Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010
Ἅγιος Ὑάκινθος ὁ Κουβικουλάριος (Θαλαμηπόλος) και Ἅγιος Ἀνατόλιος ὁ Μάρτυρας (3 Ιουλίου).
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ (98 – 117).
Ἦταν ἄνθρωπος μὲ ἐξαιρετικὴ συμπεριφορὰ καὶ διετέλεσε κουβικουλάριος τοῦ αὐτοκράτορα. Διεκπεραίωνε τὰ καθήκοντά του μέσα στὸ παλάτι κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο. Ἦταν προσεκτικὸς καὶ δὲν μολύνθηκε ἀπὸ τὴ χλιδὴ τῶν ἀνακτόρων. Ἡ ψυχή του ὁλόκληρη ἦταν δοσμένη στὸν Σωτῆρα Χριστό.
Γι’ αὐτό, ὅταν ὁ Τραϊανὸς διέταξε διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ Ὑάκινθος δὲν δίστασε νὰ ὁμολογήσει μπροστὰ στὸν αὐτοκράτορα ὅτι εἶναι χριστιανός. Ὁ Τραϊανὸς ἐξεπλάγη καὶ τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι ἀχάριστος, γιὰ τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ τὴν ὑπόληψη ποὺ τοῦ πρόσφερε τὸ παλάτι. Τότε ὁ Ὑάκινθος μὲ ψυχικὴ ἄνεση ἀπάντησε: «Ἂν ἡ εὐγνωμοσύνη εἶναι ἀρετή, βασιλιά, ποιὰ ἀπολογία θὰ μπορέσω νὰ δώσω ἀρνούμενος τὸν Σωτῆρα μου Χριστό, ὁ ὅποιος ἔχυσε γιὰ μένα τὸ αἷμα του, ὁ ὁποῖος μοῦ χάρισε τὴν πίστη, τὴν ἐλπίδα, τὴν ἀγάπη, ὁ ὁποῖος μου δίνει λιμάνι στὶς τρικυμίες τῆς ψυχῆς, παρηγοριὰ στὴν θλίψη, ἀσφάλεια στὰ κύματα, θώρακα στὶς δοκιμασίες; Καὶ ὁ ὁποῖος μοῦ ἐπιφυλάσσει συμμετοχὴ αἰώνια στὴν βασιλεία Του καὶ τὴν δόξα;».
Ὁ Τραϊανός, στενοχωρημένος ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Ὑακίνθου, διέταξε νὰ τὸν φυλακίσουν χωρὶς νὰ τοῦ δίνουν καθόλου φαγητό, ἐκτὸς καὶ ἂν ἤθελε νὰ φάει εἰδωλόθυτα. Σαράντα ἡμέρες πέρασε ἔτσι ὁ Ὑάκινθος, χωρὶς νὰ ἀγγίξει τὰ εἰδωλόθυτα. Τὴν 41η, ὅμως, παρέδωσε τὸ πνεῦμά του στὸν Κύριο.
(Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ, μαζὶ μ’ αὐτὴ τοῦ Ἅγιου Διομήδη, ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, ἐπαναλαμβάνεται περιττῶς καὶ τὴν 3η Ἰουνίου).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς Λίθος ὑάκινθος, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἀστράπτεις τοῖς πέρασι, ταῖς τῶν χαρίτων αὐγαῖς, παμμάκαρ Ὑάκινθε· σὺ γὰρ ὁμολογίᾳ, πυρσωθεὶς εὐσεβείας, ἔλαμψας ἐν ἀθλήσει, τῇ τοῦ Λόγου μιμήσει· ἐντεῦθεν καταφαιδρύνεις, τοὺς σὲ γεραίροντας.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς τερπνὸς ὑάκινθος καὶ πανευώδης, διαπνέεις πάντοτε, τῆς ἀληθείας τὴν ὀσμήν, τοῖς ἐκ ψυχῆς ἐκβοῶσί σοι· χαίροις Μαρτύρων τὸ κλέος Ὑάκινθε.
Μεγαλυνάριον.
Νεότητος ἄνθει ἀθλητικήν, εὔχροιαν ἀνθήσας, ὑακίνθινον καὶ τερπνήν, ἄνθος θυμηδίας, χαρίτων διαπνοίᾳ, ὤφθης τῇ Ἐκκλησίᾳ, Μάρτυς Ὑάκινθε.
Ὁ Ἅγιος Ἀνατόλιος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἱερέας καὶ ἀντιπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας, κατὰ τὸ ἔτος 449 ἔγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Στὸν πατριαρχικὸ θρόνο, τὸν πρότεινε ὁ μονοφυσίτης Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Διόσκορος Α’, ἐλπίζοντας ὅτι θὰ τὸν ἔχει συνεργό του.
Ὅμως δὲν κατόρθωσε νὰ πετύχει τὰ σχέδιά του, γιατί πρῶτος ὁ Ἀνατόλιος ἦταν αὐτὸς ποὺ ὑπέγραψε τὴν καθαίρεση τοῦ Διόσκουρου στὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ ἔγινε στὴν Χαλκηδόνα καὶ ἐνέταξε στὰ δίπτυχα τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Φλαβιανοῦ, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τὸν ὁποῖο εἶχε καθαιρέσει ὁ Διόσκορος κατὰ τὴν λῃστρικὴ Σύνοδο τῆς Ἔφεσου τὸ 449 μ.Χ., καὶ ἐπιπλέον ἔστειλε ἐπιστολὲς πρὸς ὅλους τους ἐπισκόπους νὰ ἀναθεματίζουν τοὺς αἱρετικούς.
Ὁ Ἀνατόλιος ἀφοῦ ποίμανε σωστὰ καὶ μὲ τὸν καλύτερο τρόπο τὴν Ἐκκλησία, θανατώθηκε ἄδικα ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς τὸ 458 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἔργω τὴν κλῆσίν σου, σφραγίζων Ὅσιε, λόγοις καὶ πράξεσι, τῷ κόσμῳ ἔφανας, τῆς ὑπὲρ νοῦν Ἀνατολῆς, τὴν ἔλλαμψιν Ἱεράρχα· σὺ γὰρ Ἀνατόλιε, τὸν Χριστὸν ἀνεκήρυξας, διπλοῦν ταῖς θελήσεσιν, ἀσυγχύτως καὶ φύσεσιν, ὑπόστασιν δὲ φέροντα μίαν, πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τὴν ἀνατολήν, τῆς θείας φωτοφανείας, φέρων ἐν ψυχῇ, ὡς λύχνον Ὀρθοδοξίας, διαλύεις τὴν νύκτα, τῶν αἰρέσεων Ὅσιε, καὶ πρὸς ὄρθρον θείας πίστεως, κατευθύνεις Ἀνατόλιε, τοὺς ἐκ πόθου ἀκβοῶντάς σοι· Αὐτὸς ἡμῶν φωτισμός, ὤφθης μύστα Χριστοῦ.
Μεγαλυνάριον.
Τῇ φωτοδοσίᾳ τῆς μυστικῆς, ἐκλελαμπρυσμένος, Ἱεράρχα ἀνατολῆς, φῶς τῷ κόσμῳ ὤφθης, καὶ τῷ Πατρὶ τῶν φώτων, ἡμᾶς ἀεὶ προσάγεις, ὦ Ἀνατόλιε.