Τρίτη 6 Ιουλίου 2010
Ἁγία Κυριακὴ ἡ Μεγαλομάρτυς και Ὅσιος Θωμὰς ὁ ἐν Μαλεῷ (7 Ιουλίου).
Ἦταν κόρη τοῦ Δωροθέου καὶ τῆς Εὐσεβίας. Αὐτοὶ ἦταν ἄτεκνοι καὶ παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸ νὰ τοὺς δώσει παιδί. Πράγματι, ὁ Θεὸς εὐδόκησε, καὶ τὸ χριστιανικὸ αὐτὸ ζευγάρι, ἀπέκτησε παιδί. Γεννήθηκε ἡμέρα Κυριακή, γι’ αὐτὸ καὶ τῆς ἔδωσαν τὸ ὄνομα Κυριακή.
Κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ, οἱ γονεῖς της συνελήφθησαν καὶ μετὰ ἀπὸ ἀνάκριση βασανίστηκαν καὶ ἀποκεφαλίστηκαν ἀπὸ τὸ δοῦκα Ἰοῦστο. Ἡ δὲ Κυριακὴ παραπέμφθηκε στὸν Καίσαρα Μαξιμιανό, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸν ἄρχοντα Βιθυνίας Ἰλαριανό, ὁ ὁποῖος τῆς ὑπενθύμισε ὅτι ἡ ὀμορφιά της εἶναι γιὰ ἀπολαύσεις καὶ ὄχι γιὰ βασανιστήρια. Τότε ἡ παρθένος κόρη τοῦ ἀπάντησε: «Οὔτε στὴ νεότητά μου, οὔτε στὴν ὀμορφιά μου δίνω τὴν παραμικρὴ προσοχή. Καὶ τὰ λαμπρότερα ἀπὸ τὰ ἐπίγεια πράγματα εἶναι προσωρινά ὅπως τὰ ἄνθη καὶ κούφια ὅπως οἱ σκιές. Σήμερα, ἔπαρχε, εἶμαι ὄμορφη, αὔριο μιὰ ἄσχημη γριά. Νὰ κάνω, λοιπόν, κέντρο τῆς ζωῆς μου τὴν ὀμορφιά μου; Τὴν ἀξία της, ὅμως, τὴ γνώρισα στὶς ρυτίδες, ποὺ τὴν περιμένουν καὶ στὸν τάφο ποὺ τὴν καλεῖ. Νόμισες, λοιπόν, ὅτι θὰ κάνω τὴν τερατώδη ἀνοησία, νὰ χάσω τὴν αἰώνια λαμπρότητα γιὰ νὰ μείνω λίγο περισσότερο στὴ γῆ; Γι’ αὐτὸ στὸ ξαναλέω, ἔπαρχε: εἶμαι καὶ θὰ εἶμαι στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο χριστιανή».
Ἐξοργισμένος ὁ Ἰλαριανός, σκληρὰ τὴν βασάνισε καὶ διέταξε νὰ τὴν ἀποκεφαλίσουν. Ἄλλα πρὶν πέσει ἡ σπάθη, προσευχόμενη παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸν Κύριο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Κυρίων τὸν Κύριον, καὶ Βασιλέα Χριστόν, ἐξ ὅλης ἠγάπησας, Κυριακή τῆς ψυχῆς, καὶ χαίρουσα ἤθλησας· ὅθεν Παρθενομάρτυς, παρ’ αὐτοῦ δοξασθεῖσα, βρύεις τοὶς σὲ τιμῶσιν, ἰαμάτων τὴν χάριν, τοῖς πᾶσιν αἰτουμένη, πταισμάτων συγχώρησιν.
Κοντάκιον Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἡ Μάρτυς Χριστοῦ, ἡμᾶς συνεκαλέσατο, τοὺς ἄθλους αὐτῆς, τοὺς θείους καὶ παλαίσματα, ἐγκωμίοις ᾆσαι νῦν· φερωνύμως γὰρ αὕτη πέφηνεν, ὡς ἀνδρεία τῷ φρονήματι, κυρία νοός τε καὶ παθῶν ἀπρεπῶν.
Μεγαλυνάριον.
Κύριον ποθοῦσα Κυριακή, τὸν ὡραῖον κάλλει, παρὰ πάντας τοὺς γηγενεῖς, τούτῳ ἐνυμφεύθης, ἀθλητικοῖς ἀγῶσιν, ὡς Μάρτυς Ἀθληφόρος, καὶ καλλιπάρθενος.
Ἦταν πλούσιος καὶ τὴν περιουσία του χρησιμοποιοῦσε σὲ ἔργα φιλανθρωπικά. Τὴν δὲ ἀρχοντική του θέση, διέθετε πάντοτε πρὸς ὑποστήριξη τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἐπιείκειας, χωρὶς ποτὲ νὰ ζητήσει ἐξυπηρέτηση ἀτομικῶν παθῶν καὶ συμφερόντων. Θέλησε ὅμως, νὰ προσηλωθεῖ ἀκόμα περισσότερο στὸν Θεό.
Ἐγκατέλειψε λοιπὸν τὸν κόσμο καὶ κατέφυγε στὸ Μαλεό, ἴσως νὰ εἶναι τὸ ἀκρωτῆρι τῆς Πελοποννήσου Μαλέα. Ἐκεῖ ἔζησε ζωὴ ἀσκητική, μὲ προσευχή, μελέτη καὶ ψαλμῳδία. Ἀλλὰ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπό του, τὸν παρακινοῦσε καὶ κατέβαινε στὶς γύρω περιοχὲς καὶ εὐεργετοῦσε πολὺ κόσμο, ἀφοῦ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα καὶ νὰ θαυματουργεῖ.
Ὁ θάνατος τὸν βρῆκε νὰ εὐεργετεῖ συνεχῶς, διότι καὶ κατὰ τὸν χρόνο τῆς μόνωσής του, προσευχόταν γιὰ ὅλους καὶ κατάρτιζε τὸν ἑαυτό του νὰ γίνεται ἄξιο ὄργανο τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ὠφέλεια τοῦ πλησίον.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν διαρρέουσαν δόξαν ἀπέρριψας, καὶ τὸν τοῦ Κτίσαντος, ζυγὸν ἠγάπησας, ἀγγελικὴν ἐπὶ τῆς γῆς, ἑλόμενος πολιτείαν· ὅθεν χαρισμάτων σε, δωρεαῖς κατεπλούτισε, Χριστὸς ὁ Φιλάνθρωπος, ὁ δοξάσας τὸν βίον σου· ᾧ πρέσβευε Θωμᾶ θεοφόρε, ῥῦσαι ἡμᾶς πάσης ἀνάγκης.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τοῦ Σωτῆρος ὀπαδὸν καὶ φίλον γνήσιον
Καὶ τῶν Ὁσίων μιμητὴν καὶ ἀκροθίνιον
Ἀνυμνοῦμεν σε ἀξίως, Θωμᾶ θεόφρον·
Σὺ γὰρ ὤφθης ἀπαθείας ἐνδιαίτημα
Καὶ θαυμάτων αὐτουργὸς ἐκ θείας χάριτος
Τοῖς βοῶσί σοι, χαίροις Πάτερ τρισόλβιε.
Μεγαλυνάριον.
Κόσμου ἀπωσάμενος τὰ τερπνά, πόθῳ ᾠκειώσω, ὑπερκόσμια ἀγαθά, δι’ ἐνθέου βίου, Θωμᾶ θαυματοφόρε, δι’ οὗ θαυμάτων ὤφθης, Πάτερ ἀνάπλεως.