Ἰέρων, Νίκανδρος, Ἠσύχιος, Βαράχος (ἢ Βαράχιος), Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξαντικὸς (ἢ Ξανθιᾶς), Ἀθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Εὐγένιος, Θεόφιλος, Οὐαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ἰλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Εὐτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος (ἢ Οὐστρίχιος), Οὐΐκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Ἐπιφάνιος, Ἀνίκητος καὶ ἄλλος Ἰέρων
Ὁ πρῶτος ἀπ’ αὐτούς, ὁ Ἰέρων, ἦταν ἀπὸ τὰ Τύανα τῆς Καππαδοκίας. Ὁ πατέρας του πέθανε γρήγορα καὶ τὴν ἀνατροφή του, καθὼς καὶ τῶν δύο ἀδελφῶν του, Ματρωνιανοῦ καὶ Ἀντωνίου, ἀνέλαβε ἐξ ὁλοκλήρου ἡ μητέρα τους Στρατονίκη. Παρ’ ὅλο ποὺ ὁ Ἰέρων πῆρε ἀρκετὴ μόρφωση, ἀσχολήθηκε μὲ τὸ γεωργικὸ ἐπάγγελμα. Οἱ εἰδωλολάτρες τέτοιες ἐνασχολήσεις τὶς θεωροῦσαν ὑποτιμητικές. Ἀλλὰ οἱ χριστιανοὶ ἤξεραν ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἀπαξίωσε τὸν ἱδρώτα τοῦ ταπεινοῦ ἐργάτη. Καὶ ὅτι κάθε τίμια ἐργασία εἶναι ἀρετὴ καὶ μόνο ἡ ἀργία, ποὺ φέρνει τὴν ἁμαρτία, ἀποτελεῖ γιὰ τὸν ἄνθρωπο στίγμα.
Ἄλλωστε, ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς περιγράφοντας τὴν ζωὴ τῶν Ἀποστόλων καὶ κατ’ ἐπέκτασιν, ὅλων τῶν χριστιανῶν, λέει: «κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταὶς ἰδίοις χερσί». Κοπιάζουμε, δηλαδή, ἐργαζόμενοι μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια.
Ὅταν ἐπὶ Διοκλητιανοὺ ἄρχισε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀγρικόλας συνέλαβε τὸν Ἰέρωνα. Τὸν συνέλαβε μὲ τὴν κατηγορία ὅτι τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς ἄλλες γιορτὲς περιφερόταν καὶ κήρυττε τὸν Χριστὸ στοὺς ἐργάτες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποσπάσει πολλοὺς ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία. Μαζί του συνελήφθησαν οἱ δυὸ ἀδελφοί του καὶ τριάντα ἀκόμα συνεργάτες του στὴν διακονία τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἀφοῦ φυλακίστηκαν καὶ φρικτὰ βασανίστηκαν, τελικὰ ὁ ἔπαρχος Ἀγρικόλας τοὺς ἀποκεφάλισε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη Μελιτινῆ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι, συντεταγμένοι, δῆμος ὤφθητε, τροπαιοφόρος, Ἀθλοφόροι τοῦ Σωτῆρος πανθαύμαστοι· ὁμοφροσύνῃ γὰρ γνώμης ἑνούμενοι, μαρτυρικῶς τὸν ἐχθρὸν ἐτροπώσασθε. Ἀλλ' αἰτήσασθε, Τριάδα τὴν Ὑπερούσιον, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Χορὸς Μαρτύρων τηλαυγὴς καὶ φωσφόρος, ἐξανατείλας νοητῶς καταυγάζει, τὴν Ἐκκλησίαν σήμερον θαυμάτων βολαῖς· ὅθεν ἑορτάζοντες, τὴν σεπτὴν αὐτῶν μνήμην, αἰτοῦμέν σε Σωτὴρ ἡμῶν, ταὶς αὐτῶν ἱκεσίαις, ἐκ τῶν κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, ὡς ἐλεήμων Θεὸς καὶ φιλάνθρωπος.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις οὐρανία παρεμβολή, Μάρτυρες Κυρίου, οἱ τριάκοντα πρὸς τρισίν, οἱ τὰς μυριάδας, ἐχθρῶν τῶν νοουμένων, ἀθλήσεως τοῖς ὅπλοις, καταπαλαίσαντες.