Τρίτη 24 Αυγούστου 2010
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Βαρθολομαίου Ἀποστόλου και ο Ἅγιος Τίτος ὁ Ἀπόστολος (25 Αυγούστου).
Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Βαρθολομαῖος μαρτύρησε μὲ σταυρικὸ θάνατο στὴν Ἀρμενία. Τὸ ἅγιο λείψανο του οἱ χριστιανοὶ τὸ ἔβαλαν μέσα σὲ μιὰ πέτρινη θήκη καὶ τὸ ἔκρυψαν στὴν Οὐρβανούπολη. Ἐπειδή, ὅμως, ἡ θήκη γιάτρευε πολλὲς ἀσθένειες, συνέρεαν σὲ αὐτὴν πλήθη λαοῦ. Γι’ αὐτὸ οἱ εἰδωλολάτρες, ὅταν βρῆκαν τὴν κατάλληλη εὐκαιρία, πέταξαν τὴν θήκη στὴ θάλασσα, μαζὶ μὲ ἄλλες τέσσερις θῆκες μαρτύρων.
Τότε ἔγινε κάτι τὸ θαυμαστό. Ἡ θήκη μὲ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Βαρθολομαίου, συνοδεία τῶν ἄλλων τεσσάρων θηκῶν, ἀφοῦ πέρασαν τὴν Μαύρη Θάλασσα, τὰ στενά του Ἑλλησπόντου, τὸ Αἰγαῖο πέλαγος καὶ τὸ Ἀδριατικό, ἔφθασαν ἀριστερὰ τῆς Σικελίας, στὸ νησὶ Λιπαρᾶ.
Ἔπειτα, οἱ θῆκες ποὺ συνόδευαν τὴν θήκη τοῦ Ἁγίου Βαρθολομαίου πῆγε ἡ κάθε μία σὲ διαφορετικοὺς τόπους τῆς Ἰταλίας. Τότε λοιπόν, ὁ Ἅγιος τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύφθηκε στὸν ἐπίσκοπό τῆς Λιπαρὼς, Ἀγάθωνα, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ κατέβηκε στὴν παραλία καὶ εἶδε τὴν θήκη, ἔμεινε ἐκστατικός. Μὲ σεβασμὸ τότε, συνόδευσαν τὴν θήκη μὲ τὸ ἅγιο λείψανο ἐκεῖ ὅπου θαυματουργικὰ ὑπέδειξε ὁ Ἀπόστολος τοῦ Θεοῦ καὶ ὅπου κτίστηκε μεγαλοπρεπὴς ναός.
Δίκαια, ἔτσι, μπορεῖ νὰ πεῖ κανείς: «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ». Θαυμαστὸς εἶναι ὁ Θεὸς στὶς προστασίες ποὺ παρέχει στοὺς Ἁγίους Του, ποὺ εἶναι ἀφοσιωμένοι σ’ Αὐτόν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐξ Ἑῴας ὡς ὄρθρος ὤφθη πολύφωτος, ποντοπορήσασα ξένως Βαρθολομαῖε σοφέ, πρὸς τὴν Δύσιν ἡ σορὸς ἡ τῶν λειψάνων σου· τοῦ γὰρ Ἡλίου τῆς ζωῆς, δᾳδουχεῖ τὰς δωρεάς, καὶ σκότος παντοίων νόσων, ὁλοσχερῶς διαλύει, τῶν προσιόντων ταύτῃ πάντοτε.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Ἡ κάθοδος τῶν σῶν, παναγίων λειψάνων, ὑπόθεσις ἡμῖν, ἑορτῆς φαιδροτάτης, πανεύφημε γέγονε, τοῦ Κυρίου Ἀπόστολε· ἣν γεραίροντες, εὐσεβοφρόνως τιμῶμεν, σὲ τὸν ἄδυτον, Βαρθολομαῖε λαμπτῆρα, Χριστὸν μεγαλύνοντες.
Μεγαλυνάριον.
Ἦκε πρὸς τὴν Δύσιν ὑπερφυῶς, θαλασσοποροῦσα, τῶν λειψάνων σου ἡ σορός· τὶς οὖν ἀνυμνήσει, σοφὲ Βαρθολομαῖε, τῶν ξένων σου θαυμάτων, χάριν τὴν ἄφθονον.
Ὁ Ἀπόστολος Τίτος, ὁ ὁποῖος ἦταν Ἕλληνας στὴν καταγωγή, ἦταν πολὺ μορφωμένος. Ἔγινε χριστιανὸς ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, μὲ τὸν ὁποῖο καὶ συνεργάστηκε, στὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Τὸν ἀκολούθησε στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ κατόπιν ἐπιφορτίστηκε νὰ πάει στὴν Κόρινθο γιὰ νὰ δεῖ τὴν κατάσταση τῆς ἐκεῖ Ἐκκλησίας.
Στὴν ἐπιστροφή του, συνάντησε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὴν Μακεδονία καὶ μετὰ πῆγαν μαζὶ στὴν Κρήτη, ὅπου ἐκεῖ ὁ Παῦλος τὸν ἔκανε ἐπίσκοπο τοῦ νησιοῦ καὶ τοῦ εἶπε νὰ κάνει καὶ ἱερεῖς γιὰ ὅλο τὸ νησί.
Ὁ Παῦλος τοῦ ἔστειλε καὶ τὴν γνωστὴ πρὸς Τίτον ἐπιστολή, ἀπὸ τὴν ὁποία γνωρίζουμε, ὅτι ὁ Ἕλληνας μαθητὴς τοῦ Παύλου εἶναι «τέκνον του γνήσιον». Ἀπὸ τὴν ἴδια ἐπιστολὴ του μαθαίνουμε ὅτι ὁ Τίτος εἶχε λαμπροὺς συνεργάτες στὴν Κρήτη, τὸν Ζηνᾶ τὸν νομικὸ καὶ τὸν περίφημο Ἀπολλῶ.
Ἀπεβίωσε τὸ ἔτος 105 μ.χ.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον λόγον.
Προσκληθεὶς οὐρανόθεν πρὸς γνῶσιν ἔνθεον, τὴν ἐν σαρκὶ τοῦ Δεσπότου ἐπιδημίαν ἐν γῇ, αὐτοψεὶ ἑωρακὼς φωτὸς πεπλήρωσαι· ὅθεν τοῦ Παύλου κοινωνός, θεηγόρος γεγονώς, τὴν Κρήτην πᾶσαν πυρσεύεις, τῆς εὐσεβείας τῇ αἴγλῃ, Τίτε Ἀπόστολε μακάριε.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν
Τοῦ Παύλου δειχθείς, συνόμιλος Ἀπόστολε, σὺν τούτῳ ἡμῖν, τὸν λόγον προκατήγγειλας, τῆς ἐνθέου χάριτος, μυστολέκτα Τίτε μακάριε· διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Παύλῳ τῷ θεόπτῃ μαθητεύεις, ὤφθης ἐν τῇ Κρήτῃ, εὐσεβείας ὑφηγητής, Τίτε θεηγόρε, Ἀπόστολε καὶ μύστα, τῆς πρὸς ἡμᾶς τοῦ Λόγου, συγκαταβάσεως.