Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010
Ἁγία Χριστίνα ἡ Μεγαλομάρτυς
Ἡ Ἁγία μεγαλομάρτυς Χριστῖνα, καταγόταν ἀπὸ τὴν Τύρο τῆς Συρίας.
Ἦταν κόρη στρατηγοῦ. Ὁ πατέρας της, τῆς ἔχτισε ἕναν πύργο καὶ τὴν ἔβαλε μέσα σ’ αὐτόν. Μάλιστα κατασκεύασε ἀγάλματα τῶν εἰδώλων καὶ τὴν διέταξε νὰ θυσιάσει σ' αὐτά. Ἐκείνη ὅμως τὰ ἔκανε ὅλα κομμάτια. Γιὰ αὐτές της τὶς πράξεις, ἡ Ἁγία ὑποβλήθηκε σὲ βασανιστήρια ἀπὸ τὸν ἴδιο της τὸν πατέρα καὶ μετὰ φυλακίστηκε. Στὴν φυλακὴ τὴν ἄφησαν νηστικὴ γιὰ νὰ πεθάνει ἀπὸ τὴν πείνα. Ὅμως, ἄγγελος Κυρίου τῆς πήγαινε τροφὴ καὶ τῆς θεραπεύτηκαν ὅλες οἱ πληγές της.
Μετὰ τὴν ἔριξαν στὴν θάλασσα, ὅπου ἔλαβε τὸ Ἅγιο Βάπτισμα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ καὶ ἄγγελος Κυρίου τὴν ἔβγαλε στὴν στεριά. Μόλις ἔγινε γνωστὸ ὅτι εἶχε διασωθεῖ, ὁ πατέρας της πρόσταξε καὶ τὴν ἔκλεισαν πάλι στὴν φυλακή. Τὴν νύχτα ποὺ ἀκολούθησε ὁ πατέρας της πέθανε καὶ τὴν θέση του στὸ ἀξίωμα τοῦ στρατηγοῦ, πῆρε κάποιος ὀνόματι Δίων.
Αὐτὸς ὁδήγησε τὴν μάρτυρα στὸ δικαστήριο. Καὶ ἐκεῖ ἡ Ἁγία ὁμολόγησε τὴν πίστη της. Ἀμέσως ὁ Δίων ὀργίστηκε καὶ διέταξε νὰ ἀρχίσουν τὰ βασανιστήρια. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν βασανιστηρίων πολλοὶ πίστευσαν στὸν Χριστό.
Μετὰ τὸ Δίωνα ἀνέλαβε κάποιος Ἰουλιανός. Αὐτὸς ἔριξε τὴν Χριστῖνα μέσα σὲ πυρακτωμένη κάμινο, σὲ ἕνα κλουβὶ μὲ φίδια δηλητηριώδη, τὰ ὁποία ἀντὶ νὰ τὴν δαγκώσουν τῆς ἔγλυφαν τὰ πόδια μὲ εὐσπλαχνία. Μετὰ τῆς ἔκοψαν τοὺς μαστοὺς ἀπὸ ὅπου χύθηκε γάλα ἀντὶ γιὰ αἷμα καὶ τῆς ἔκοψαν καὶ τὴν γλώσσα.
Ὅλα αὐτὰ τὰ μαρτύρια τὰ ὑπέμεινε μὲ καρτερία καὶ στὸ τέλος μὲ κοντάρια ποὺ τὴν χτύπησαν παρέδωσε τὸ πνεῦμα, λαμβάνοντας τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου, καὶ περνώντας στὴν αἰώνια ζωή.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τοῦ πατρός σου τὴν πλάνην λιποῦσα πάνσεμνε, τῆς εὐσεβείας ἐδέξω τὴν θείαν ἔλλαμψιν, καὶ νενύμφευσαι Χριστῷ ὡς καλλιπάρθενος· ὅθεν ἠγώνισαι στερρῶς, καὶ καθεῖλες τὸν ἐχθρόν, Χριστῖνα Μεγαλομάρτυς. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς.
Φωτοειδὴς περιστερὰ άνεδείχθης, πτέρυγας ἔχουσα χρυσᾶς, καὶ εἰς ὕψος, τῶν οὐρανῶν κατέπαυσας Χριστῖνα σεμνή· ὅθεν σου τὴν ἔνδοξον, ἑορτὴν ἐκτελοῦμεν, πόθῳ προσκυνοῦντές σου, τῶν λειψάνων τὴν θήκην, ἐξ ἧς πηγάζει πᾶσιν ἀληθῶς, ἴαμα θεῖον, ψυχῆς τε καὶ σώματος.
Μεγαλυνάριον.
Κάλλει διαπρέπουσα τῆς σαρκός, τῆς ψυχῆς τὸ κάλλος, καθιέρωσας τῷ Χριστῷ· σὺ γὰρ ὦ Χριστῖνα, τὴν πλάνην ἐβδελύξω, καὶ ὑπὲρ φύσιν ἄθλων, ἤγειρας τρόπαια.