Ἦταν Ρωμαῖος ἀριστοκράτης ἀπὸ βασιλικὸ γένος, γιὸς τοῦ Φαύστου καὶ τῆς Ματθιδίας. Ὁ Κλήμης σπούδασε ὅλες τὶς ἐπιστῆμες τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, ἀντάμωσε τὸν Ἀπόστολο Πέτρο καὶ διδάχθηκε ἀπ’ αὐτὸν τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ θεογνωσία, ὁπότε ἔγινε θερμὸς κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου καὶ συνέγραψε ἀρκετὰ συγγράμματα.
Ὁ Κλήμης ὑπῆρξε τρίτος ἐπίσκοπος Ρώμης, ἀφοῦ διαδέχθηκε τὸν Ἀνέγκλητο, περίπου τὸ ἔτος 92 μ.Χ. Ποίμανε μὲ ὑπέρμετρο ζῆλο τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, στὰ βαρεία ἐκεῖνα χρόνια τῶν διωγμῶν. Συνελήφθη ἀπὸ τὸ Δομετιανὸ καὶ ἐξορίστηκε σὲ πόλη ἔρημο κοντὰ στὴ Χερσώνα.
Ἐκεῖ, ἔδεσαν στὸ λαιμό του μιὰ σιδερένεια ἄγκυρα καὶ τὸν ἔριξαν στὴν θάλασσα, ὅπου παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του (101 μ.Χ).
Ἀξίζει, ὅμως, νὰ σημειώσουμε ὅτι ὁ Κλήμης δὲν ὑπῆρξε μόνο σοφὸς κατὰ τὴν γραμματικὴ μόρφωση, ἀλλὰ ἀνῆκε σ’ αὐτοὺς ποὺ ὁ Θεῖος Παῦλος ὀνομάζει «σοφοὺς εἰς τὸ ἀγαθόν, ἀκεραίους δὲ εἰς τὸ κακόν». Συνετούς, δηλαδή, ὅταν κάνουν τὸ καλό, καὶ συγχρόνως ἀμέτοχους ἀπὸ κάθε κακό.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τῆς θείας γνώσεως, εὔσημοι σάλπιγγες, καὶ τῶν τῆς πίστεως, θεσμῶν ἐκφάντορες, Ἱερομάρτυρες Χριστοῦ, ἐδείχθητε τοῖς ἐν κόσμῳ, Κλήμη παναοίδιμε, τῆς ζωῆς κλῆμα εὔκαρπον, καὶ Πέτρε θεόσοφε, εὐσεβῶν πέτρα ἄρρηκτε· διὸ ὡς τῶν ἀρρήτων ἐπόπται, ῥύσασθε πάσης ἡμᾶς βλάβης.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐκκλησίας ἄσειστοι καὶ θεῖοι πύργοι, εὐσεβείας ἔνθεοι, στῦλοι ὡς ὄντως κραταιοί, Κλήμη σὺν Πέτρῳ πανεύφημοι, ὑμῶν πρεσβείαις, φρουρήσατε ἅπαντας.
Μεγαλυνάριον.
Κλῆμα ἀφθαρσίας πανευθαλές, ὁ Κλήμης ἐδείχθη, οἶνον στάζον τὸν μυστικόν, πέτρα Ἐκκλησίας, ὁ Πέτρος δὲ ὡράθη· διὸ τὰς ἀριστείας, τούτων ὑμνήσωμεν.