Κυριακή 1 Αυγούστου 2010
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Πρωτομάρτυρα Στεφάνου και Ὁσία Φωτεινὴ ἡ Φώτου ἡ Κυπρία (2 Αυγούστου).
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ συνέβη στὰ χρόνια ποὺ οἱ μεγάλοι διωγμοὶ τῶν πρώτων χριστιανῶν εἶχαν κοπάσει καὶ αὐτοκράτωρ ἦταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος.
Τότε, ὁ Ἅγιος Στέφανος φανερώθηκε τρεῖς φορὲς σὲ κάποιον εὐσεβῆ γέροντα ἱερέα, τὸ Λουκιανό, καὶ τοῦ ἀποκάλυψε τὸν τόπο, ὅπου ἦταν κρυμμένο τὸ λείψανό του. Αὐτὸς ἀμέσως τὸ ἀνέφερε στὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἰωάννη, ποὺ μὲ τὴ σειρὰ του πῆγε στὸν ὑποδεικνυόμενο τόπο καὶ πράγματι βρῆκε τὸ Ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου. Κατὰ τὴν εὕρεση ἔγινε μεγάλος σεισμός, καὶ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου πλημμύρισε εὐωδία τοὺς παρευρισκόμενους στὸν τόπο ἐκεῖνο.
Λέγεται ὅτι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἀκούστηκαν ἀγγελικὲς φωνές, ποὺ ἔλεγαν «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Δηλαδή, δόξα ἂς εἶναι στὸ Θεό, στὰ ὕψιστα μέρη τοῦ οὐρανοῦ καὶ στὴν ταραγμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία γῆ ἂς βασιλεύσει ἡ θεία εἰρήνη, διότι ὁ Θεὸς φανέρωσε τὴν εὐαρέσκειά Του στοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Υἱοῦ Του.
Φανέρωναν, ἔτσι, οἱ ἄγγελοι περίτρανα ὅτι ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος μαρτύρησε γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.
Ἀργότερα, τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου μεταφέρθηκαν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐναποτέθησαν στὸν – ἐπ’ ὀνόματι αὐτοῦ – ἀνεγερθέντα Ναὸ ὑπὸ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βασίλειον διάδημα, ἐστέφθη σὴ κορυφή, ἐξ ἄθλων ὧν ὑπέμεινας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Μαρτύρων πρωτόαθλε Στέφανε· σὺ γὰρ τὴν Ἰουδαίων, ἀπελέγξας μανίαν, εἶδές σου τὸν Σωτῆρα, τοῦ Πατρὸς δεξιόθεν. Αὐτὸν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῆς Ἀνακομιδῆς. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς πλοῦτος ἀκένωτος, τῆς ἀθανάτου ζωῆς, τὸ θεῖόν σου Λείψανον, ἐκ τῶν λαγόνων τῆς γῆς, τῇ κτίσει ἀνέτειλεν· ὅθεν ἡ Ἐκκλησία, θείαν χάριν τρυγῶσα, Στέφανε Πρωτομάρτυς, κατὰ χρέος τιμᾷ σε· ἣν φύλαττε πρεσβείαις σου, ἐκ πάσης αἱρέσεως.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.
Πρῶτος ἐσπάρης ἐπὶ γῆς, ὑπὸ τοῦ οὐρανίου Γεωργοῦ πανεύφημε· πρῶτος τὸ αἷμα ἐπὶ γῆς, διὰ Χριστὸν ἐξέχεας μακάριε· πρῶτος ὑπ’ αὐτοῦ, τὸν τῆς νίκης στέφανον ἀνεδήσω ἐν οὐρανοῖς, ὡς Ἀθλητῶν προοίμιον, στεφανῖτα, τῶν Μαρτύρων ὁ πρώταθλος.
Μεγαλυνάριον.
Ὅλον διάλαμπον ὑπερφυῶς, αἴγλῃ ἀφθαρσίας, ὡς πολύολβος θησαυρός, ἀπὸ γῆς ἐφάνη, Χριστοῦ τῇ Ἐκκλησίᾳ, Στέφανε Πρωτομάρτυς, τὸ θεῖον σκῆνός σου.
Ἐκεῖνο ποὺ πραγματικὰ ἀναδεικνύει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἐξυψώνει καὶ σὲ τούτη τὴ ζωὴ μὰ καὶ στὴν αἰωνιότητα, δὲν εἶναι ἡ ὑψηλὴ καταγωγή, οὔτε τὰ γράμματα, οὔτε τὰ πλούτη, ἀλλὰ ἡ πίστη ἡ χριστιανικὴ κι ἡ ἀρετή.
Ἀπόδειξη τρανή τῆς ἀλήθειας αὐτῆς εἶναι καὶ ἡ Ἁγία Φωτεινὴ ἡ Κυπρία, ἡ γνωστὴ σὲ ὅλο τὸ νησὶ μὲ τὸ ὄνομα Ἁγία Φώτου ἡ θαυματουργός.
Πότε ἔζησε ἀκριβῶς ἡ Ὁσία καὶ ποιὰ ἦταν ἡ καταγωγή της, δὲν γνωρίζουμε.
Ἡ παράδοσή μας λέει πὼς γεννήθηκε στὸ Ριζοκάρπασο ἀπὸ ἁπλοϊκούς, ἀλλὰ εὐλαβεῖς γονεῖς. Ἀπὸ μικροῦλα ἡ Φωτοὺ ξεχώριζε ἀπὸ τὶς συνομήλικές της γιὰ τὴν καλοσύνη της, τὸ φέρσιμό της, τὴν προθυμία της νὰ ἐξυπηρετήσει τοὺς ἄλλους, τὴν ἀρετή της. Τὰ μεγάλα της φωτεινὰ μάτια καθρέφτιζαν τὸν πλοῦτο τῆς καρδιᾶς της καὶ σκόρπιζαν παντοῦ τὴν ἐμπιστοσύνη, τὴν χαρά. Στὸ σχολεῖο τοῦ χωρίου της ἔμαθε ἡ Φωτοὺ τὰ πρῶτα γράμματα. Σὰν ἔμαθε νὰ διαβάζει πῆρε κι ἄρχισε νὰ ἀποστηθίζει διάφορους ψαλμοὺς καὶ ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας μας. Κάθε Κυριακὴ καὶ γιορτὴ σὰν ἄκουγε τὸ σήμαντρο νὰ χτυπᾷ ἡ ἁγνὴ ψυχὴ της σκιρτοῦσε ἀπὸ χαρὰ κι ἔσπευδε πρώτη αὐτὴ μαζὶ μὲ τοὺς εὐσεβεῖς γονεῖς της νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησία! Ἐκεῖ, ἀκίνητη σὰν κολῶνα δωρικὴ παρακολουθοῦσε μ’ εὐλάβεια καὶ προσοχὴ τὶς διάφορες τελετὲς καὶ τὴ Θεία καὶ Ἱερὴ μυσταγωγία. Καὶ δοξολογοῦσε τὸν Θεὸ μὲ τὴν καρδιά της.
Πόση εὐλογημένη στ’ ἀλήθεια εἶναι ἡ οἰκογένεια, ὅταν μέσα σ’ αὐτὴν κατοικεῖ ὁ Χριστὸς καὶ ὅταν τὸ ἅγιο θέλημά του κατευθύνει καὶ τὶς σκέψεις καὶ τὰ λόγια καὶ τὶς πράξεις τῶν μελῶν της!
Τέτοια εὐτυχισμένη κι εὐλογημένη οἰκογένεια ἦταν ἡ οἰκογένεια τῆς Φωτούς. Μὲ τὴν ὁμόνοια, τὴν ἀγάπη, τὴν ἀνοχή, τὴν εἰρήνη περνοῦσε κάθε μέρα ἡ ζωή. Κι ὅταν ἔπεφτε τὸ δειλινὸ καὶ τὸ σούρουπο ἄρχιζε ν’ ἁπλώνεται στὴ γῆ, γονεῖς καὶ κοροῦλα μαζευόντουσαν σὲ κάποια γωνιά, καὶ ἀπ' τὴν καρδιὰ ἀνέπεμπαν θερμὴ προσευχὴ μπροστὰ στὶς εἰκόνες κάποιων ἁγίων μορφῶν, ποὺ τὸ ἱλαρὸ φῶς ἐνὸς καντηλιοῦ φώτιζε ἀπαλά.
Σὰν διάβηκαν τὰ παιδικὰ χρόνια κι ἡ Φωτοὺ μπῆκε στὴν ἐφηβεία ἡ μανοῦλα της δειλὰ – δειλὰ ἄρχισε στὴν κοροῦλα της νὰ μιλᾷ γιὰ γάμο καὶ οἰκογένεια. Ἡ ἁγνὴ παρθένα στὴν ἀρχὴ κοκκίνιζε καὶ δὲν ἔβγαζε μιλιά. Κάποια μέρα ὅμως τόλμησε νὰ μιλήσει κι εἶπε λίγα λόγια καὶ ἁπλά.
- Μανοῦλα! Γιατί μου μιλᾷς γιὰ γάμο; Ἐγὼ ἔχω ἤδη βρεῖ τὸν καλό μου. Ὅμοιός του δὲν εἶναι ἄλλος στὸν κόσμο κανείς...
Ἡ καλὴ μάνα τρόμαξε. Ἡ καρδιὰ της πῆγε νὰ σπάσει. Γιὰ μία στιγμὴ νόμισε πὼς ἡ κόρη της μὲ κάποιο εἶχε συνδεθεῖ κι ἑτοιμάστηκε νὰ τὴ μαλώσει. Κι ἡ κόρη ποὺ κατάλαβε τοὺς φόβους της ἔσπευσε νὰ ἐξηγήσει.
- Μανοῦλα! Μὴ φοβᾶσαι. Ἡ κόρη σας δὲν πρόκειται ποτὲς νὰ σᾶς ντροπιάσει. Προσεύχου μονάχα νὰ μὲ κρατάει ὁ Θεὸς στὸν δρόμο του. Ὁ καλός μου δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Χριστό μου, τὸν Σωτῆρα καὶ Λυτρωτή μου...
Ἡ καλὴ μάνα στὰ λόγια τοῦτα δὲν θέλησε ν’ ἀπαντήσει.
«Ἔλα, τῆς εἶπε. Ὁ πατέρας περιμένει στὸ διπλανὸ χωράφι. Πάω νὰ τὸν βοηθήσω. Σὺ κάτσε στὸ σπίτι καὶ κοίταξε τὴν δουλειά σου».
Καὶ βγῆκε.
Ὅμως τῆς Φωτεινῆς τὰ λόγια τὴν εἶχαν κυριολεκτικὰ συνταράξει:
«Ἐγὼ βρῆκα τὸν καλό μου. Δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Χριστό μου, τὸν Σωτῆρα καὶ Λυτρωτή μου».
Μιὰ νύχτα ἡ μητέρα τῆς ξύπνησε. Ἄδικα πάσχισε νὰ ξανακοιμηθεῖ. Χάθηκε ὁ ὕπνος της. Γι’ αὐτὸ σηκώθηκε καὶ πῆγε στὸ διπλανὸ δωμάτιο, ποὺ ἔμενε ἡ κόρη της κάτι νὰ πάρει. Τί εἶδε ὅμως ἐκεῖ; Ἀλοίμονο! Τὸ στρῶμα ἀδειανὸ κι ἀνέγγιχτο. Ἔλειπε ἡ Φωτού.
Ἡ καημένη ἡ μάνα τρομαγμένη ἔτρεξε καὶ ξύπνησε τὸν σύζυγό της. Καὶ μαζί του ἄρχισε νὰ ψάχνει στὸ σπίτι, στὸν δρόμο κι ἔξω ἀπ’ τὸ χωριὸ γιὰ νὰ βροῦν τὴν κοροῦλα τους. Τὰ χαράματα ἐκεῖ ποὺ μὲ τὰ μάτια ὁλοκόκκινα ἀπ’ τὸ κλάμα καὶ τὴν καρδιὰ σπασμένη ἀπ' τὸν φόβο γύριζαν στὸ σπίτι, κάτι βλέπουν. Τί; Τὴν κοροῦλα τους! Τὴ Φωτοὺ νὰ γυρίζει μονάχη!
- Κόρη μας! εἶπαν κι οἱ δυὸ μ’ ἕνα στόμα. Κόρη μας ἀγαπημένη! Ποῦ ἤσουνα; Ποῦ πέρασες τὴ νύχτα;
Κι ἡ κόρη μὲ γλυκύτητα καὶ στενοχώρια γιὰ τὴν ἀνησυχία καὶ τὸν φόβο ποὺ τοὺς πότισε, ἀπήντησε:
- Γονεῖς μου ἀγαπημένοι! Συγχωρέστε με πού σᾶς στενοχώρησα. Δὲν τὸ ἤθελα. Δὲν ἤμουνα σὲ κανένα κακὸ τόπο. Ἤμουνα στὸ ἀσκητήριό μου. Πῆγα ἐκεῖ ἀπὸ νωρὶς γιὰ ἀγρυπνία καὶ προσευχή. Μέρες τώρα κάθε βράδυ πηγαίνω ἐκεῖ καὶ μένω μὲ τὸν Νυμφίο μου Χριστό. Μένω καὶ προσεύχομαι γιὰ σᾶς, γιὰ τοὺς δικούς μας, τὴν πατρίδα μας, γιὰ μένα. Συνήθως ἐπιστρέφω πολὺ πρωί, ὅταν ἀκόμη κοιμᾶστε. Σήμερα ὅμως παρασύρθηκα στὴν προσευχὴ καὶ ξεχάστηκα. Ἔτσι ἄργησα. Συγχωρέστε με, εἶπε ξανά, πού σᾶς λύπησα καὶ σᾶς ἔκαμα ν’ ἀνησυχήσετε...
Καὶ τὰ μάτια της γιόμισαν δάκρυα.
Ἡ εἰλικρίνεια, ἡ ἀθῳότητα τῆς μορφῆς της, τὰ μάτια της τὰ δακρυσμένα καθησύχασαν τοὺς καλοὺς γονεῖς, ποὺ δὲν τόλμησαν νὰ τὴν μαλώσουν περισσότερο, οὔτε καὶ σκέφτηκαν νὰ τὴν περιορίσουν καὶ νὰ τῆς ἀνακόψουν τὴν ἱερὴ ἀπόφασή της νὰ ζήσει γιὰ τὸν Χριστό.
Τὴν ἄλλη μέρα οἱ γονεῖς τῆς Φωτούλας συνόδεψαν τὴν κόρη τους στὸ ἀσκητήριό της. Ἦταν μία σπηλιὰ ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό, μὲ λίγο φῶς, ἀλλὰ καθαρή. Σ' αὐτὴν ἡ Ἁγία κάποια μέρα μὲ τὶς εὐχὲς τῶν γονιῶν της, κι ἀφοῦ ἀποχαιρέτησε τὶς φίλες της, κατέφυγε νὰ ζήσει, ὅπως ποθοῦσε τὴν ζωή της. Σὲ λίγο καιρὸ ὅμως τὸ ταπεινὸ καὶ φτωχικὸ κατάλυμά της ἔγινε τόπος πολυσύχναστος, τόπος ἐπισκέψεων καὶ προσκυνήματος, τόπος καταφυγῆς καὶ παρηγοριᾶς, μὰ καὶ διδασκαλίας καὶ καθοδηγήσεως τῶν κατοίκων ὅλων τῶν γύρω χωριῶν.
Στὸ σπήλαιο αὐτὸ ἡ ἁγνὴ καὶ ἡ ἡρωικὴ κόρη πέρασε ὅλη της τὴ ζωή. Μιὰ ζωὴ ἐγκαρτέρησης καὶ προσευχῆς, ζωὴ ἐγκράτειας καὶ ἀφιέρωσης ὁλοκληρωτικῆς στὸν Οὐράνιο Νυμφίο Χριστό.
Εἴπαμε τὴ ζωὴ αὐτὴ ἡρωική. Κι εἶναι στ’ ἀλήθεια ἡρωική. Γιατί ὁ βίος τοῦ πιστοῦ, μέσα στὴ μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ «εἴτε διὰ ζωῆς εἴτε διὰ θανάτου», εἶναι μία πορεία ἔνδοξη πρὸς αἰώνιο τέρμα. Εἶναι ἀνάγκη ὁ πιστὸς κάθε ἥμερα νὰ δίνει τὴ μαρτυρία τῆς πίστεώς του. Ἕνας ἀγῶνας εἶναι τοῦτος καὶ μία μάχη γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς τελειότητας. Τὸ τέλος δὲν εἶναι πάντα εἰρηνικὸ καὶ ἀνώδυνο. ὁ σκοπὸς ὅμως εἶναι πάντα ὁ ἴδιος, ἡ σωτηρία, ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ μέσα στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Καὶ τὸ μέσο καὶ κεῖνο εἶναι ἕνα, ἡ προσφορὰ τοῦ ἐαυτοῦ μας ὁλόκληρου σὲ μία θυσία ζωντανὴ κι εὐπρόσδεκτη στὸν Κύριο, «εἴτε διὰ ζωῆς εἴτε διὰ θανάτου». Ἐπισκόπου Διονυσίου Ψαριανοῦ, Μαρτυρία Ἰησοῦ Χρίστου, σελ. 252. Μὲ αἷμα καὶ μὲ δάκρυ «μεγαλυνθήσεται ἐν ἡμῖν ὁ Χριστός».
Ναί! μεγαλυνθήσεται ἐν ἡμῖν ὁ Χριστός. Αὐτὸ ἔγινε καὶ μὲ τὴν ἁγνὴ κόρη, τὴν Φωτού. Ἐδῶ ζωντανὴ τὴν δόξασε ὁ Κύριος.
Θαύματα πολλά, πολλὰ θαύματα ἔκαμε ἡ Ἁγία σὲ πονεμένους καὶ δυστυχισμένους, ὅταν ἀκόμη βρισκόταν στὴ ζωή. Ἐδῶ καὶ πεθαμένη τὴν τίμησε. Τὸ ἅγιο λείψανό της ποὺ τάφηκε κι εὑρέθηκε στὴ σπηλιὰ γύρω στὰ 1718 – 1732 μὲ τὴ σκαλιστὴ ἐπιγραφὴ ἀπὸ πάνω «Φωτεινὴ Παρθένος Νύμφη Χριστοῦ», ἐξακολουθεῖ καὶ σήμερα νὰ προσφέρει τὴ θεραπεία στοὺς ἀρρώστους, στοὺς τυφλοὺς τὸ φῶς, στοὺς πονεμένους τὸ ψυχικὸ ξεκούρασμα καὶ τὴ χαρά.
Τὸ ἀσκητήριο τῆς ἁγίας Φωτεινῆς ὑπάρχει καὶ σήμερα.
Βρίσκεται στὸ χωριὸ Ἅγιος Ἀνδρόνικος.
Σ’ αὐτὸ μπαίνει ἕνας ἀπὸ μία στενὴ εἴσοδο καὶ καταβαίνει ἀπὸ μία σκάλα φτιαγμένη ἀπὸ ἐγχώριες πέτρες καὶ ποὺ ἔχει 23 σκαλοπάτια. Τὸ σπήλαιο μοιάζει μὲ κατακόμβη, σὰν κι ἐκεῖνες ποὺ χρησιμοποιοῦσαν οἱ πρῶτοι χριστιανοί. Στὸ βάθος τοῦ σπηλαίου εἶναι τὸ ἁγίασμα. Ἀπὸ τὸ νερὸ αὐτὸ παίρνουν οἱ ἄρρωστοι καὶ πλένουν τὰ ἀρρωστημένα μέλη τους γιὰ νὰ θεραπευτοῦν.
Ἰδιαίτερα ἡ Ἁγία πιστεύεται, πὼς θεραπεύει τὰ ὀφθαλμικὰ νοσήματα.
Στὰ μαῦρα χρόνια τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς τὸ σπήλαιο τῆς Ὁσίας χρησιμοποιήθηκε καὶ ὡς ναός. Μέσα σ' αὐτὸν λιγογράμματοι, μὰ πιστοὶ ἱερεῖς θέριεψαν τὴν ἀποσταμένη ἐλπίδα μὲ τὰ ἁπλά, ἀλλὰ καὶ μαγικὰ λόγια τοῦ ποιητῆ:
Μὴ σκιάζεστε στὰ σκότη
κι ἡ λευτεριὰ σὰν τῆς αὐγῆς τὸ φεγγοβόλο ἀστέρι
τῆς νύχτας τὸ ξημέρωμα θὰ φέρει.
Ἡ Ἁγία Φωτεινὴ εἶναι πολὺ σεβαστῆ στὴν Κύπρο. Σεβαστῆ γιὰ τὰ θαύματά της τὰ πολλά, ποὺ πετυχαίνουν ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ μ’ εὐλάβεια καὶ πίστη καταφεύγουν στὸ ναό της. Ὑπάρχει ἐπίσης παράδοση ποὺ λέει, πὼς στὸ Ριζοκάρπασο ὑπάρχουν καὶ σήμερα συγγενεῖς ἀπὸ τὴ γενιά της.
Τὴν ἡμέρα τῆς γιορτῆς της χιλιάδες πιστῶν ἀπ’ ὅλη τὴν Καρπασία κι ἀπὸ διάφορα μέρη τῆς Κύπρου πηγαίνουν στὸν Ἅγιο Ἀνδρόνικο ποὺ εἶναι τὸ ἀσκητήριό της γιὰ νὰ τιμήσουν τὴν Ἁγία καὶ νὰ παρακολουθήσουν μὲ προσοχὴ τὴ θεία Μυσταγωγία.
Τὴ στιγμὴ αὐτὴ ἂς πᾶμε νοερὰ ὡς ἐκεῖ, μιὰ κι οἱ ὀρδὲς τοῦ Ἀττίλα δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ πᾶμε τώρα καὶ σωματικά, κι ἀφοῦ γονατίσουμε μπροστὰ στὸν τάφο ποὺ ἔκλεισε τὸ ἅγιο σκήνωμά της, ἂς ποῦμε εὐλαβικά:
Ὁσία Φωτεινὴ πανένδοξε,
τᾶς οὐρανίους μονάς, ἐπαξίως οἰκήσασα,
σὺν παρθένων τάγμασι, καὶ ὁσίων στρατεύμασι,
τοὺς ἐκτελοῦντας πίστει τὴν μνήμην σου,
καὶ προσιόντας πιστῶς τὴ σκέπη σου,
σῷζε πρεσβείαις σου,
καὶ πταισμάτων ἄφεσιν παρὰ Θεοῦ,
αἴτησαι καὶ λύτρωσιν, καὶ μέγα ἔλεος.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’.
Καρηασέων τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάϊσμα, καὶ τῶν ἀσθενούντων ἡ ῥῶσις, τῶν πεπηρωμένων ἀνάβλεψις, τῶν πρὸς σὲ πιστῶς προστρεχόντων ἐν τῷ θείῳ ναῷ σου, πανένδοξε, τὰς ἰάσεις παράσχου τοῖς δούλοις σου πάντοτε, ἵνα εὐχαρίστως κράζωμεν· Φωτεινὴ Ὁσία νύμφη Χριστοῦ καλλιπάρθενε. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.