμβάνετε σπουδαία βοήθεια στὶς δύσκολες περιστάσεις τῆς ζωῆς σας.
Ἔτσι καὶ ἡ Μελάνη, ἀδιάφορη γιὰ τὶς κοσμικὲς ἀπολαύσεις, ἀποσύρθηκε σὲ ἕνα ἐξοχικό της κτῆμα, ὅπου ἀφοσιώθηκε στὴν μελέτη καὶ τὴν προσευχή. Ἐκεῖ ἐπίσης καλλιγραφοῦσε ἱερὰ βιβλία καὶ τὰ ἔδινε νὰ τὰ διαβάζουν οἱ πιστοί. Διέθεσε ὅλη της τὴν περιουσία γιὰ τὴν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν καὶ ἀσθενῶν.
Καὶ ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε πολλοὺς τόπους βοηθώντας τοὺς πάσχοντες, κατέληξε στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου καὶ πέθανε ἀπὸ πλευρίτιδα.
Ὁ δὲ Σ. Εὐστρατιάδης γράφει τὰ ἑξῆς γιὰ τὴν Ἁγία αὐτή: «...Αὐτὴ ἣν ἐπὶ τῆς βασιλείας Ὀνωρίου (395 – 423), Ρωμαία πλούσια καὶ ἐκ γένους περιφανοῦς καὶ ἐνδόξου. Συζευχθεῖσα παρὰ τὴν θέλησιν αὐτῆς, ἀπεσύρθη μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῶν δύο αὐτῆς τέκνων εἰς ἐν προάστειον τῆς Ρώμης, ἐπιμελουμένη τῶν πτωχῶν, ὑποδεχόμενη τοὺς ξένους, ἐπισκεπτόμενη τοὺς ἐξόριστους καὶ ἐν φυλακαὶς καὶ θεραπεύουσα τοὺς νοσοῦντας. Μετὰ τὴν ἐκποίησιν τῶν κτημάτων αὐτῆς καὶ διανομὴν τῶν προσόντων εἰς μονὰς καὶ ἐκκλησίας, διὰ τῆς Ἀφρικῆς καὶ Ἀλεξανδρείας κατέλαβε τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐνεκλείσθη εἰς πενιχρὸν κελλίον ἐκεῖ ἔκτισε καὶ μονὴν εἰς ἣν συνήγαγεν ἐνενήκοντα παρθένους, ἐξ ἰδίων διὰ τὴν διατροφὴν αὐτῶν δαπανώσα, μικρὸν ἀσθενήσασα ἐκ πλευρίτιδας, μετέλαβε τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ Ἐπισκόπου Ἐλευθερουπόλεως καὶ ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ".
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ πλούτου σκορπίσασα, τὰς μυριάδας σεμνή, τὸν πλοῦτον τῆς χάριτος, δι’ ἐναρέτου ζωῆς, Ὁσία ἐπλούτησας· σὺ γὰρ δι’ ἐγκρατείας, καὶ ζωῆς ἰσαγγέλου, σκεῦος τοῦ Παρακλήτου, ἐπαξίως ἐδείχθης· διὸ σὲ μακαρίζομεν, Μελάνη θεόληπτε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῇ ἰσαγγέλῳ πολιτείᾳ σου δοξάσασα
Μῆτερ Μελάνη τὸν λαμπρῶς σε θαυμαστώσαντα
Οὐρανίου κατηξίωσαι εὐκληρίας.
Ἀλλ’ ὡς θείας ἀπολαύουσα λαμπρότητος
Σκοτασμοῦ ἁμαρτιῶν ἡμᾶς ἀπάλλαξον
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Μῆτερ ἰσάγγελε.
Μεγαλυνάριον.
Ἔρωι τῷ θείῳ τὴν σὴν ψυχήν, πτερώσασα Μῆτερ, ἠγωνίσω ἀσκητικῶς, καὶ ἀντί τοῦ πλούτου, τοῦ ἐπιγείου εὗρες, Μελάνη μακαρία, ὄλβον οὐράνιον.
Γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε στὴν Ρώμη, ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια, μὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ παιδεία. Τὸν στόλιζε πολλὴ φιλανθρωπία καὶ τὸν διέκρινε ἡ εἰλικρινὴς προσπάθεια στὸ νὰ ὑπηρετεῖ τὸν Χριστό, πράττοντας τὶς ἐντολές Του. Γι’ αὐτά του τὰ χαρίσματα, ὁ Ζωτικὸς ἦταν πολὺ ἀγαπητὸς στὸν Μεγάλο Κωνσταντῖνο (330 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔκτισε τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν ἀνέδειξε πρωτεύουσα τοῦ κράτους του, προσκάλεσε σ’ αὐτὴν τὸν Ζωτικὸ μὲ ἄλλους εὐσεβεῖς ἄνδρες, γιὰ νὰ τοὺς ἔχει ἐκεῖ πολύτιμους ἐργάτες τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης.
Ὁ Ἅγιος Ζωτικός, διακρίθηκε κυρίως στὴν περιποίηση τῶν λεπρῶν. Τοὺς ὁποίους πλησίαζε χωρὶς φόβο, δίνοντας σ’ αὐτοὺς βοηθήματα καὶ παρηγοροῦσε τὴν δυστυχία τους μὲ ἀδελφικὴ ἀφοσίωση. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ὁ γιός του Κωνστάντιος, ἀκολούθησε ἄλλους δρόμους καὶ κακομεταχειρίστηκε τὸν Ζωτικό, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ φιλάνθρωπος αὐτὸς ἄνδρας, νὰ πεθάνει ἀπὸ τὶς κακουχίες καὶ τὶς ταλαιπωρίες.
Ἀλλὰ ὁ θάνατός του, κίνησε τὴν μετάνοια τοῦ Κωνσταντίου. Ἀφοῦ μεταμελήθηκε, τίμησε τὴν μνήμη του κτίζοντας ἕνα λεπροκομεῖο γιὰ τὴν περίθαλψη τῶν λεπρῶν. Καὶ τὸ προίκισε μὲ πολλὰ κτήματα καὶ εἰσοδήματα.
Ἀπὸ τότε, πολλοὶ αὐτοκράτορες, ὅπως ὁ Κωνσταντῖνος Ζ’ ὁ Πορφυρογέννητος (945), ὁ Ἰωάννης ὁ Τσιμισκὴς (963 – 976), ὁ Ρωμανὸς ὁ Γ’ (1028 – 1034), ἐξασφάλιζαν τὴν καλὴ λειτουργία του καὶ ἐξυπηρετοῦσε πλῆθος λεπρῶν, χάρη στὴν ἀρχικὴ φιλανθρωπικὴ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Ζωτικοῦ.
Ἀπόδοσις ἑορτῆς τῆς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ( 31 Δεκεμβρίου).
Ἀπόδοση τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Ὀρθοδοξίας μας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ χρόνων ἐπέκεινα, καὶ τῶν αἰώνων Θεός, τὴν δέησιν πρόσδεξαι, τῇ συμπληρώσει Χριστέ, τοῦ ἔτους δεόμεθα, θείαν ἰσχύν δὲ δίδου, ἐν εἰρήνῃ τελέσαι, ἅμα καὶ εὐσεβείᾳ τὸ ἀρχόμενον ἔτος, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εἰς τὸ τέλος φθάσαντες, τοῦ χρόνου μόνε Οἰκτίρμον, τὴν σὴν ἀτελεύτητον, ὑμνοῦμεν χάριν ἀπαύστως· πάντας γὰρ, ἐκ πάσης βλάβης θᾶττον ἐρρύσω, δίδου δέ, καὶ τὰ ἐλέη σου δυσωποῦμεν, τῷ ἐνιαυτῷ τῷ νέῳ, τοῖς προσκυνοῦσι τὴν δυναστείαν σου.
Μεγαλυνάριον.
Τῇ τοῦ χρόνου λήξει Χριστὲ Σητήρ, διάρρηξον Λόγε, τῶν ἀμέτρων ἁμαρτιῶν, ἡμῶν τὸ δελτίον, καὶ χάριτος ἁγίας, ἡμῶν τὰς διανοίας πλήρωσον Κύριε.
Σε χειρουργική επέμβαση για την τοποθέτηση εμφυτεύματος υποβλήθηκε ένα κοριτσάκι 4 ετών με δαπάνες της Ι. Αρχιεπισκοπής.
Σε χειρουργική επέμβαση για την τοποθέτηση κοχλυακού εμφυτεύματος υπεβλήθη στις 29 Δεκεμβρίου ένα κοριτσάκι 4 ετών. Τη δαπάνη για το εμφύτευμα, ύψους τριάντα χιλιάδων ευρώ, κατέβαλε το Γενικό Φιλόπτωχο Ταμείο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών μετά από δισκοφορία που έγινε για το σκοπό αυτό στους Ναούς της Ι. Αρχιεπισκοπής τον περασμένο Νοέμβριο. Την επέμβαση πραγματοποίησε αφιλοκερδώς ο καθηγητής κ. Νικ. Μαραγκός, ενώ τα λοιπά χειρουργικά και νοσηλευτικά έξοδα ήταν χορηγία του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών, όπου και πραγματοποιήθηκε η επέμβαση.
Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010
Τιμητικά βραβεία στους νέους που διακρίθηκαν στους καλλιτεχνικούς διαγωνισμούς "Νέοι - Εκκλησία - Πολιτισμός" απένειμε ο Μακαριώτατος.
Τελετή ορκωμοσίας του νέου δημάρχου, των μελών του νέου Δημοτικού Συμβουλίου και των Συμβουλίων Δημοτικών Κοινοτήτων
Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων - Ιερά Μονή Παναγίας Πελεκητής.
Ομοιάζει να κρέμεται κυριολεκτικά επάνω από τον κόσμο, ενώ κάτω από αυτήν απλώνονται πανοραμικά τοπία άφθαστης ομορφιάς και ποικιλίας, με αποκορύφωμα την γραφική λίμνη Πλαστήρα. Την επωνυμία «Πελεκητή» οφείλει στο βράχο επάνω στον οποίο είναι κτισμένη, που κατά την παράδοση «πελεκίσθηκε» με ξύλινα εργαλεία, μετά από υπόδειξη της Κυρίας Θεοτόκου στους τεχνίτες της.
Η ίδρυση της Μονής άρχισε πιθανότατα στα τέλη του 15ου αιώνος από τον Πνευματικό Πορφύριο και ολοκληρώθηκε το 1529 στη σημερινή της μορφή από το Νέο Οσιομάρτυρα Δαμιανό, ο οποίος ιστορείται ως «κτίτωρ» σε δύο τοιχογραφίες της. Αποτελούμενη από δύο Ναούς και άλλα πολλά κτίσματα (ηγουμενείο, κελλιά, τράπεζα, αποθήκες, κρυφό σχολείο, κ.α.), ομοιάζει με αληθινό φρούριο.
Το Καθολικό είναι ο κεντρικός και αρχαιότερος Ναός, αφιερωμένος στην Ανάληψη του Κυρίου. Είναι μονόκλιτη βασιλική με νάρθηκα, στεγασμένη με κυλινδρική καμάρα, με ενισχυτικό τόξο στο μέσο. Σύμφωνα με σχετική επιγραφή που υπάρχει εντός του Ναού, αγιογραφήθηκε το 1654 από τους αγιογράφους Ιωάννη, Νικόλαο Ιερέα και Ιάκωβο Ιερομόναχο.
Ο δεύτερος Ναός είναι αφιερωμένος στην Παναγία Φανερωμένη. Είναι αθωνικού ρυθμού, με τρούλο και πλευρικούς χορούς, χωρίς εσωτερικούς κίονες. Οι τοιχογραφίες, όπως προκύπτει από σχετική επιγραφή που υπάρχει επάνω από τη θύρα εισόδου, ιστορήθηκαν το 1666. Ανιστορήθηκαν το 1674 από τους αγιογράφους Ιάκωβο και το γιο του Δημήτριο.
Η Μονή γενικώς διακοσμήθηκε με θαυμάσιες βυζαντινές τοιχογραφίες υψηλής τέχνης, με αυστηρές μορφές και ζωηρά χρώματα. Είναι θαυμαστές κυρίως για την αδρή εκφραστικότητα των αγίων που εικονίζονται. Ιδιαίτερα αξιόλογο για τη διακοσμητική του αρμονία είναι και το ξυλόγλυπτο τέμπλο της. Περίπυστη είναι η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας Οδηγητρίας.
Μεγάλη ήταν η αίγλη της κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Αναγνωρίσθηκε ως Σταυροπηγιακή Μονή το 1606 από τον Οικ. Πατριάρχη Ραφαήλ Β’. Εντός αυτής λειτουργούσε κρυφό σχολείο. Σημαντικός υπήρξε και ο αγώνας των Μοναχών για την απελευθέρωση της Καρίτσας από τους Τούρκους το 1830.
Για την ένδοξη αυτή ιστορία της, έχει ανακηρυχθεί «Ιστορικό Διατηρητέο Μνημείο». Δυστυχώς όμως, από τον πλούτο των εκκλησιαστικών κειμηλίων και της σπάνιας βιβλιοθήκης της, ελάχιστα σήμερα διασώζονται.
Η Μονή πανηγυρίζει στις 15 Αυγούστου, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Προσφάτως έχει ανακαινισθεί και αξιοποιηθεί συγκεντρώνοντας πλήθος προσκυνητών, μέσα στο φορτισμένο από τη λατρεία τόσων αιώνων βαθιά κατανυκτικό περιβάλλον της.
Σήμερα η μοναστική αδελφότητα αποτελείται από 1 μοναχό.
από Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων
Ιερά Μητρόπολις Δημητριάδος και Αλμυρού - Εορτή Αγίου Βασιλείου .
Την μνήμη του Αγίου Βασιλείου, Επισκόπου Καισαρείας της Καππαδοκίας, του Ουρανοφάντορος και Μεγάλου, θα τιμήσει και φέτος η τοπική Εκκλησία, με επίκεντρο τον Ομώνυμο Ιερό Ναό του Βόλου. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, στις 6 μ.μ. θα τελεστεί ο Μέγας Πανηγυρικός Εσπερινός, ενώ την Αγιώνυμο ημέρα, την πρωτοχρονιά, θα τελεστεί πανηγυρική Θεία Λειτουργία. Των Ιερών Ακολουθιών θα προεξάρχει ο Σεβ. Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος, ο οποίος θα κηρύξει και τον Θείο Λόγο.
Ιερά και Αποστολική Μητρόπολις Βεροίας, Ναούσης καί Καμπανίας - Ποιμαντορική Εγκύκλιος για το νέο έτος 2011,
† ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ
ἐλέῳ Θεοῦ Ἐπίσκοπος καί Μητροπολίτης
τῆς Ἰερᾶς καί Ἁποστολικῆς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης καί Καμπανίας
ΠΡΟΣ
Τόν ἱερόν κλῆρον καί τόν εὐσεβῆ λαόν τῆς καθ᾽ἡμᾶς θεοσώστου Ἐπαρχίας
«Ἐλθέτω δή ἐφ’ ἡμᾶς ἡ βασιλεία σου … βασιλεία χρηστότητος, δικαιοσύνης καί εἰρήνης».
Στήν ἀφετηρία ἑνός ἔτους μᾶς καλεῖ καί πάλι, ἀδελφοί μου, ἡ Ἐκκλησία μας νά ἑνώσουμε τίς ψυχές μας καί τίς φωνές μας καί νά ἀπευθυνθοῦμε πρός τόν φιλάνθρωπο καί οἰκτίρμονα Θεό, τόν «καιρούς καί χρόνους ἐν τῇ ἰδίᾳ αὐτοῦ ἐξουσίᾳ θέμενον».
Μᾶς καλεῖ νά τοῦ ζητήσουμε τή βασιλεία του, μᾶς καλεῖ, δηλαδή, νά ἀνοίξουμε τίς ψυχές μας, νά ἀνοίξουμε τίς οἰκογένειές μας, νά ἀνοίξουμε τήν κοινωνία μας καί τόν κόσμο γιά νά ἔλθει ὁ Θεός ἀνάμεσά μας· γιά νά ἔλθει ἡ χάρη του καί νά κατοικήσει στίς ψυχές μας· γιά νά ἔλθει τό πνεῦμα του καί νά μᾶς μεταμορφώσει σέ τέκνα του· γιά νά ἔλθει τό φῶς του καί νά καταυγάσει τή ζωή μας· γιά νά ἔλθει ἡ ἀγάπη του καί νά πληρώσει τήν ὕπαρξή μας.
Μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία μας νά δεχθοῦμε τόν Θεό σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις καί τίς λειτουργίες τοῦ δημοσίου καί τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου μας, στούς θεσμούς, στίς ὑπηρεσίες, στούς χώρους ἐργασίας, στά ἱδρύματα καί στά σχολεῖα, γιατί ἡ παρουσία του μπορεῖ νά κατευθύνει τή σκέψη καί τή δράση μας, μπορεῖ νά καθοδηγήσει τίς ἐπιλογές καί τίς ἀποφάσεις μας, μπορεῖ νά ἐπηρεάσει τή στάση μας, μπορεῖ νά ἀλλοιώσει τή συμπεριφορά μας, μπορεῖ νά μεταβάλλει τά πάντα πρός τό ἀγαθό καί πρός τό ἀληθινό μας συμφέρον. Διότι ἡ βασιλεία του, γιά τήν ὁποία προσευχόμεθα, καί ἡ παρουσία του, τήν ὁποία ζητοῦμε, εἶναι βασιλεία χρηστότητος, δικαιοσύνης καί εἰρήνης. Καί αὐτά ἀκριβῶς τά τρία στοιχεῖα εἶναι πού λείπουν ἀπό τόν κόσμο μας, ἀδελφοί μου.
Εἶναι τά τρία στοιχεῖα τῶν ὁποίων ἡ ἔλλειψη κάνει τήν ἀνθρώπινη κοινωνία ἀπάνθρωπη. Εἶναι τά τρία στοιχεῖα τῶν ὁποίων ἡ ἔλλειψη ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο σέ ἐπιλογές πού δέν λαμβάνουν ὑπόψη τους οὔτε τόν συνάνθρωπο, οὔτε τό περιβάλλον, οὔτε τή φύση. Εἶναι τά τρία στοιχεῖα τῶν ὁποίων ἡ ἔλλειψη ἔχει καταστροφικές ἐπιπτώσεις στή ζωή καί τήν ἐξέλιξη τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου.
Ὅταν ἡ χρηστότης συκοφαντεῖται καί ἀπουσιάζει ἀπό τίς πράξεις καί τίς ἐνέργειες τῶν ἀνθρώπων, δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει δικαιοσύνη οὔτε στίς διαπροσωπικές σχέσεις τῶν ἀνθρώπων οὔτε στίς κοινωνικές σχέσεις τῶν ὁμάδων οὔτε διεθνεῖς σχέσεις τῶν λαῶν. Διότι ἡ δικαιοσύνη ἑδράζεται στήν ἀρετή καί στηρίζεται στίς ἀξίες πού συναποτελοῦν τή χρηστότητα, καί δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξει χωρίς αὐτές, ἀκόμη καί ὅταν ὑπάρχουν οἱ καλύτεροι νόμοι καί οἱ καλύτερες συνθῆκες.
῞Οταν ἡ δικαιοσύνη στήν κοινωνία καί τόν κόσμο ὑπηρετεῖται ἀπό πρόσωπα πού στεροῦνται χρηστότητος, μεταβάλλεται σέ τυφλή ἐφαρμογή τῶν νόμων, πού πολλές φορές παραβλέπει τίς ἀνθρώπινες ἀνάγκες καί παραγνωρίζει τήν ἰδιοπροσωπία.
Ὅταν ἡ χρηστότητα καί ἡ δικαιοσύνη μεταβάλλονται σέ ἔννοιες χωρίς περιεχόμενο, γιατί λείπει ἀπό αὐτές ἡ ἔννοια τοῦ Θεοῦ, τότε δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει πραγματική εἰρήνη, μία εἰρήνη πού ξεπερνᾶ τήν ἐπίφαση τῶν νόμων καί τῶν συνθηκῶν καί ἀγγίζει τήν ψυχή καί τή ζωή τῶν ἀνθρώπων.
Ἀδελφοί μου, σέ μία ἐποχή κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἀβεβαιότητα καί ἀνασφάλεια γιά τό παρόν καί τό μέλλον του, ὁ Θεός μᾶς προσφέρει σήμερα μία ἐλπίδα καί μία προοπτική· τήν ἐλπίδα καί τήν προοπτική τοῦ νέου χρόνου πού μᾶς χαρίζει· τήν ἐλπίδα καί τήν προοπτική ὅτι ὁ χρόνος αὐτός μπορεῖ νά φέρει στόν καθένα ἀπό ἐμᾶς, στήν πατρίδα μας καί στόν κόσμο ὁλόκληρο ὅ,τι χρειαζόμαστε, ὄχι γιά νά ζήσουμε μέ περισσότερο πλοῦτο καί περισσότερη λάμψη, ἀγαθά πού γρήγορα ἐξαφανίζονται, ἀλλά γιά νά ζήσουμε μέ χρηστότητα, δικαιοσύνη καί εἰρήνη.
Αὐτές εὔχομαι νά κυριαρχήσουν καί στή ζωή ὅλων μας μαζί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἐπικαλοῦμαι γιά ὅλους σας ἐπαναλαμβάνοντας τήν εὐχή: «Ἐλθέτω δή ἐφ’ ἡμᾶς ἡ βασιλεία σου, Κύριε, βασιλεία χρηστότητος, δικαιοσύνης καί εἰρήνης».
Διάπυρος πρός τόν Θεόν εὐχέτης
Ὁ Μητροπολίτης
† ὁ Βεροίας, Ναούσης καί Καμπανίας ΠαντελεήμωνἉγία Ἀνυσία ἡ Ὁσιομάρτυς και ο Ἅγιος Γεδεὼν ὁ Νέος Ὁσιομάρτυρας (30 Δεκεμβρίου).
Ἡ Ἁγία Ἀνυσία, ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (298 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἦταν θυγατέρα γονέων εὐσεβῶν καὶ πολὺ πλουσίων. Ὅταν πέθαναν οἱ γονεῖς της, ἡ Ἀνυσία στάθηκε κυρία τοῦ ἐαυτοῦ της. Οὔτε τὰ πλούτη ποὺ κληρονόμησε τὴν μέθυσαν, οὔτε ἡ ὀρφάνια της τὴν παρέσυρε. Ἀλλὰ μὲ φρόνηση καὶ ἐγκράτεια, προσπαθοῦσε πάντα νὰ μαθαίνει «τί ἐστὶν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ». Τί δηλαδή, εἶναι εὐχάριστο καὶ εὐπρόσδεκτο στὸν Κύριο.
Ἡ εὐσέβειά της αὐτή, τὴν ἔκανε γνωστὴ στοὺς εἰδωλολάτρες. Μιὰ φορὰ λοιπόν, ἐνῶ πήγαινε στὴν ἐκκλησία, τὴν συνάντησε κάποιος εἰδωλολάτρης στρατιώτης. Ἀφοῦ τὴν ἔπιασε βίαια, τὴν ἔσυρε στοὺς βωμοὺς τῶν εἰδώλων καὶ τὴν πίεζε νὰ θυσιάσει στοὺς Θεούς. Ἡ Ἀνυσία ὁμολόγησε ὅτι πιστεύει στὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, καὶ Αὐτὸν ἀγωνίζεται νὰ εὐχαριστεῖ κάθε μέρα. Ὁ στρατιώτης ἐξαγριωμένος, ἄρχισε νὰ βλασφημεῖ τὸ Θεὸ καὶ τότε ἡ Ἀνυσία τὸν ἔφτυσε στὸ πρόσωπο.
Ντροπιασμένος αὐτός, ἔσυρε τὸ σπαθί του καὶ διαπέρασε τὰ πλευρά της. Ἔτσι ἡ Ἀνυσία, πῆρε τὸ ἁμαράντινο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Χριστὸν ποθήσασα, ἀπὸ νεότητος, αὐτοῦ τοῖς ἴχνεσι, κατηκολούθησας, ἐν ἀρεταῖς ἀσκητικαῖς ἐκλάμπουσα Ἀνυσία· ὅθεν καὶ ἀθλήσασα, πρὸς νυμφῶνα οὐράνιον, χαίρουσα ἀνέδραμες, ὡς παρθένος θεόληπτος, πρεσβεύουσα ὑπὲρ τῶν βοώντων· χαῖρε σεμνὴ Ὁσιομάρτυς.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας χάρισι, κεκοσμημένη Ὁσία, μαρτυρίου ἤνυσας, γνώμῃ ἀνδρείᾳ τὸ σκάμμα· ὅθεν σε, διπλοῖς στεφάνοις ὁ σὸς Νυμφίος ἔστεψεν, ὁ κατ’ ἀξίαν νέμων τὰ γερά· ὃν δυσώπει Ἀνυσία, ὑπὲρ τῶν πίστει ἀνευφημούντων σε.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς Θεσσαλονίκης θεῖος βλαστός, καὶ ἄμωμος νύμφη, τοῦ Παντάνακτος Ἰησοῦ, ὤφθης Ἀνυσία, ἀσκήσει καὶ ἀθλήσει, ἐχθρὸν καταβαλοῦσα, τὸν πολυμήχανον.
Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κάπουρνα τῆς Δημητριάδος (Νομὸς Μαγνησίας). Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του, ὀνομάζονταν Αὐγερινὸς καὶ Κυράτζα.
Ὁ Γεδεών, κατὰ κόσμον Νικόλαος, δώδεκα χρονῶν μὲ τὴν οἰκογένειά του ἦλθε στὸ χωριὸ Γιερμὴ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Βελεστῖνο, ὅπου ἐργαζόταν κοντὰ στὸν θεῖο του. Τὸν ἅρπαξε ὅμως κάποιος Τοῦρκος καὶ τὸν ἐξισλάμισε μὲ τὸ ὄνομα Ἰμπραήμ. Ἀλλὰ ὁ Νικόλαος, κατόρθωσε καὶ δραπέτευσε καὶ ἐπανῆλθε στὴν οἰκογένειά του. Ὁ πατέρας του τὸν φυγάδευσε στὸ χωριὸ Κεραμίδι, ὅπου κοντὰ σὲ κάποιους οἰκοδόμους πῆγε στὴν Κρήτη. Ἐκεῖ ἐξομολογήθηκε σὲ κάποιον ἱερέα καὶ βρῆκε ἄσυλο στὸ ἐξωκλήσι του.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἱερέα, ὁ Νικόλαος ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ πάλι ἐξομολογήθηκε, ἔλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ στὴ Μονὴ Καρακάλου, ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Γεδεών.
Στὴν Μονὴ αὐτὴ ἔμεινε 35 χρόνια. Μὲ τὸν πόθο ὅμως τοῦ μαρτυρίου, ἦλθε στὸ Βελεστίνο, ὅπου μέσα στὴν ἀγορὰ μὲ θάρρος ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Διωκόμενος ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἦλθε στὴν Ἀγυϊά, ὅπου συνελήφθη. Οἱ Τοῦρκοι, ἀφοῦ τὸν διαπόμπευσαν στοὺς δρόμους τοῦ Τιρνάβου, κατόπιν τοῦ ἔκοψαν τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἔριξαν στὰ ἀποχωρητήρια.
Ἐκεῖ, μέσα σὲ φρικτοὺς πόνους, παρέδωσε τὸ πνεῦμά του στὶς 30 Δεκεμβρίου 1818. Ἡ τίμια κάρα τοῦ μάρτυρα, ἀποθησαυρίστηκε στὴν ἁγία Τράπεζα τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τοῦ Τυρνάβου, Παναγίας Φανερωμένης.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίων ἰσότιμος, καὶ Ἀθλητῶν κοινωνός, καὶ θεῖον ἀγλάϊσμα, τῆς Καρακάλλου Μονῆς, ἐδείχθης μακάριε· σὺ γὰρ στερρῶς ἀθλήσας, τὸν ἐχθρὸν ἐτροπώσω· ἔνθεν Ὁσιομάρτυς, Γεδεὼν ἐδοξάσθης, πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων, ἡμῶν τῶν εὐφημούντων σε.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν ἀσκήσει πρότερον, ἐνδιαπρέψας θεόφρον, τῇ ἀθλήσει ὕστερον, θεοπρεπῶς ἐδοξάσθης· πόνοις γάρ, ἐγκαρτερήσας τοῖς ἀφορήτοις, ᾔσχυνας, ἐχθροῦ εἰς τέλος τὰς μεθοδείας· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Ὁσιομάρτυς Γεδεὼν ἔνδοξε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής· χαίροις τῶν Μαρτύρων, θιασώτης καὶ ζηλωτής· ἐν γὰρ ἀμφοτέροις, νομίμως διαπρέψας, Ὁσιομάρτυς ὤφθης, Γεδεὼν ἔνθεος.
Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010
Ὅσιος Μάρκελλος (29 Δεκεμβρίου),
Πέτυχε στὴν ζωή του διότι μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ κατάλαβε, ὅτι οἱ κοσμικὲς λαμπρότητες φαίνονται καὶ ἀφανίζονται ὅπως τὰ ἄνθη. Καὶ εἶχε τὴν πεποίθεση ὅτι ζωὴ ἀληθινὴ καὶ κερδισμένη εἶναι μόνο ἐκείνη, ποὺ ἀφιερώνεται στὴν ὑπηρεσία τοῦ καλοῦ, ἐπάνω στὸν δρόμο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Μάρκελλος ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα, ἐπὶ πατριαρχείας Γενναδίου τοῦ Α’ (458 – 471) καὶ βασιλέως τοῦ Λέοντα Α’ τοῦ Μακέλλη. Ἡ καταγωγὴ τοῦ Μάρκελλου ἦταν ἀπὸ τὴ Συρία καὶ ἡ οἰκογένειά του ἦταν ἀρκετὰ πλούσια. Ἐπειδὴ οἱ γονεῖς του ἀγαποῦσαν τὰ γράμματα, στόλισαν τὸν γιό τους μὲ πολλὴ παιδεία. Ἀλλὰ ἡ καρδιὰ τοῦ νέου, εἶχε μέσα της ζωηρὴ καὶ ἀκοίμητη τὴν φλόγα τῆς εὐσεβείας. Τὰ κοσμικὰ ἀξιώματα δὲν τὸν ἐνδιέφεραν.
Μὲ τέτοιες διαθέσεις πῆγε στὴν Ἔφεσο, ὅπου μπῆκε σὲ μοναστήρι καὶ ἔγινε μοναχός. Ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴ Μονὴ Ἀκοιμήτων, ὅπου ἡγούμενος ἦταν ὁ Ἀλέξανδρος. Ἐκεῖ, γρήγορα διακρίθηκε γιὰ τὶς ἀρετές του καὶ ἀγαπήθηκε πολὺ ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς Μονῆς, γιὰ τὴν ταπεινοφροσύνη ποὺ διατηροῦσε, ἂν καὶ ἦταν ἄνθρωπος μελέτης καὶ μεγάλης διανοητικῆς ἀξίας.
Ἀφοῦ πέθανε ὁ ἡγούμενος Ἀλέξανδρος καὶ ὑστέρα ὁ διάδοχός του Ἰάκωβος, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐκτίμηση τῶν ἀδελφῶν, ἀνέδειξε ἡγούμενο τὸν Μάρκελλο. Ἡ διοίκησή του ἦταν ἄριστη. Σύμφωνα μὲ ἄλλη γνώμη, τὴν μονὴ Ἀκοιμήτων, εἶχε κτίσει αὐτὸς ὁ Ὅσιος Μάρκελλος, πιθανὼν στὴ θέση τοῦ σημερινοῦ Τσιμπουκλί.
Ἔτσι μὲ αὐτὴ τὴν θεία καὶ Ὁσία ζωή του, κοιμήθηκε καὶ ἀναπαύτηκε ὁ Μάρκελλος στὴ Μονή του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ὕμνον ἄληκτον, Θεῷ προσφέρων, νοῦν ἀκοίμητον, προσφόρως ἔσχες, πρὸς ἐκπλήρωσιν τῶν θείων προστάξεων· ὅθεν κανὼν ἀρετῆς ἐχρημάτισας, καὶ Μοναστῶν ποδηγέτης θεόσοφος. Πάτερ Μάρκελλε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τὴν ἀγγελικήν, ἀσίγητον ὑμνῳδίαν, σώματι θνητῷ, μιμούμενος θεοφόρε, ποιμὴν ἄγρυπνος ὤφθης, σαφῶς καὶ ἀρχέτυπον, τοῖς ἐκ πόθου ἑπομένοις σοι, εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι, καὶ βοῶσι Πάτερ Μάρκελλε· χαίροις θεράπον Χριστοῦ, καὶ Ὁσίων κρηπίς.
Μεγαλυνάριον.
Αἴνεσιν ἀκοίμητον τῷ Θεῷ, Μάρκελλε προσφέρων, κατεκοίμησας τῶν παθῶν, τὰς ἐπαναστάσεις, καὶ ἄγρυπνος προστάτης, ὑπνώσας πανοσίως, ἡμῖν γεγένησαι.
Ἅγια Νήπια (περίπου 14.000) ποὺ ἐσφάγισαν μὲ διαταγὴ τοῦ Ἡρώδη (29 Δεκεμβρίου).
Ὅταν οἱ Μάγοι δὲν ἐπέστρεψαν στὸν Ἡρώδη νὰ τοῦ ποῦν ποῦ εἶναι ὁ Χριστός, ὁ πονηρὸς αὐτὸς βασιλιὰς μηχανεύθηκε ἄλλο σχέδιο γιὰ νὰ ἐξοντώσει τὸ Θεῖο Βρέφος.
Εἶχε ἀκούσει ὅτι, σύμφωνα μὲ τὶς Γραφές, τόπος γέννησης τοῦ Χριστοῦ θὰ ἦταν ἡ Βηθλεέμ. Ἐπειδὴ ὅμως δὲ γνώριζε ποιὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς ἂν βρισκόταν μέσα στὴ Βηθλεὲμ ἢ στὰ περίχωρά της καὶ ἐπειδὴ συμπέρανε ὅτι τὸ παιδὶ θὰ ἦταν κάτω ἀπὸ δυὸ χρονῶν, ἔδωσε διαταγὴ νὰ σφαγοῦν ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς Βηθλεὲμ καὶ τῶν περιχώρων της, μέχρι τῆς ἡλικίας τῶν δύο ἐτῶν.
Ἡ σφαγὴ ἔγινε ξαφνικά, ὥστε νὰ μὴ μπορέσουν οἱ οἰκογένειες νὰ ἀπομακρυνθοῦν μὲ τὰ βρέφη τους. Καὶ οἱ δυστυχισμένες μητέρες εἶδαν νὰ σφάζονται τὰ παιδιά τους μέσα στις ἴδιες τὶς ἀγκαλιές τους.
Ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία, πολὺ σωστὰ ἀνακήρυξε Ἅγια τὰ σφαγιασθέντα αὐτὰ παιδιά, διότι πέθαναν σὲ μία ἀθώα ἡλικία καὶ ὑπῆρξαν κατὰ κάποιο τρόπο οἱ πρῶτοι μάρτυρες τοῦ χριστιανισμοῦ. Μπορεῖ βέβαια νὰ μὴ βαπτίσθηκαν ἐν ὕδατι, βαπτίσθηκαν ὅμως, μέσα στὸ ἴδιο εὐλογημένο αἷμα τοῦ μαρτυρίου τους.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Ὡς θύματα δεκτά, ὡς νεόδρεπτα ῥόδα, καὶ θεία ἀπαρχή, καὶ νεόθυτοι ἄρνες, Χριστῷ τῷ ὥσπερ νήπιον, γεννηθέντι προσήχθητε, ἁγνὰ Νήπια, τὴν τοῦ Ἡρώδου κακίαν, στηλιτεύοντα, καὶ δυσωποῦντα ἀπαύστως, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Ἐν τῇ Βηθλεέμ, τεχθέντος τοῦ Βασιλέως, ἐξ Ἀνατολῶν, σὺν δώροις ἥκασι Μάγοι, δι’ ἀστέρως ἐξ ὕψους ὁδηγούμενοι, ἀλλ’ Ἡρώδης ἐκταράσσεται, καὶ θερίζει τὰ Νήπια, ὥσπερ σῖτον ὀδυρόμενος· ὅτι τὸ κράτος αὐτοῦ, καθαιρεῖται ταχύ.
Μεγαλυνάριον.
Βρέφη ἀπειρόκακα καὶ ἁγνά, τῷ ἐκ τῆς Παρθένου, νηπιάσαντι ἑκοντί, ἤχθησαν σφαγέντα, ὡς ἄμωμοι θυσίαι· διὸ τὴν τοῦ Ἡρώδου, κακίαν φύγωμεν.
Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010
Ἅγιοι Δισμύριοι (20.000) Μάρτυρες οἱ ἐν Νικομηδείᾳ καέντες (28 Δεκεμβρίου).
Τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ., ἐπὶ Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ, οἱ χριστιανοὶ τῆς Νικομήδειας ἦταν ἀρκετὰ πολυπληθείς. Ὁ ἐπίσκοπος Ἄνθιμος, ἄνδρας ἄξιος καὶ μὲ αὐταπάρνηση, κοπίαζε νύχτα – μέρα γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν. Ἡ πρόοδος αὐτὴ τῶν χριστιανῶν κέντρισε τὸ φθόνο τῶν εἰδωλολατρῶν ἀρχόντων καὶ θέλησαν νὰ ἐξοντώσουν τὴν χριστιανικὴ Ἐκκλησία, προπάντων στὰ μεγαλύτερα καὶ πολυπληθέστερα κέντρα της.
Σχεδίασαν λοιπόν, ἀνήμερα Χριστούγεννα νὰ κάνουν γενικὴ σφαγὴ τῶν χριστιανῶν τῆς Νικομήδειας. Οἱ χριστιανοὶ εἶχαν μαζευτεῖ καὶ πανηγύριζαν τὸ κοσμοσωτήριο γεγονὸς τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἐπίσκοπος, μόλις πληροφορήθηκε ὅτι τοὺς εἶχαν περικυκλώσει στρατὸς καὶ ὄχλος εἰδωλολατρῶν μὲ ὄπλα καὶ ρόπαλα, διέταξε νὰ γίνει γρήγορα ἡ κοινωνία τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ἔπειτα, βάπτισε τοὺς κατηχουμένους, γιὰ νὰ ἔχουν ἀσφαλὴ ἐφόδια στὴν αἰώνια σωτηρία.
Τότε οἱ εἰδωλολάτρες ἔβαλαν φωτιὰ στὸ ναό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καοῦν χιλιάδες πιστοί. Τὸ τραγικὸ αὐτὸ γεγονός, ἀντὶ νὰ μειώσει τὸν ἀριθμὸ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἀντίθετα τὸν πολλαπλασίασε καὶ χαλύβδωσε ἀκόμα περισσότερο τὸ ἠθικὸ τῶν πιστῶν.
Ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ ἀποδείχθηκε περίτρανα αὐτὸ ποὺ εἶπε ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός: «καὶ πύλαι ἅδου οὗ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Ὁ θάνατος δηλαδὴ καὶ οἱ ὀργανωμένες δυνάμεις τοῦ κακοῦ, δὲ θὰ ὑπερισχύσουν, οὔτε θὰ κατανικήσουν τὴν Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι αἰώνια καὶ ἀθάνατη.
(Συναξαριακὴ πηγή, μαζὶ μὲ τὴν μνήμη τῶν πιὸ πάνω Μαρτύρων, ἀναφέρει καὶ τὴν μνήμη τῶν Ἁγίων Δημοσθένους, Δημοκλέους καὶ Δημοκρίτου. Ἡ ὕπαρξη ὅμως τῶν Ἁγίων αὐτῶν εἶναι ἀμφίβολη, διότι τὰ ὀνόματά τους καθὼς καὶ βιογραφικὰ στοιχεῖα γι’ αὐτοὺς δὲν ἀναφέρονται ἀπὸ καμία Ἁγιολογικὴ πηγή. Ἴσως εἶναι οἱ ἴδιοι καὶ συγχέονται μὲ τοὺς ὁμώνυμούς τους Μάρτυρες τῆς 10ης Ἀπριλίου).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον στράτευμα, πόλις ἁγία, περιούσιος λαὸς Κυρίου, ἀνεδείχθητε Δισμύριοι Μάρτυρες· τῇ γὰρ ἀγάπῃ αὐτοῦ δροσιζόμενοι, διὰ πυρὸς τὸν ἀγώνα ἠνύσατε. Ἀλλ’ αἰτήσασθε, ἐλέους σοφοὶ τὸν πρύτανιν, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Συρατὸς ἐν ἀριθμῷ, δισμυρίων Μαρτύρων, ὡς ἄδυτος φωστήρ, ἀνατέλλει φωτίζων, καρδίας καὶ νοήματα, εὐσεβῶν διὰ πίστεως· ἐξαφθέντες γάρ, θείᾳ στοργῇ τοῦ Δεσπότου, τέλος ἅγιον, διὰ πυρὸς οἱ γενναῖοι, προθύμως ἐδέξαντο.
Μεγαλυνάριον.
Φάλαγξ τροπαιοῦχος ἀθλητική, καὶ ἅγιος κλῆρος, ὦ Δισμύριοι Ἀθληταί, ἐκ παντὸς γένους, καὶ πάσης ἡλικίας, λαμπρῶς συγκροτηθέντες, Θεῷ ἐδείχθητε.