http://www.inamyroforon.gr/euageliki-perikopi.html
Κυριακή των Μυροφόρων
Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας. Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον: Ιε.43 – ιστ.8.
Τω καιρώ εκείνω, ελθών Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής, ός και αυτός ήν προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού, τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον, και ητήσατο το σώμα του Ιησού. Ο δέ Πιλάτος εθαύμασεν ει ήδη τέθνηκε” και προσκαλεσάμενος τον κεντυρίωνα επηρώτησεν αυτόν, ει πάλαι απέθανε. Και γνούς από του κεντυρίωνος εδωρήσατο το σώμα τω Ιωσήφ. Και αγοράσας σινδόνα και καθελών Αυτόν, ενείλησε τη σινδόνι, και κατέθηκεν Αυτόν εν μνημείω, ο ήν λελατομημένον εκ πέτρας. Και προσεκύλισε λίθον επί την θύραν του μνημείου. Η δέ Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία Ιωσή εθεώρουν πού τίθεται.
Και διαγενομένου του σαββάτου, Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη, ηγόρασαν αρώματα, ίνα ελθούσαι αλείψωσιν Αυτόν. Και λίαν πρωϊ της μιάς σαββάτων έρχονται επί το μνημείον, ανατείλαντος του ηλίου. Και έλεγον προς εαυτάς: «τίς αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου?» Και αναβλέψασαι θεωρούσιν ότι αποκεκύλισται ο λίθος’ ήν γάρ μέγας σφόδρα. Και εισελθούσαι εις το μνημείον, είδον νεανίσκον καθήμενον εν τοις δεξιοίς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, και εξεθαμβήθησαν. Ο δέ λέγει αυταίς: «μή εκθαμβείσθε, Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον. Ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε, ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν. Αλλ’ υπάγετε είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω, ότι προάγει υμάς εις την Γαλιλαίαν, εκεί αυτόν όψεσθε, καθώς είπεν υμίν.» Και εξελθούσαι έφυγον από του μνημείου, είχε δέ αυτάς τρόμος και έκστασις, και ουδενί ουδέν είπον’ εφοβούντο γάρ.
Απόδοση.
Ο Ιωσήφ, ένα αξιοσέβαστο μέλος του συνεδρίου, που καταγόταν από την Αριμαθαία, και περίμενε κι αυτός τη βασιλεία του Θεού, τόλμησε να πάει στον Πιλάτο και να του ζητήσει το σώμα του Ιησού. Ο Πιλάτος απόρησε που ο Ιησούς είχε κιόλας πεθάνει. Κάλεσε τον εκατόνταρχο και τον ρώτησε αν είχε πεθάνει από ώρα. Όταν πήρε την απάντηση από τον εκατόνταρχο, χάρισε το σώμα στον Ιωσήφ. Εκείνος αγόρασε ένα σεντόνι, κατέβασε τον Ιησού, τον τύλιξε μ’ αυτό και τον τοποθέτησε σ’ ένα μνήμα που ήταν λαξεμένο σε βράχο• μετά κύλησε ένα λιθάρι κι έκλεισε την είσοδο του μνήματος. Η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιωσή παρακολουθούσαν που τον έβαλαν.
Όταν πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, και η Σαλώμη, αγόρασαν αρώματα, για να πάνε ν’ αλείψουν το σώμα του Ιησού. Ήρθαν στο μνήμα πολύ πρωί την επομένη του Σαββάτου, μόλις ανέτειλε ο ήλιος. Κι έλεγαν μεταξύ τους: «Ποιος θα μας κυλήσει την πέτρα από την είσοδο του μνήματος;» Γιατί ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Μόλις όμως κοίταξαν προς τα ’κει, παρατήρησαν ότι η πέτρα είχε κυλήσει από τον τόπο της.
Μόλις μπήκαν στο μνήμα, είδαν ένα νεαρό με λευκή στολή να κάθεται στα δεξιά, και τρόμαξαν. Αυτός όμως τους είπε: «Μην τρομάζετε. Ψάχνετε για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, το σταυρωμένο. Αναστήθηκε. Δεν είναι εδώ. Να και το μέρος όπου τον είχαν βάλει. Πηγαίνετε τώρα και πείτε στους μαθητές του και στον Πέτρο: ‘‘πηγαίνει πριν από σας στην Γαλιλαία και σας περιμένει• εκεί θα τον δείτε, όπως σας το είπε’’». Οι γυναίκες βγήκαν κι έφυγαν από το μνήμα γεμάτες τρόμο και δέος• δεν είπαν όμως τίποτα σε κανέναν, γιατί ήταν φοβισμένες.